Digesta OnLine 2023

Μετακινήσεις πληθυσμών λόγω κλιματικής αλλαγής

Ζαφείρη Αθηνά
Ζωγράφου Δάφνη
Μούντριχας Ανδρέας
Φοιτητές ΔΠΘ
Επίβλεψη: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Καθηγητής ΔΠΘ

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Περιεχόμενα
Α. Εισαγωγή –Μούντριχας Ανδρέας
Β. Το Νομικό Πλαίσιο της Διεθνούς Κοινωνίας – Μούντριχας Ανδρέας
Γ. Ευρωπαϊκή Προσωρινή Προστασία – Ζαφείρη Αθηνά
1.    ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
2.    ΟΔΗΓΙΑ 2001\55\ΕΕ 
3.    ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 
Δ. Περιφερειακή  Προστασία -  Ζαφείρη Αθηνά
KAMPALA CONVENTION
Ε. Soft Law- Ζαφείρη Αθηνά
SOFT LAW ΣΤΟΥΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
SOFT LAW-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ 
ΣΤ. Η νομολογία – Ζωγράφου Δάφνη
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Ζ. Συμπέρασμα – Ζαφείρη Αθηνά


Α. Εισαγωγή*
Εξ απαλών ονύχων της ύπαρξης των κοινωνιών, ομάδες ανθρώπων αναγκάζονται να αλλάξουν τον τόπο διαβίωσής τους , όταν απειλούνται οι ζωές τους . Αυτή η ανάγκη της προστασίας της ζωής, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι φυσική και αυτό ,διότι  παρατηρείται γενικώς στη φύση: ομάδες ζώων αποδημούν για να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη συνεχώς. Αυτή η αποδήμηση οφείλεται  στο ότι κινδυνεύει η ζωή τους, είτε επειδή δεν έχουν τα μέσα να τραφούν, είτε επειδή κινδυνεύουν από άλλα ζώα , είτε επειδή το κλίμα δεν είναι ευδόκιμο γι’ αυτά.
Έτσι και οι άνθρωποι, πολύ πριν την γέννηση του δικαίου και μέχρι σήμερα, όταν αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους τίθεται σε κίνδυνο παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Προ της αγροτικής επανάστασης, γιατί η γη πλέον δεν τους παρείχε όλα όσα χρειάζονταν για να τραφούν και έπειτα κατά την βιομηχανική επανάσταση, διότι η ζωή στην ύπαιθρο έτεινε προς την εξαθλίωση, ενώ το άστυ μπορούσε να τους «προσφέρει» μια αξιοπρεπή ζωή.
Τον ίδιο δρόμο παίρνουν οι άνθρωποι διαχρονικά , για να γλιτώσουν από την μαχαίρα του πολέμου ή επειδή κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους - φυσικά ή μη- τους φέρνουν αντιμέτωπους με αυταρχικά καθεστώτα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξή τους .
Πλέον,  κάποιοι αναγκάζονται να αφήσουν την mater terram τους επειδή η κλιματική αλλαγή και άλλες ανθρωπογενείς φυσικές καταστροφές θέτουν τη ζωή και την αξιοπρεπή διαβίωσή  τους εν αμφιβόλω.
Η ερημοποίηση της Υποσαχάριας Αφρικής, η ευθυγράμμιση των ακτογραμμών και η οικονομική εξάρτηση του πληθυσμού από την γεωργία, που από φυσικά φαινόμενα πλήττεται ανεπανόρθωτα, οδηγεί τους εκεί πληθυσμούς σε μετακινήσεις, είτε εντός της χώρας τους, είτε εκτός αυτής  . Την ίδια μοίρα έχουν και άνθρωποι στη Τυνησία   , στην Αλγερία  και στο Μαρόκο , όπου αντιμετωπίζουν τις αυξημένες ελλείψεις νερού ταυτόχρονα με την αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Στη Νότια Ασία οι πληθυσμοί πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από τις πλημμύρες και την λειψυδρία  και σε άλλες περιοχές του κόσμου φυσικά ανθρωπογενή φαινόμενα καταστρέφουν σπίτια, χωράφια και δουλειές.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, οι καύσωνες και τα λοιπά φαινόμενα θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά και έτσι  κάποιες περιοχές του πλανήτη θα γίνονται μη κατοικήσιμες. Ήδη στο Πακιστάν οι πλημμύρες έχουν σκοτώσει 1.700 ανθρώπους, έχουν καταστρέψει περισσότερες από 2 εκατομμύρια κατοικίες και έχουν οδηγήσει στον εκτοπισμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι δε πλημμύρες έχουν καταστρέψει την εγχώρια αγροτική οικονομία, ωθώντας τον αγροτικό πληθυσμό στην καταστροφή. Οι καταστροφές αυτές έχουν αυξήσει ιδιαίτερα και τις ασθένειες, αφού η διαβίωση στις πληγείσες περιοχές έχει καταστεί απολύτως ανθυγιεινή.  
Μόνο το 2017, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου για την Οικονομία και την Ειρήνη, 18 εκατομμύρια ανθρώπων αναγκάστηκαν για κλιματικούς λόγους να εγκαταλείψουν τους τόπους τους, δηλαδή το 61,5% των παγκόσμιων μετατοπίσεων. Περισσότεροι από τους «κανονικούς» πρόσφυγες, περισσότεροι και από τους οικονομικούς μετανάστες
Το Πακιστάν και οι προαναφερθείσες χώρες είναι μόνο κάποια παραδείγματα περιοχών που η κλιματική αλλαγή απειλεί τις ζωές των κατοίκων τους. Ας αναλογιστούμε τι θα συμβαίνει σε λίγα χρόνια που το κλίμα θα έχει μεταβληθεί κατά πολύ και οι ήδη επικίνδυνες περιοχές θα έχουν γίνει απολύτως μη κατοικήσιμες, ενώ άλλα μέρη στα οποία τώρα κείνται σπίτια και επιχειρήσεις ειρηνικά, θα χτυπηθούν ανεπανόρθωτα από ανθρωπογενή καιρικά φαινόμενα.
Η παγκόσμια τράπεζα προειδοποιεί, στην έκθεση “Groundswell”, ότι μέχρι το 2050, θα έχουν μετακινηθεί περίπου 216 εκατομμύρια ανθρώπων εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, ενώ στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων το προσφυγικό αυτό κύμα θα αποτελείται από περίπου 50 εκατομμύρια ξενιτεμένους . Για να έχουμε ,όμως, 166 εκατομμύρια λιγότερες μετατοπίσεις θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι παγκόσμιοι βιομηχανικοί ρύποι, κάτι που ίσως μείνει μονάχα στην ελπίδα μας και αυτό διότι αυτό δε θα ήταν συμφέρον για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, αφού προϋποθέτει την μείωση της έντασης της παραγωγής και άρα την μείωση του κέρδους τους. Είναι , μάλιστα, πιθανό να μετακινηθούν εντός των εθνικών συνόρων έως και 86 εκατομμύρια ανθρώπων για να σώσουν τη ζωή τους.  
Πως, όμως, προστατεύονται και καλύπτονται αυτοί οι άνθρωποι;
Ονομάζονται πρόσφυγες;
Μπορούν να αιτηθούν άσυλο;
Β. Το Νομικό Πλαίσιο*
Αρχικά, πρέπει να διερευνήσουμε  το τι ορίζεται ως «πρόσφυγας».
Ανά διαστήματα έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί. Τον Ιούλιο του 1951 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη μία Διακυβερνητική Διάσκεψη, με τη συμμετοχή 26 κρατών, μετά από πρωτοβουλία του ΟΗΕ, η οποία κατέληξε με την υπογραφή της Σύμβασης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Η σύμβαση αυτή, που τέθηκε σε ισχύ 3 χρόνια μετά, στο πρώτο άρθρο της δίνει τον ορισμό του πρόσφυγα που ισχύει μέχρι και σήμερα , ελαφρώς παραλλαγμένος.
Σύμφωνα με το Αρ1A§2 , πρόσφυγας είναι κάθε άτομο που συνεπεία γεγονότων που συνέβησαν πριν την 1η Ιανουαρίου του 1951, βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ' αυτήν.  
Αυτός ο ορισμός γεννά μια σειρά ερωτημάτων , που πρέπει να απαντηθούν για να καταστεί σαφές ποιοι τυγχάνουν της προστασίας του:
Αρχικά, Τι συμβαίνει  με όσους αποδήμησαν μετά τη 1η Ιανουαρίου ;
Όσοι αποδήμησαν μετά τη 1η Ιανουαρίου, δεν μπορούν κατά το γράμμα του Άρθρου 1 να τύχουν της προστασίας του πρόσφυγα. Αυτό, δημιούργησε ένα τεράστιο κενό, αφήνοντας άνευ προστασίας έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων από την Αφρική. Έτσι, το 1965 έλαβε χώρα στο Bellagio της Ιταλίας, υπό το ίδρυμα Carnegy, με την υποστήριξη της Ελβετικής κυβέρνησης  και σε συνεργασία με το γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας ΗΕ για τους πρόσφυγες το συνέδριο «νομικές πλευρές των προβλημάτων των προσφύγων», το οποίο ολοκληρώθηκε με τη συγγραφή ενός σχεδίου Πρωτοκόλλου, στο οποίο τονίζονταν η αδήριτη ανάγκη κατάργησης του χρονικού περιορισμού του Άρθρου 1 της Σύμβασης . Το σχέδιο αυτό εξετάστηκε, τροποποιήθηκε, εγκρίθηκε    και ετέθη σε ισχύ ως Πρωτόκολλο το 1967 από όργανα του ΟΗΕ και έτσι ο χρονικός περιορισμός δεν έχει πλέον εφαρμογή  .
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι : Ποιος φόβος θεωρείται δικαιολογημένος ;
Για να μπορέσουμε να πούμε ότι ο φόβος κάποιου που εγκατέλειψε τη χώρα του ήταν δικαιολογημένος και άρα να μπορεί να θεωρηθεί πρόσφυγας πρέπει να τον εξετάσουμε από δύο οπτικές : i. Υποκειμενικά και ii. Αντικειμενικά  .Πιο αναλυτικά :
i.    Κατά Υποκειμενικό τρόπο πρέπει να εξεταστεί αν όντως το πρόσωπο αυτό φοβούνταν. Αν , δηλαδή, με βάση την προσωπικότητα του, την οικογενειακή του κατάσταση και την πιθανή ένταξη του σε κάποια ομάδα ( φυλετική, θρησκευτική, εθνική, κοινωνική, πολιτική)  αυτό το πρόσωπο πίστευε ότι η ζωή του ή η ελευθερία του τίθεται σε κίνδυνο και γι’ αυτό ο φόβος του να επιστρέψει στην χώρα μόνιμης διαμονής του είναι αληθινός.
ii.    Κατά Αντικειμενικό τρόπο πρέπει να εξεταστεί το αν αυτός ο αληθινός και υπαρκτός φόβος του ατόμου είναι δικαιολογημένος. Αν , δηλαδή, δικαίως φοβάται να επιστρέψει στην χώρα του, αφού πέρα από τον φόβο , αληθινός και υπαρκτός είναι και ο κίνδυνος. Έτσι, πρόσωπα που από υπερβολή ή αδικαιολόγητα φοβούνται δεν μπορούν να θεωρηθούν πρόσφυγες.
Το τρίτο και τελευταίο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι :
Τι αποτελεί δίωξη  ;
Η δίωξη είναι μια έννοια η οποία δεν προσδιορίζεται από το διεθνές δίκαιο και έτσι το τι αποτελεί δίωξη εξετάζεται κατά την διακριτική ευχέρεια των κρατών. Η Σύμβαση για την προστασία του πρόσφυγα  δεν δίνει ξεκάθαρο ορισμό , εν τούτοις από το άρθρο 31  μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι με τον όρο δίωξη αναφερόμαστε σε άτομα που η ζωή τους ή η ελευθερία τους απειλείται  .
Ως δίωξη έχουν θεωρηθεί : οι απειλές κατά της ζωής, κατά της σωματικής ακεραιότητας, κατά της ελευθερίας, η λήψη δυσμενών οικονομικών μέτρων κατά του ατόμου ή της ομάδας που ανήκει , δικονομικές παρανομίες σε βάρος του ατόμου ( πχ. Άνευ νόμιμου λόγου συλλήψεις, μέτρα κράτησης, εκτοπίσεις μέσα στη χώρα) και η έκδοση σε χώρα που η ζωή του τίθεται σε κίνδυνο.  
Θα μπορούσαν, λοιπόν , αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες που μετατοπίζονται εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, να υπαχθούν στη προστασία της σύμβασης της προστασίας του πρόσφυγα και να αιτηθούν άσυλο;
Κατ’ αρχάς, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εκτός της χώρας διαμονής τους και δικαιολογημένα φοβούνται να επιστρέψουν σε αυτή, καθώς και υποκειμενικά και αντικειμενικά η ζωή τους και η σωματική τους ακεραιότητα σε αυτά τα εδάφη απειλούνται. Παρά ταύτα δεν υπάρχει , με το παρόν νομικό πλαίσιο, δίωξη και άρα δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας του πρόσφυγα και αυτό διότι αυτή την προσβολή των εννόμων αγαθών τους δεν γίνεται από άνθρωπο ή κράτος αλλά από την ακραία μεταβολή του κλίματος.
Ίσως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε διασταλτικά το γράμμα της διάταξης και να θεωρήσουμε ως δίωξη τις φυσικές αυτές καταστροφές, επειδή είναι ανθρωπογενείς και αυτό αφού δεν αποτελούν απλά ακραία καιρικά φαινόμενα αλλά είναι αποτελέσματα της ανθρώπινης υπέρμετρης επέμβασης στη φύση. Αν ο άνθρωπος, τα κράτη και οι εταιρίες δεν είχαν δημιουργήσει αυτή την περιβαλλοντική κρίση, αυτά τα φαινόμενα δεν θα υπήρχαν και άρα αυτοί οι πληθυσμοί δεν θα απειλούνταν. Ούτως ή άλλως και ο πόλεμος, που δημιουργεί προσφυγικά ρεύματα, απόρροια λανθασμένων ανθρώπινων χειρισμών είναι. Η περιβαλλοντική κρίση και τις ζωές των ανθρώπων απειλεί και οικονομικά εμπόδια τους βάζει, άρα κατά κάποιον τρόπο τους διώκει. Παρόλα αυτά, η νομολογία δεν δέχεται αυτή τη γνώμη και έτσι  η σύμβαση του 51 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που εξετάζουμε.
Υιοθετείται ο όρος κλιματικοί μετανάστες, κάτι το οποίο θεωρούμε λάθος, αφού ο μετανάστης εγκαταλείπει την χώρα του για να βελτιώσει τον τρόπο διαβίωσης του και έχει την επιλογή οποιαδήποτε στιγμή θελήσει να επιστρέψει  . Οι ομάδες που λόγω της κλιματικής κρίσης εγκαταλείπουν την χώρα μόνιμης διαμονής τους, δεν το κάνουν από επιλογή αλλά από ανάγκη και η επιστροφή πίσω στη χώρα τους δεν είναι απλά μια απόφαση αλλά η επιστροφή «στην κόλαση», όπου κάθε τι δικό τους, ακόμα και η ίδια η ζωή τους κινδυνεύει.
Συμπερασματικά, το νομικό κενό που προκύπτει σε συνδυασμό με την διάσταση που πρόκειται να λάβει στο μέλλον το φαινόμενο των κλιματικών μετατοπίσεων , καθιστά αναγκαία την δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, κάτι που τονίστηκε και στην COP26, στη Γλασκόβη το  Δεκέμβρη 2021.
Γ. Ευρωπαϊκή Προσωρινή Προστασία*
1.    ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Οι περιβαλλοντικές καταστροφές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής έχουν ως απόρροια τον βίαιο εκτοπισμό μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Αυτή η κατάσταση διαδραματίζεται κυρίως σε χώρες που έρχονται καθημερινά αντιμέτωπες με τις συνέπειες των επισφαλών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στα εδάφη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν την δυσχερή τους θέση, με συνοπτικές διαδικασίες έγινε η απαρχή των συζητήσεων περί αποτελεσματικής προστασίας τους το 2009 στην Βόνη της Γερμανίας. Τότε σημειώθηκε από καταξιωμένους επιστήμονες νομικούς και περιβαλλοντολόγους πως κρίνεται επιτακτική η αναζήτηση νέων εξατομικευμένων μεθόδων καθώς τα τελευταία 25 χρόνια ο πλανήτης έχει περιέλθει σε μια νέα κατάσταση ιδιάζουσας σημασίας αναφορικά με τα περιβαλλοντολογικά ζητήματα.
Ο ομικός χώρος δεν φαίνεται να έμεινε άπρακτος καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ΕΣΔΑ φαίνεται να προσφέρει κάποιο πλαίσιο προστασίας. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το Α3 ΕΣΔΑ απαγορεύονται τα βασανιστήρια και η εξευτελιστική μεταχείριση. Για αυτόν τον λόγο κανένας δεν μπορεί να επιστρέψει σε τόπο όπου ενδέχεται να συντρέχει κίνδυνος για την ζωή του ή την σωματική του ακεραιότητα. Το άρθρο επομένως προστατεύει τις ομάδες από την πιθανότητα επαναπροώθησης. Αναλύοντας το άρθρο προκύπτει το γεγονός ότι η επαναπροώθηση και η απαγόρευση της έχουν χαρακτήρα απόλυτου δικαιώματος ταυτόχρονα θετικής υποχρέωσης από πλευράς των κρατών- μελών.
Πρέπει λοιπόν να προβούν στην λήψη μέτρων για την τήρηση του παρόντος άρθρου. Περί του πρακτέου απαγορεύεται η μετακίνηση η εγκατάσταση ατόμων σε μέρος που κινδυνεύουν η σωματική τους ακεραιότητα η ζωή τους καθώς και η αξιοπρέπεια τους ή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι θα συμβεί αυτό στο μέλλον. Με μια τελεολογική ερμηνεία της συνθήκης συνάγεται ότι στο επίπεδο προστασίας συμπεριλαμβάνονται και οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες-μετανάστες. Είναι προφανές ότι σε μια περιοχή που έχει διαταραχθεί η κοινωνική ζωή και το περιβάλλον έχει υποστεί καταστροφές ανυπόφορες προς τον πληθυσμό του να μπορεί να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής καθώς αν και το γενεσιουργό γεγονός διαφέρει από τα την συνηθισμένη κατάσταση δεν παύει να έχει καταστροφικές συνέπειες.  
Ωστόσο εμφανίζονται μειονεκτήματα καθώς η ολική τους προστασία σε κάθε περίπτωση δεν καθίσταται δυνατή.Αυτό συμβαίνει διότι το άρθρο 3 χρειάζεται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί, όπως αυτή του μεγέθους της καταστροφής που έχει υποστεί η πληθυσμιακή ομάδα. Επίσης η ΕΣΔΑ μειονεκτεί καθώς η προστασία της είναι για μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που καθιστά την δημιουργία ενός πλαισίου προστασίας των περιβαλλοντικών προσφύγων ακόμη πιο επιτακτικό. Ενδεχομένως η υπαγωγή του κλιματικού παράγοντα στο άρθρο 3 ενδέχεται να παραχθεί νομολογιακά. Έτσι θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί ένα σύστημα που να στηρίζει τον κανόνα της απαγόρευσης της μη επαναπροώθησης για σύντομο και εύλογο χρονικό διάστημα. Αν και ακόμη βρίσκεται σε πρώιμη μορφή υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να τελεσφορήσει. Τέλος ενδέχεται να αποδειχθεί και η ύπαρξη opinio juris στην πρακτική αυτή και ίσως συμβάλλει στην δημιουργία διεθνούς εθιμικού δικαίου.  
2.    ΟΔΗΓΙΑ 2001\55\ΕΕ
Ένα ακόμη πλαίσιο προσωρινής προστασίας αποτελεί η οδηγία 2001\55\ΕΕ .Μέσω αυτής προστατεύονται οι μαζικές εισροές προσώπων για σύντομο χρονικό διάστημα. Μάλιστα κρίνεται από το μέγεθος και τον λόγο της εκτόπισης η δυνατότητα περαιτέρω προστασίας. Αν και στην Οδηγία περιγράφονται με σαφήνεια και λεπτομερώς τα μέτρα, δεν γίνεται κάποια νύξη για τους περιβαλλοντολογικούς πρόσφυγες-μετανάστες. Ωστόσο η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική γεγονός που αφήνει ανοιχτά πεδία διεύρυνσης του γράμματος της ρύθμισης. Αρμόδιο όργανο είναι το Συμβούλιο της ΕΕ με αποφασιστικές αρμοδιότητες. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το συμβούλιο είναι ένα πολιτικό όργανο, η απουσία της πολιτικής συνοχής πολλές φορές έχει αποτελέσει τροχοπέδη στην εφαρμογή της. Αν και όντας οδηγία είναι υποχρεωτικό για το κράτος μέλος να λάβει θετικά μέτρα για την εφαρμογή της, πολλές φορές βλέπουμε ότι αυτό το μείζον ζήτημα βρίσκεται υπό την διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών.
3.    ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Από το 2009 και μετά, προβλέπεται η επανεγκατάσταση σε διαφορετικές χώρες της ΕΕ ένας θεσμός που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού κοινού συστήματος ασύλου παρέχεται αποζημίωση από το Ευρωπαϊκό ταμείο σε κάθε κράτος-μέλος που αναλαμβάνει την επανεγκατάσταση κάθε πρόσφυγα-μετανάστη, όπου είναι φυσικά εφικτή. Η όλη διαδικασία κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, λόγου χάρη, της καταλληλότητας του τόπου, της έντασης της καταστροφής. Δίνεται προτεραιότητα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.  
Δ. Περιφερειακή  Προστασία*  
KAMPALA CONVENTION
Η Αφρική είναι μια ήπειρος με ιδιαίτερες ανάγκες, κυρίως λόγω γεωγραφίας αλλά κατεξοχήν εξαιτίας της πολιτικής της ιστορίας. Η αποικιοκρατία και η χρόνια καταδυνάστευση της από χώρες του Δυτικού κόσμου δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα αφύπνισης της κοινωνίας που είχε ως απότοκο την καθιέρωση διαφορών προστατευτικών πλαισίων που ανταποκρίνονταν στις τοπικές ανάγκες.  
Η Σύμβαση της Kampala υιοθετήθηκε το 2009 από την Αφρικανική Ένωση και στην πορεία προσχώρησαν και άλλα κράτη της Αφρικανικής ηπείρου. Σήμερα έχει 30 συμβαλλόμενα μέρη από τα 50 κράτη-μέλη της. Η συγκεκριμένη Σύμβαση αποτελεί νομική πρωτοτυπία καθώς περιλαμβάνεται και ο κλιματικός παράγοντας σχετικά με τις βίαιες εκτοπίσεις. Τα κράτη μέλη της Αφρικανικής Ένωσης είναι υποχρεωμένα να προβούν σε θέσπιση νομοθεσίας προστασίας πληθυσμών που κινδυνεύουν από τέτοιες καταστάσεις. Μια ακόμη ρηξικέλευθη ρύθμισή της αποτελεί η δυνατότητα προσέλκυσης ανθρωπιστικών οργανώσεων με σκοπό την ανάληψη δράσης. Τόσο η εξεύρεση πόρων όσο και η μελέτη νομικών μηχανισμών περιλαμβάνονται στις δράσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Η δομή του μηχανισμού δράσης της Σύμβασης κινείται στα εξής πλαίσια.1.πρόληψη των κλιματικών καταστροφών, β. Επικοινωνία και συνεργασία για την ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας με βάση τις γεωγραφικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες του τόπου και γ. με την παροχή ανθρωπιστικής ενημέρωσης. Ο ίσως σημαντικότερος στόχος της Σύμβασης είναι η προώθησης μιας διεθνούς γραφειοκρατίας και συλλογής δεδομένων που θα είναι σε θέση να εξορθολογούν το σύστημα προστασίας. Κάποιες από τις θετικές ενέργειες είναι η από πριν διαμόρφωση χώρων φιλοξενίας σε τόπους που πλήττονται από καταστροφές. Συνοψίζοντας η Σύμβαση της Kampala αποτελεί πρότυπο νομικών μηχανισμών καθώς εδράζεται στις ιδιόμορφες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Αφρική  
Ε. Soft Law*
Οι soft Law ρυθμίσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο στο διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για μη δεσμευτικά κείμενα και επικουρική πηγή opinio juris. Συνήθως είναι ένα προ-στάδιο για την δημιουργία διεθνών συνθηκών όπως επίσης συμβάλλει στην έναρξη πρακτικής, που ενδέχεται να εξελιχθεί σε διεθνές έθιμο.  
Σ’ αυτού του είδους τις ρυθμίσεις περιλαμβάνονται αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ καθώς και απόψεις ορισμένων διακεκριμένων διεθνολόγων. Πολλοί χαρακτηρίζουν το soft law ένα περίπλοκο μέσο αφού αγγίζει τα όρια της δεσμευτικότητας σχετικά με το περιεχόμενο του χωρίς να περιέχει δεσμευτικούς όρους ή ενιαία πρακτική.
SOFT LAW ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
1. Αρχές για την εσωτερική μετακίνηση-εκτόπιση (Principles on internal displacement)
Διατυπώθηκαν το 1998 με σκοπό να καλύψουν πιθανά κενά στο διεθνές δίκαιο αναφορικά με την καθοδήγηση της διεθνούς κοινότητας και των κυβερνήσεων σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών. Εφαρμόζονται αναλογικά και στο μεταναστευτικό δίκαιο σε περιπτώσεις βίαιης εκτόπισης. Βρίσκουν εφαρμογής σε καταστροφές μεγάλης κλίμακας.
2. Η Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους Πρόσφυγες και Μετανάστες (The Νew York declaration for refugees and Migrants) (2016)
Αποτελεί ρύθμιση ομπρέλα και κάνει παραπομπές σε άλλα νομικά κείμενα. Είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς αναβαθμίζει το επίπεδό προστασίας και λαμβάνεται έμπρακτη καταλυτική δράση. Υιοθετήθηκε από την ΓΣ του ΟΗΕ και αναγνωρίζει ξεκάθαρα την σημασία που έχει η κλιματική αλλαγή ως απόρροια των μεταναστευτικών ρευμάτων.
SOFT LAW-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Ένα καίριο ερώτημα που απασχολεί τόσο την κοινότητα του διεθνούς δικαίου αλλά και τα αρμόδια θεσμικά όργανα είναι κατά πόσο είναι αποτελεσματικές οι ρυθμίσεις soft law.
Οι θιασώτες του soft law υποστηρίζουν πως η φύση του soft law διευκολύνει την θέση που βρίσκεται το διεθνές νομικό σύστημα προστασίας των προσφύγων. Δηλαδή επειδή ακριβώς η κλιματική αλλαγή και ο αντίκτυπος που έχει είναι ένα δυναμικό και νεοσύστατο  διεθνές φαινόμενο η δικαιική του αντιμετώπιση βρίσκεται υπό διαμόρφωση όσον αφορά τις ρυθμίσεις για πληθυσμούς που μετακινούνται λόγω κλιματικής αλλαγής. Άρα κρίνεται αποτελεσματικότερη η υιοθέτηση διαρκώς εναλλασσόμενων αλλά μη δεσμευτικών μέτρων αντί ενός πρώιμου νομικά δεσμευτικού κειμένου το οποίο θα έχει ανάγκη συνεχούς αναθεώρησης.
Ένα αρκετά σοβαρό επιχείρημα είναι το ότι μέσο του soft law επιτυγχάνεται η πολιτική συναίνεση. Η διαμόρφωση soft law μέσω μιας διαδικασίας ανοιχτού διαλόγου αποτελεί ένα προ-στάδιο διεθνούς συμβάσης. Εξάλλου, η ρύθμιση που έχει προέλθει από μια δημοκρατική διαδικασία ανταλλαγής οπτικών, όπου τα κράτη διατηρούν την πολιτική τους άποψη είναι αποδεδειγμένο πως έχει μεγαλύτερη ευελιξία σε αντίθεση με μία ουδέτερη πολιτικά συνθήκη απαλλαγμένη από τις κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική ταυτότητα του εκάστοτε κράτους.  
ΣΤ. Η νομολογία*
Η νομολογία επί του θέματος είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς όπως εκτέθηκε και παραπάνω ουσιαστική νομοθέτηση προς το παρόν δεν υφίσταται ώστε να αποτελέσει βάση διεκδίκησης δικαιωμάτων. Θα εξετάσουμε τη μοναδική ουσιαστικά περίπτωση αίτησης ασύλου στη βάση της κλιματικής αλλαγής. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι κατά κύριο λόγο η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η ξηρασία. Η συνήθης πρακτική για τα άτομα που πλήττονται από τέτοια φαινόμενα είναι η μετακίνηση προς άλλες περιοχές της χώρας τους που κινδυνεύουν λιγότερο, όπως για παράδειγμα μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα ή προς περιοχές μακριά από τα παράλια, όταν το πρόβλημα είναι η αυξανόμενη στάθμη των υδάτων .
Μετακινήσεις στο εσωτερικό κρατών  
Πολλοί άνθρωποι μετακινούνται προς άλλες χώρες, ωστόσο, όπως αναφέραμε προηγουμένως, προς το παρόν δεν αναγνωρίζονται και δεν προστατεύονται ως πρόσφυγες. Επιπλέον, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πλήττουν σε μεγαλύτερο βαθμό αναπτυσσόμενες χώρες αφενός λόγω της ραγδαίας βιομηχανοποίησής τους και αφετέρου διότι οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών είναι λιγότερο προετοιμασμένες να προστατευτούν και να προλάβουν τις κλιματικές καταστροφές. Αυτό το υπόβαθρο των θυμάτων των καταστροφών έχει ως συνέπεια να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη σπανιότερα.
Η πρώτη περίπτωση αίτησης ασύλου από άτομο με επίκληση της κλιματικής αλλαγής αφορά τον Ioane Teitiota. Ο κάτοικος του Κιριμπάτι κατέθεσε αίτηση ασύλου στην Νέα Ζηλανδία για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Το Κιριμπάτι είναι κράτος στον Ειρηνικό Ωκεανό που αποτελείται από μικρά νησιά εκ των οποίων μάλιστα δύο έχουν ήδη εξαφανιστεί εξαιτίας της ανόδου της στάθμης των υδάτων. Ο λόγος της αίτησης, σύμφωνα με τον Teitiota, ήταν η ανάγκη να εγκαταλείψει τη χώρα με την οικογένειά του καθώς η κλιματική αλλαγή είχε καταστήσει αδύνατη την παραμονή τους εκεί και η ζωή τους απειλούνταν. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας είχε ως παρεπόμενες συνέπειες, πέρα από τις πλημμύρες, τη  διάβρωση της γης με συνέπεια τη στεγαστική κρίση, τη μόλυνση των υδάτων (ανάμειξη γλυκού νερού με θαλασσινό) και άρα την έλλειψη νερού για κατανάλωση και για χρήση στις καλλιέργειες. Τέλος, παρατηρούνταν διαμάχες μεταξύ των κατοίκων όσο οι κατοικήσιμες εκτάσεις συρρικνώνονταν και ο πληθυσμός αυξανόταν.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Αρχικά, επιλήφθηκε της υπόθεσης το Δικαστήριο Μετανάστευσης και Προστασίας της Νέας Ζηλανδίας , το οποίο εξέδωσε αρνητική απόφαση. Στη συνέχεια το Ανώτερο Δικαστήριο (High Court) , το Εφετείο  και το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court)  απέρριψαν τις προσφυγές του Teitiota. Η αιτιολογία ήταν κοινή. Σύμφωνα με τον Μεταναστευτικό Νόμο της Νέας Ζηλανδίας  για να αναγνωριστεί κάποιος ως πρόσφυγας ή προστατευόμενο πρόσωπο πρέπει να πληροί τα κριτήρια είτε της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των Προσφύγων του 1951  (για αναγνώριση ως πρόσφυγα), είτε της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης του 1984  (για αναγνώριση ως προστατευόμενου προσώπου), είτε του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα του 1966  (για αναγνώριση ως προστατευόμενου προσώπου).
Όσον αφορά στη Σύμβαση για το καθεστώς των προσφύγων, κρίθηκε από τα Δικαστήρια όλων των βαθμών πως το συγκεκριμένο άτομο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στον νομικό ορισμό του πρόσφυγα, καθώς έλειπε το στοιχείο του κινδύνου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα προέλευσης. Ακόμα και αν δεχτούμε την διασταλτική ερμηνεία του όρου «δίωξη», είδαμε πως επιπλέον πρέπει αυτή να οφείλεται σε ορισμένο χαρακτηριστικό του διωκόμενου όπως η θρησκεία ή η φυλή. Ούτε αναλογική εφαρμογή των ρυθμίσεων για τους πρόσφυγες χωρεί καθώς οι περιπτώσεις έχουν πολλές ουσιαστικές διαφορές. Παράλληλα, παρόλο που υπάρχουν διαμάχες σχετικά με την ιδιοκτησία γης, ο αιτών δεν εμπλεκόταν σε κάποια διένεξη ούτε υπήρχε ένδειξη ότι θα εμπλακεί και θα απειληθεί η σωματική του ακεραιότητα. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κινδυνεύει η ζωή του. Μπορούσε να εμπίπτει στον κοινωνιολογικό ορισμό του πρόσφυγα λοιπόν αλλά δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νομικού ορισμού.
Σχετικά με την Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων δεν προβλήθηκε κάποιος ισχυρισμός από την πλευρά του αιτούντος.
Τέλος, όσον αφορά το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ο Teitiota υποστήριξε πως η κατάσταση που επικρατεί στο Κιριμπάτι απειλούσε το δικαίωμα του στην ζωή, το οποίο προστατεύεται από το Σύμφωνο στο άρθρο 6(1) . Όπως προκύπτει όμως, το δικαίωμα αυτό προφυλάσσει τα άτομα από την αυθαίρετη στέρηση της ζωής, όχι τον κίνδυνο για την ζωή από οποιαδήποτε αιτία και κρίθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο κίνδυνος δεν προερχόταν από την εθνική νομοθεσία για να πληρωθεί αυτό το κριτήριο. Η δυσκολία καλλιέργειας της γης λόγω της έλλειψης γλυκού νερού δεν θεωρήθηκε επαρκές τεκμήριο παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή, καθώς η καλλιέργεια είναι δύσκολη, όχι αδύνατη. Σε σύνδεση με αυτό, το πόσιμο νερό έχει μολυνθεί σε μεγάλο βαθμό από θαλασσινό καθιστώντας την κατάποσή του επικίνδυνη για την υγεία, όμως η κυβέρνηση του Κιριμπάτι κατανέμει με μία διαδικασία παρόμοια με συσσίτιο καθαρό νερό σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επομένως, υπήρχε έλλειψη όχι όμως παντελής αδυναμία εξεύρεσης νερού κατάλληλου για κατανάλωση και καλλιέργεια. Ακόμα, όπως φαίνεται, οι διενέξεις σχετικά με την γη ήταν σποραδικές και δεν υπήρχε γενικευμένη κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ των κατοίκων του Κιριμπάτι. Ούτε το επιχείρημα της δυσκολίας εξεύρεσης στέγης λόγω της διάβρωσης του εδάφους κρίθηκε τεκμηριωμένο. Τονίστηκε επίσης ότι η κατάσταση του αιτούντος δεν ήταν δυσμενέστερη από αυτή των υπόλοιπων κατοίκων του Κιριμπάτι. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη του Συμφώνου έχουν υποχρέωση να δρουν θετικά για την προστασία του δικαιώματος στη ζωή και από τα μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι ήταν φανερό πως δεν υπήρξε παράλειψη όσον αφορά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Η κυβέρνηση πέρα από την διανομή καθαρού νερού επιπλέον είχε κατασκευάσει σε πολλά σημεία της ακτογραμμής τείχη προστασίας από το νερό. Τα τείχη εμποδίζουν το θαλασσινό νερό και ιδιαίτερα τα εξαιρετικά ψηλά κύματα που προκαλούν πολλά προβλήματα.  Επομένως ούτε εδώ μπορούσε να στηριχθεί κάποιος ισχυρισμός από τον αιτούντα για παραβίαση του δικαιώματός του.  Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η επίκληση αυτού του δικαιώματος είναι αδύνατη είναι ότι ο κίνδυνος για την παραβίασή του πρέπει να είναι παρών ή επικείμενος, ενώ στην προκειμένη κατάσταση θεωρήθηκε ότι ο κίνδυνος για την ζωή ήταν απλά υποθετικός, καθώς δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να υποδεικνύουν το αντίθετο. Με άλλα λόγια δεν υπήρξαν αποδείξεις για να στηρίξουν τον ισχυρισμό για άμεσο κίνδυνο αυθαίρετης στέρησης της ζωής του Teitiota και της οικογένειάς του. Ούτε αποδείχθηκε από τις περιστάσεις ότι η απέλαση του αιτούντος θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 7 , το οποίο προστατεύει τα άτομα από απάνθρωπη μεταχείριση, αν και ο αιτών υποστήριξε πως η απέλασή του σε μία χώρα όπου διατρέχει κίνδυνο συνιστούσε στην πραγματικότητα απάνθρωπη μεταχείριση.
Συμπερασματικά, στον αιτούντα δεν μπορούσε να απονεμηθεί ούτε καθεστώς προστατευόμενου προσώπου σύμφωνα με τον μεταναστευτικό νόμο της Νέας Ζηλανδίας ούτε του πρόσφυγα. Πάντως, όπως τονίστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι διαπιστώσεις αφορούσαν στη συγκεκριμένη κατάσταση και δεν απέκλειαν την πιθανότητα στο μέλλον να υπάρξει νομολογία κατά την οποία να απονέμεται άσυλο με αιτία την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αφού άλλωστε δεν υπάρχει τεκμήριο μη εφαρμογής σε αυτές τις περιπτώσεις, τα περιστατικά κάθε υπόθεσης πρέπει να κρίνονται ξεχωριστά. Τονίστηκε επίσης και από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η απόφασή του δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως απαγόρευση για τη μελλοντική επέκταση της νομολογίας και των διεθνών συνθηκών και για τέτοιες περιπτώσεις, σε υποθέσεις πιο πρόσφορες προς αυτόν τον σκοπό.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
 Στη συνέχεια ο Teitiota προσέφυγε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά της Νέας Ζηλανδίας  καθώς θεώρησε ότι η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας έδρασε αντίθετα προς το άρθρο 6(1) του διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα απελαύνοντάς τον . Για να αναγνωριστεί παραβίαση δικαιώματος που θεμελιώνεται στο Σύμφωνο ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι μία πράξη ή παράλειψη κράτους μέλους έχει ήδη επηρεάσει την απόλαυση αυτού του δικαιώματος ή ότι αυτό επίκειται να συμβεί. Η Επιτροπή εξέτασε εκ νέου τους ισχυρισμούς του αιτούντος και όσα αποδεικτικά στοιχεία αυτός υπέβαλε προς εξέταση καθώς και την αιτιολογία των Νεοζηλανδικών δικαστηρίων. Στο διάστημα από την απέλαση ως την εξέταση από την Επιτροπή της υπόθεσης μάλιστα, λόγω της ποιότητας του νερού, ένα από τα παιδιά του αιτούντος υπέστη σοβαρή βλάβη της υγείας του, κατάσταση που λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή χωρίς όμως να αλλάξει την γνώμη της. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα δικαστήρια της Νέας Ζηλανδίας παρείχαν στον αιτούντα μια εξατομικευμένη αξιολόγηση όσον αφορά στην ανάγκη του για προστασία και έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία που αυτός υπέβαλε. Επιπλέον, αποφάσισε ότι δεν φαινόταν να υπάρχει στη διαδικασία που ακολουθήθηκε αυθαιρεσία, σφάλμα ή άρνηση απονομής δικαιοσύνης λόγω της αλλοδαπής καταγωγής του αιτούντος. Ούτε και παραβιάστηκε από τα δικαστήρια η υποχρέωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Παράλληλα, θεώρησε ότι ο αιτών δεν παρείχε πληροφορίες που να υποδεικνύουν πως η ζωή του υπόκειται σε πραγματικό κίνδυνο που θα οδηγούσε σε ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω της επιστροφής του στο Κιριμπάτι, επομένως η απόφαση και πάλι δεν ήταν ευνοϊκή για τον Teitiota.
Παρά την αρνητική για τον προσφεύγοντα απόφαση, η υπόθεση αυτή και η δημοσιότητα που έλαβε, την έχουν καταστήσει κομβικό σημείο για το δίκαιο προστασίας των κλιματικών προσφύγων.  Αυτό συμπεραίνεται από την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή, ότι δηλαδή πράγματι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μπορεί να εκθέσουν άτομα σε παραβίαση των δικαιωμάτων που προστατεύονται στα άρθρα 6 και 7 του Συμφώνου . Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι φαίνεται να επεκτείνεται η υποχρέωση μη επαναπροώθησης των κρατών υποδοχής και στα άτομα που εκτοπίζονται λόγω της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, θεωρείται πλέον πως πιθανόν κινδυνεύει η ζωή αυτών των ατόμων στην χώρα τους που πλήττεται από την κλιματική αλλαγή. Πάντως, σε κάθε περίπτωση θα κρίνεται ατομικά το αν υπάρχει πράγματι κίνδυνος για τη ζωή. Στην περίπτωση του Teitiota, ειδικά λόγω της λήψης αρκετών μέτρων από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι, κρίθηκε ότι δεν πληρείται το κριτήριο αυτό.
Μειοψηφούσες Γνώμες μελών της Επιτροπής:
1.    Σύμφωνα με την πρώτη διιστάμενη άποψη, ο αιτών παρουσίασε γεγονότα που υποδείκνυαν ότι υπήρχε παραβίαση του δικαιώματός του στην ζωή. Το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής υποστήριξε ότι καταρχάς εναποτέθηκε  παράλογο βάρος απόδειξης στον Teitiota και πως θα έπρεπε να επαρκεί η κατάσταση στο Κιριμπάτι και οι συνθήκες ζωής του για να θεμελιωθεί κίνδυνος πραγματικός, προσωπικός και άμεσος. Άλλωστε τα πραγματικά γεγονότα που υπέβαλε προς εξέταση ο αιτών δεν αμφισβητήθηκαν και επιπλέον μετά την απέλαση του ίδιου και της οικογενείας του ένα από τα παιδιά του αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας λόγω της κακής ποιότητας του νερού, γεγονός που εξετάστηκε από την Επιτροπή χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, αν και ο κίνδυνος πρέπει να είναι προσωπικός και όχι γενικευμένος σε όλο τον πληθυσμό δεν μπορεί αυτό να υπερβαίνει κάποια όρια, δηλαδή να αγνοείται μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση απλά επειδή από αυτή κινδυνεύει συνολικά μία ομάδα ατόμων. Όταν μιλάμε για το δικαίωμα στην ζωή εννοούμε μία ζωή με αξιοπρέπεια κατά την οποία δεν κινδυνεύει το άτομο από πρόωρο ή αφύσικο θάνατο. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι η σημαντική έλλειψη καθαρού νερού δεν χρειάζεται να γίνει παντελής έλλειψη για να αναγνωριστεί ο κίνδυνος. Ούτε και χρειάζεται οι θάνατοι να φτάσουν υψηλό αριθμό και συχνότητα για να θεωρηθεί υπαρκτός, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με τον σκοπό του άρθρου, δηλαδή την προστασία της ζωής. Τέλος, αν και λαμβάνονται μέτρα από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι, όπως φαίνεται δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση επομένως πράγματι οι κάτοικοι της χώρας βρίσκονται σε κίνδυνο ως προς την ζωή και την αξιοπρέπειά τους.
2.    Σύμφωνα με την δεύτερη διιστάμενη γνώμη, το κύριο πρόβλημα αφορούσε την έλλειψη πόσιμου και ασφαλούς για την υγεία νερού. Ειδικότερα, το μέλος της Επιτροπής θεώρησε ότι η αξιολόγηση των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τον αιτούντα υπέπεσε στην κατηγορία είτε της αυθαίρετης, είτε της προδήλως εσφαλμένης απονομής, είτε της άρνησης της δικαιοσύνης, καθώς ενώ έγιναν αποδεκτά από τα δικαστήρια και λήφθηκε υπόψη και η έκθεση της ειδικής εισηγήτριας για το ανθρώπινο δικαίωμα στο ασφαλές πόσιμο νερό και την υγιεινή διαβίωση αυτό δεν αντικατοπτρίστηκε στην απόφαση και η Νέα Ζηλανδία υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την έλλειψη ασφαλούς πόσιμου νερού. Για αυτούς τους λόγους το μέλος της Επιτροπής θεώρησε ότι η ύπαρξη αυτής της συνθήκης θα έπρεπε να αποδειχθεί από την Νέα Ζηλανδία, όχι από τον αιτούντα, ώστε να ικανοποιηθεί η θετική υποχρέωσή της να προστατεύσει την ζωή του από φυσικές καταστροφές. Δηλαδή αντί να κληθεί ο Teitiota να αποδείξει τον κίνδυνο θα έπρεπε η Νέα Ζηλανδία να αποδείξει την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει απασχοληθεί ακόμα με υποθέσεις σχετικές με την κλιματική αλλαγή, όπως αυτή του Teitiota. Είναι πιθανή η υιοθέτηση μίας κοινής με την Επιτροπή άποψης και η μελλοντική υποχρέωση μη επαναπροώθησης ατόμων λόγω απειλητικών για την ζωή συνθηκών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, με βάση τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Αντίθετα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται πιο πιθανό να εξαιρέσει τους εκτοπισμένους λόγω κλιματικής αλλαγής από το πεδίο προστασίας του. Πάντως, θα μπορούσε και να λάβει υπόψη τέτοιες περιπτώσεις στο πλαίσιο των άρθρων 2 και 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Το διακυβερνητικό πάνελ για την κλιματική αλλαγή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών έχει προειδοποιήσει ότι το Κιριμπάτι είναι ένα από τα έξι νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού που απειλούνται περισσότερο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Θα μπορούσε να γίνει μη κατοικήσιμο μέχρι το 2050.
Ζ. Συμπέρασμα*
Oι οικολογικές καταστροφές ανέκαθεν υπήρχαν στην ιστορία. Οι λεγόμενες θεομηνίες επηρέαζαν την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων από τους αρχαίους χρόνους. Ωστόσο στην σημερινή εποχή τα παραπάνω φαινόμενα έχουν πάρει ακραία έκταση και ένταση λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ο Οργανισμός για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη (Environmental Justice Foundation) έχει προειδοποιήσει ότι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να εκτοπιστούν λόγω της κλιματικής αλλαγής μέσα στην επόμενη δεκαετία και το 2018 η Παγκόσμια Τράπεζα επεσήμανε πως η κλιματική αλλαγή θα εξαναγκάσει πάνω από 140 εκατομμύρια να αφήσουν τα σπίτια τους στην νότια Ασία, την υποσαχάρια Αφρική και την Λατινική Αμερική μέχρι το 2050. Τα επακόλουθα της άρχισαν να φαίνονται την τελευταία εικοσαετία όποτε επόμενο είναι να μην υπάρχει ακόμα ένα ώριμο νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης των κρίσεων. Δυστυχώς η παρούσα νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και ολικά στις ανάγκες των πληθυσμών. Και όσον αφορά στην θεωρία, η διχογνωμία μεταξύ των  νομικών είναι έντονη. Από την άλλη, τα κράτη δεν είναι έτοιμα να αποδεχτούν την σοβαρότητα του φαινομένου. Ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πρόοδο σε θεσμικό επίπεδο, υπήρξε μερική αναγνώριση της κρίσης και ενδεχομένως θα μπορούσε να παρασχεθεί προστασία. Δυστυχώς και αυτή φαίνεται να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η διεθνής κοινότητα ευελπιστεί ότι στο άμεσο μέλλον θα έχουμε ένα ώριμο νομικό πλαίσιο όπου θα προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και ενδεχομένως η απονομή του καθεστώτος του πρόσφυγα στους πληγέντες.