Digesta 1999

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να κατεβάσετε το αρχείο σε μορφή pdf πατήστε εδώ


ΕνΚΠολΔ 73, ν. 2251/1994 άρθρο 8
Ευθύνη του δικηγόρου οπό την παροχή των νομικών υπηρεσιών του


Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/94 με τον οποίο δεν καταργήθηκε η ειδική ρύθμιση του άρθρου 73 ΕνΚ.Πο?Α (πλειοψ.). Αντιθέτως, από τη διατύπωση των άρθρων 1 παρ. 4 περ.β' και 8 παρ.2 εδ.β' του ν. 2251/94 προκύπτει ότι οι δικηγόροι εμπίπτουν στο νόμο αυτό, αφού παρέχουν υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο στο πλαίσιο ασκήσεως της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (μειοψ.)
Η ρύθμιση της ευθύνης των δικηγόρων με το άρθρο 73 ΕνΚΠολΔ δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πλειοψ.). Αντιθέτως, η ρύθμιση αυτή είναι αντισυνταγματική εισάγοντας αδικαιολόγητα προνομιακή μεταχείριση των δικηγόρων έναντι των άλλων ελεύθερων επαγγελματιών (μειοψ.).

*Οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύονται εδώ, αμέσως μετά την Αρεοπαγητική.


Ολομέλεια Αρείου Πάγου 18/1999
(Σύνθεση: Σ. Ματθίας, Γ. Βελλής, Ε. Κρουσταλάκης, Ε. Χαριτάκης, I, Μυγιάκης, Θ. Πρασου- λίδης, Α. Καραγεώργης, X. Γεωργακόπουλος, Γ. Κρασσάς, Γ. Νικολόπονλος, Η. Βλάσσης, Ε. Δαγιάσκος, Π. Μεϊδάνης, Α. Ντόβα, Γ. Φιλιππάτος, Σ. Μοσχολέας, X. Παληοκώστας, Π. Φι- λιπτιόπουλος, Δ. Αινός, Λ. Λυμπερόπουλος, Λ. Ρακιντζης, Ε. Τσακόπονλος.
Εισαγγελέας: Π. Δημόπουλος).


Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 10.10.1995 και 25.6.1996 αγωγές που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10725/1997 του ιδίου Δικαστηρίου και 3337/98 του Εφετείου Θεσσαλονίκης*.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το ενάγον-αναιρεσείον με την από 18.1.1999 αίτησή του, την οποία έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 11/1999 κοινή πράξη ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επειδή με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος
Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» εξαγγέλλεται η μέριμνα της Πολιτείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την οργάνωση και λειτουργία του καταναλωτικού κινήματος. Στην παράγραφο 4β' ορίζεται ότι ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον κατά την έννοια της παρ. 4α του ίδιου άρθρου «καταναλωτή» Κατά τη διάταξη του άρ¬θρου 8 παρ. 2 εδαφ.β' «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας». Με τις παραγράφους 1, 3 και 4 του ίδιου άρθρου, η ευθύνη του ορίζεται ως νόθος αντικειμενική για κάθε ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή των υπηρεσιών του. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου προβλέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενώσεων καταναλωτών και τα μέσα προστασίας αυτών, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει η συλλογική αγωγή. Με τη διάταξη του άρθρου 11 θεσπίζεται διαδικασία για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, από επιτροπή φιλικού διακανονισμού που συνι-στάται σε κάθε νομαρχία από τον αρμόδιο νομάρχη. Η επιτροπή αυτή είναι τριμελής και, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου,αποτελείται από: «α) ένα δικηγόρο..., β) έναν εκπρόσωπο του τοπικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου..., και γ) έναν εκπρόσωπο των τοπικών ενώσεων καταναλωτών, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από τα διοικητικά συμβούλια των ενώσεων. Όπου τέτοιες ενώ¬σεις δεν υπάρχουν, στην επιτροπή συμμετέχει ως τρίτο μέλος εκπρόσωπος του τοπικού εργατικού κέντρου, που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από τη διοίκηση του κέντρου. Ο γραμματέας της επιτροπής ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, από το νομάρχη, μεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας εμπορίου της νομαρχίας». Πέραν των μέ¬τρων αυτών, που αποσκοπούν στη δικαστική και εξώδικη επίλυση των διαφορών μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών, η διάταξη του άρθρου 14 παρ.3 του ν. 2251/94 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, ορίζοντας τα ακό¬λουθα: «Για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου από προμηθευτές επι-βάλλεται από τον υπουργό Εμπορίου πρόστιμο από 500.000 μέχρι 20.000.000 δραχ¬μές. Σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής, ο Υπουργός Εμπορίου, μετά από γνώ¬μη του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών, μπορεί να διατάξει τη διακοπή της λει¬τουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της, για χρονικό διάστημα μέχρι ενός έτους». Τέλος, η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 14 κατάργησε «και κάθε άλλη διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13-19, 22, 26, 35, 38, 44, 47, 63, 92 και 201 παρ. 6 του ν.δ. 3026/54 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», συνά-γεται ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, που διορίζεται, κατόπιν δια¬γωνισμού, με προεδρικό διάταγμα στην έδρα ορισμένου πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου ομνύει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, πριν απ’ την ανάληψη των καθηκό¬ντων του. Προάγεται σε δικηγόρο παρ’ Εφετείω και Αρείω Πάγω, ασκεί δε το λειτούρ¬γημά του χωρίς να υπόκειται «εις ουδεμίαν και καθ’ οιονδήποτε τρόπον προηγουμένην άδειαν οιασδήποτε αρχής (άρθρο 44). Υποχρεούται να αναδέχεται κάθε υπόθεση δε¬κτική υπερασπίσεως που του ανατίθεται, ακόμη και όταν η ανάθεση αυτή χωρεί εξ επαγγέλματος και άνευ αμοιβής, είτε από το δικαστήριο (άρθρο 47 παρ. 4), είτε από το Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (άρθρο 201 παρ. 6). Στην παράγρα¬φο 1 του άρθρου 63 ορίζεται ότι «είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του δικηγό¬ρου η άσκησις ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίου και ιδία μεσιτείας, ως και πάσα εν γένει εργασία, υπηρεσία ή απασχόλησις, απάδουσα εις την αξιοπρέπειαν και ανεξαρ¬τησίαν αυτού». Στην παράγραφο 7 εδ. α του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «συντρεχούσης περιπτώσεως ασυμβιβάστου τινός εκ των εν παρ. 1, 2 και 3 αναφερομένων, ο δικηγό¬ρος οφείλει να παύση ασκών το λειτούργημα και δηλώση τούτο αμελλητί εις τον Δικη¬γορικόν Σύλλογον, προς διαγραφήν αυτού εκ του μητρώου». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι τα άρθρα 1 παρ. 4 περ. β' και 8 παρ. 2 εδαφ. βΖ του ν. 2251/1994 καθορίζουν με ευρύτητα την έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες, αφού σ’ αυτήν εμπίπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η ρύθ¬μιση όμως της συλλογικής προστασίας των καταναλωτών περιορίζει την ίδια έννοια. Ειδικότερα, η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη δια¬σφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό, η μεν είσο¬δος στο δικηγορικό σώμα ακολουθεί το πρότυπο της εισόδου σε δημόσια υπηρεσία (διαγωνισμός, ορκωμοσία, προαγωγή), η δε άσκηση της δικηγορίας διέπεται από ειδι¬κούς κανόνες (ασυμβίβαστα, πειθαρχική ευθύνη, εκπτώσεις, αμοιβές). Το σύστημα συλλογικής προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει ο νόμος 2251/1994, είτε με τη μορφή του φιλικού διακανονισμού των διαφορών από τις επιτροπές που συγκροτεί ο Νομάρχης, είτε με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων από τον Υπουργό εμπορίου, εί¬ναι ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του δικηγόρου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών, εκτιμώμενη τόσο από την πλευρά των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών, όσο και από την άποψη της ειδικής φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2251/94, από τον οποίο και δεν καταργήθηκε η ειδική για τους δικηγόρους ρύθμιση της ευθύνης τους κατά το άρθρο 73 του ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, η προσβαλ¬λόμενη απόφαση, με το να δεχθεί ότι η αγωγή αποζημιώσεως κατά δικηγόρου λόγω ζη¬μίας που αυτός φέρεται ότι προκάλεσε κατά την παροχή των δικηγορικών του υπηρε¬σιών, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ και ότι η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τα άρθρα 8 και 14 παρ. 1 του ν. 2251/94, δεν υπέπεσε στην πλημμέ- λεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος.
Εννέα όμως μέλη τον Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας, ο Αντιπρό¬εδρος Γεώργιος Βελλής και οι Αρεοπαγίτες Παύλος Μεϊδάνης, Αρχοντής Ντόβας, Στυλιανός Μοσχολέας, Χρήστος Παληοκώστας, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λου¬κάς Λυμπερόπουλος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν τη γνώμη ότι από την αδιάστικτη διατύπωση των άρθρων 1 παρ. 4 περ. β7 και 8 παρ. 2 εδ. β7 του ν. 2251/94 προκύπτει ότι οι δικηγόροι εμπίπτουν στο ν. 2251/94, αφού παρέχουν υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η ιδιότητά τους ως δημοσίων λειτουργών αναφέρεται μόνο στην ενώπιον των δικαστη¬ρίων και των αρχών εν γένει παράσταση κατά την άσκηση του έργου τους, όχι δε και στην εσωτερική με τους πελάτες τους σχέση, στα πλαίσια της οποίας είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, που παρέχουν υπηρεσίες υπό την ανωτέρω έννοια. Όσες δε από τις οργανωτικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού δεν εναρμονίζονται προς την επαγγελματική κατάσταση των δικηγόρων, θα παραμείνουν, έναντι αυτών, ανεφάρμοστες.
Επειδή, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων πολι¬τών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγο- ντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυ¬θαίρετη, αλλά επιβάλλεται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εξάλ¬λου η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 4 του ΕισΝ.ΚΠολΔ, αγωγή κακοδικίας κα¬τά δικηγόρων επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο η βαρεία αμέλεια αυτών. Στις παραγράφους 1, 2 και 3 της ίδιας διάταξης, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 695177 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας», ορίζεται ακόμα ότι: Α) Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδάφιο 1 του ΚΠολΔ., πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρί¬ζει την αγωγή κακοδικίας και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα, που ο ενάγων επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρό¬τητα, Β) στην αγωγή επιστυνάπτονται α) τα αποδεικτικά μέσα που ο ενάγων επικαλεί¬ται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντί¬γραφα και β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη, και Γ) δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Η διάταξη αυτή, ορίζοντας δικονο- μικές προϋποθέσεις για την έγκυρη και παραδεκτή έγερση της αγωγής κακοδικίας κα¬τά δικηγόρων και σύντομη αποκλειστική προθεσμία για την άσκησή της, την υποβάλ¬λει σε ρύθμιση διαφορετική από εκείνη, στην οποία υποβάλλεται η αγωγή αποζημίω¬σης κατά του εντολοδόχου (ΑΚ714) και κατά του ενδοσυμβατικώς εν γένει, βάσει των άρθρων ΑΚ 330,335 επ., 343 επ., 382επ, ή εξωσυμβατικώς, βάσει του άρθρου ΑΚ 914, ευθυνομένου. Αυτή όμως η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι δικαιολο¬γείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενό- ψει της ιδιότητας των δικηγόρων ως άμισθων δημοσίων λειτουργών (άρθρα 1 και 38 του ν.δ. 3026/54), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων των, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο αν η δικαστική  
καταδίωξη των δικηγόρων δεν περιοριζόταν στα αναγκαία πλαίσια, τόσο από την άπο¬ψη του βαθμού της υπαιτιότητας, όσο και από την άποψη των δικονομικών προϋποθέ¬σεων ασκήσεως της αγωγής, η θέσπιση των οποίων, επομένως, δεν συνιστά προνομια¬κή μεταχείριση αυτών και δεν προσβάλλει τη συνταγματική αρχή της νομικής ισότητας των πολιτών. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το να καταλήξει, αν και συνε- πτυγμένως, στο ίδιο πόρισμα, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συ¬ντάγματος, ούτε παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση ή απαράδεκτο, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου και με το δεύτερο λό¬γο αναιρέσεως, που αποδίδουν σε αυτήν πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 14 του Κ.Πολ.Δ. ελέγχονται αβάσιμα και απορριπτέα.
Πέντε όμως μέλη τον Δ ικαστηρίον τούτον, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Γειοργιος Βελλής και Αρεοπαγίτες Αρχοντής Ντόβας, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λουκάς Λυμπερόπου- λος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν τη γνώμη ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 73 ΕνΚΠολΔ, είναι στο σύνολό της αντισυνταγματική, διότι εισάγει αδικαιολογήτως προ¬νομιακή μεταχείριση των δικηγόρων έναντι των άλλων κατηγοριών ελεύθερων επαγ- γελματιών. Δ νο μέλη επίσης, ήτοι ο Πρόεδρος Στέφανος Ματθίας και Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Φιλιππάτος έχουν τη γνώμη ότι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 73 ΕνΚΠολΔ, θεσπίζοντας εξαιρετικώς βραχεία αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας κατά δικηγόρων, συνιστά κατά τούτο προνομιακή με¬ταχείριση αυτών έναντι των λοιπών πολιτών, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, εντεύθεν δε αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά τη σα¬φή έννοια της τελευταίας αυτής επιφυλάξεως, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θε¬σπίζει προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής και τη διεξαγωγή της δίκης, αυτές όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων ισοδυναμούν με άμε¬ση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Τέτοιες προϋ¬ποθέσεις τάσσουν οι διατάξεις που ρυθμίζουν τον τύπο ή την άσκηση μιας διαδικαστι¬κής πράξης, όπως είναι εκείνες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του ΕνΚΠολΔ, που καθορίζουν τα στοιχεία, τα οποία, επί ποινή ακυρότητας, πρέπει να περιέχει η αγωγή κακοδικίας (λόγους ευθύνης εναγομένου, επίκληση όλων των αποδεικτικών μέ¬σων), καθώς και εκείνα τα οποία, με κύρωση απαράδεκτο, πρέπει να επισυνάπτονται σε αυτή (αποδεικτικά έγγραφα και ειδικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο). Οι περιορισμοί όμως αυτοί καθώς και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους δεν καταλύουν το δικαίωμα του ενάγοντας σε παροχή έννομης προστασίας, αλλ’ αποβλέπουν απλώς στο να τον καταστήσουν προσεκτικό και να περιφρουρήσουν έτσι το γενικότερο συμφέρον που επιβάλλει τη ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δι¬κών. Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, που μέμφεται την προσβαλλομένη για πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 14 του ΚΠολΔ, στις οποίες υπέπεσε με το να δεχθεί ότι οι προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του ΕισΝΚΠολΔ δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εντεύθεν δε ότι η μη τήρησή τους συνεπάγεται κατά νόμο την ακυρότητα και το απαρά¬δεκτο της αγωγής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και ναι μεν δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 5 του ΚΠολΔ, η οποία, ορίζοντας ότι «δεν επι¬τρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων», τοποθετεί το εναρκτήριο σημείο της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας στο χρόνο τελέσεως της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και όχι σε αυ¬τόν της γνώσεως από τον πελάτη της ζημίας και της πράξης ή παράλειψης του δικηγό¬ρου από την οποία προκλήθηκε, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος πολύ πριν ο ζημιωθείς λάβει γνώση αυτού, πράγ¬μα το οποίο αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος,η αιτίαση όμως αυτή, που διαλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του αυτού ως άνω τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον πλήττει επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία επαρκώς στηρίζεται στην ακυρότητα και το απαράδεκτο της αγωγής, συνέπεια των λοιπών δικονομικών παραβάσεων. Τέσσερα μέλη τον Δικαστηρίου τούτου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Ευάγγελος Κρουσταλάκης και οι Αρεοπαγίτες Ιωάννης Μυγιάκης, Θεό¬δωρος Πρασουλίδης και Εμμανουήλ Δαμάσκος, έχουν τη γνώμη ότι, εφόσον η κατά τα άνω διαπιστωθείσα αλυσιτέλεια συνιστά επαρκή λόγο για την απόρριψη της συγκεκρι¬μένης αιτιάσεως, η κατάφαση της βασιμότητάς της ήταν περιττή.


Σημείωση
Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού (Digesta 1 σελ. 36 επ.) δημοσιεύτηκε μελέτη σχετική με το ζήτημα που απασχόλησε τη δημοσιευόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (Κ. Παναγόπονλος, Η ευθύνη του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου μετά το ν. 2251/94), όπου αντί εκτενέστερου σχολιασμού παραπέμπεται ο αναγνώστης. (Βλ. επίσης Αστ. Γεωργιάδη, Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες σε ΝΟΜΟΣ 5 Αφιέρωμα στην Α. Κιάντου Παμπούλη 1998 σε 153 επ. Πρβλ. I. Σχινά, ιδές και κατευθύνσεις του ν. 2251/94 Digesta 1 σελ. 5 προς 6. Εδώ θα περιοριστούμε λοιπόν στην παρατήρηση ότι ενώ συνήθως αναμένεται μετά από μια απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που «λύ¬νει» κάποιο νομικό ζήτημα, να οδηγείται το πράγμα σε παγίωση της νομολογίας, αντιθέτως στην προκειμένη περίπτωση θα αποτολμούσε κανείς την πρόβλεψη, ότι ο προβληματισμός δεν τελειώνει με την δημοσιευόμενη απόφαση, αλλά μόλις αρχίζει. Τη βασιμότητα αυτής της προβλέψεως ενισχύει η αξιοπρόσεχτη επιχειρηματολογία της ισχυρότατης μειοψηφίας (εννέα Αρεοπαγιτών), που δέχθηκε ότι και οι δικηγόροι εμπίτπουν στη ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 2251/94, αλλά και της καθόλου ευκαταφρόνητης μειοψηφίας πέντε μελών του Ανώτα¬του Δικαστηρίου, που θεωρούν τη διάταξη του άρθρου ΕνΚΠολΔ 73 ως αντισυνταγματική στο σύνολό της.

ΚΠ