Digesta 2001

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να ανοίξετε το αρχείο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

ΚΠολΔ 230, 309

Μη ανάκληση αναβλητικής αποφάσεως μετά από κλήση για συζήτηση της υποθέσεως σε δικάσιμο προγενέστερη της μετ' αναβολήν

Αν η αγωγή αναβληθεί, είναι απαράδεκτη η συζήτησή της, μετά από κλήση, σε δικάσιμο διαφορετική (προγενέστερη) της μετ’ αναβολήν. Δεν θεμελιώνεται έτσι η απαραίτητη νόμιμη στάση της δίκης για το αίτημα ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως, όπως αυτή που διέταξε την αναβολή. Το αίτημα ανακλήσεως δεν έχει χαρακτήρα ένδικου βοηθήματος.

ΜονΠρωτΑθ 502/2001

(Δικαστής: Κορνηλία Πανούτσου)

Φέρεται προς συζήτηση κατόπιν της από 29.6.2000 κλήσεως του ενάγοντος η από 25.2.1999 αγωγή κατά της ήδη καθ’ ης και πρέπει, αντιλεγούσης της καθ’ ης ως προς το παραδεκτό της συζητήσεως της αγωγής, να ερευνηθεί το τελευταίο τούτο. Εν προκειμένω δικάσιμος της άνω αγωγής προσδιορίστηκε επιμελεία του ενάγοντος αρχικά η δικάσιμος της 16.3.2000 και κατά την εκφώνηση της αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως, με απόφαση του δικαστηρίου τούτου, αντιμωλία των διαδίκων, για την δικάσιμο της 26.4.2001, η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, για την παραπάνω δικάσιμο, που νομίμως ορίστηκε (26.4.2001) επείχε θέση κλητεύσεως για όλους τους διαδίκους κατ’ άρθρ. 226 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ο ενάγων κατέθεσε την από 23.3.2000 κλήση προς μετά ματαίωση συζήτηση της οποίας ορίστηκε ως δικάσιμος η 18.5.2000 με τη οποία επεδίωξε τη συζήτηση της ένδικης αγωγής του κατά την παραπάνω δικάσιμο.

Κατά την άνω δικάσιμο το δικαστήριο τούτο ανέβαλε και πάλι τη συζήτηση για την αυτή δικάσιμο της 26.4.2001. Εν συνεχεία ο ενάγων κατέθεσε την υπό κρίση κλήση με την οποία ζητεί την ανάκληση των αναβλητικών αποφάσεων και τη συζή­τηση της ένδικης αγωγής του.

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ “Ο δικαστής που δι­ευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο αν η συζήτηση έγινε κατ’ αντιμωλίαν ή ερήμην ή αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε. Όταν η υπόθεση πρόκειται να συζητηθεί και πάλι, η κλήση για συζήτηση εγγράφεται στο πινάκιο σύμφωνα με τους ορισμούς των προηγούμενων παραγράφων. Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Αν ματαιωθεί η συνεδρίαση για οποιοδήποτε λόγο, οι υποθέσεις που είναι γραμμένες σ’ αυτήν, μεταφέρονται με την επιμέλεια των διαδίκων στις επόμενες συνεδριάσεις ακόμη και με υπέρβαση του ορισμένου αριθμού και ο αντίδικος αυτού που επισπεύσει τη συζήτηση καλείται πάντοτε στη νέα δικάσιμο. Στη περίπτωση αυτή η εγγραφή, η κλήση και η επίδοση της γίνονται ατελώς. Το ίδιο ισχύει και όταν είναι αναγκαία και η ανασυζήτηση της υπόθεσης”. Συνεπώς, μόνο αν η συζήτηση της υπόθεσης ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, η υπόθεση μεταφέρεται με επιμέλεια των διαδίκων στις επόμενες συνεδριάσεις και ο αντίδικος εκείνου, που επισπεύδει καλείται στη νέα δικάσιμο. Αντιθέτως, αν η συζήτηση αναβληθεί η υπόθεση μεταφέρεται στη δικάσιμο, που ορίστηκε, με επιμέλεια του γραμματέως και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως των διαδίκων (Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 224παρ. 4 σελ. 93, σημ. 9,10,11,12).

Εξ άλλου ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 230 παρ. 2 ΚΠολΔ “Δικαίωμα να επισπεύσει τη συζήτηση έχει οποιοσδήποτε διάδικος”, όμως με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου ορίζεται η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 228 και 229 ΚΠολΔ και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης, μεταγενέστερης δικασίμου. Ως άλλη δικάσιμος νοείται η της μετ’ απόδειξη συζήτησης, της μετά από ματαίωση, της μετά από παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, η μετά από αναπομπή στο πρωτόδικο δικαστήριο (535), η μετά από διάταξη επανάληψης της συζήτησης (254). Δεν εφαρμόζεται όμως η διάταξη για τη μετ’ αναβολή συζήτηση όταν η αναβολή ορίστηκε με δικονομικώς παρόντες τους διαδίκους (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ άρθρο 230, σ. 103 περ. 1).

Επομένως “επίσπευση” συζήτησης υποθέσεως η οποία έχει αναβληθεί με απόφαση δικαστηρίου, δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου.

Τέλος, η περί αναβολής απόφαση του δικαστηρίου είναι μη οριστική και ανακαλείται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 309 εδ. β' ΚΠολΔ κατά την οποία μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Προϋπόθεση λοιπόν για την υποβολή αιτήματος για ανάκληση μη οριστικής απόφασης είναι το να φέρεται με κλήση παραδεκτώς προς συζήτηση η υπόθεση, γιατί το αίτημα ανάκλησης δεν έχει το χαρακτήρα ενδίκου βοηθήματος. Πρέπει η νέα συζήτηση να είναι παραδεκτή, γιατί αν είναι απαράδεκτη δεν θεμελιώνεται νόμιμη στάση της δίκης, την ύπαρξη της οποίας απαιτεί ο νόμος για την ανάκληση (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ άρθρο 309 σ. 410 αρ. 14 και 18.Σταματόπουλος Δ 16,526. ΑΠ 250/1974 ΑρχΝ 25,647. ΕφΠειρ 100/1982, Δ13,268. ΕφΑΘ 1344/1975 Αρμ. 29,45).

Συνεπώς εν προκειμένω δεν θεμελιώνεται νόμιμη στάση της δίκης, κατά το παρόν στάδιο, και η συζήτηση της ένδικης αγωγής πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

Σημείωση

  1. Για το ζήτημα αν το άρθρο 309 εδ. β' ΚΠολΔ χορηγεί ένδικο βοήθημα ή δίνει απλώς τη δυνατότητα στο διάδικο να εκφράσει ευχή ή πρόταση για την ανάκληση μιας μή οριστικής αποφάσεως και με στήριγμα τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 309 εδ. β', που αναφέρεται όχι σε αίτηση, αλλά σε πρόταση του διαδίκου που υποβάλλεται όχι αυτοτελώς, αλλά μόνο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, υποστηρίζεται η άποψη ότι “δεν αναγνωρίζεται ιδιαίτερον ένδικο βοήθημα (αίτησις περί ανακλήσεως μή οριστικών αποφάσεων[1]”. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα σωστό. Άλλο είναι το ζήτημα, αν το δίκαιο αναγνωρίζει κάποιο ένδικο βοήθημα και άλλο ο τρόπος με τον οποίο αυτό ασκείται, αν δηλαδή μπορεί να υποβάλλεται στο δικαστήριο αυτοτελώς, δηλαδή με ξεχωριστό δικόγραφο ή πρέπει αναγκαστικά να σωρεύεται στις προτάσεις ή όπως έγινε νομολογιακά δεκτό (παρά το γράμμα του νόμου: «κατά τη συζήτηση»), και στην κλήση με την οποία φέρεται η υπόθεση νόμιμα προς συζήτηση[2]. Να σημειωθεί ακόμη, ότι αν η ανάκληση ζητείται όχι μόνο παραδεκτά, αλλά και νομικά βάσιμα, τότε παρά την αντίθετη εντύπωση που αφήνει η διατύπωση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 309 ΚΠολΔ, “δεν δύναται το δικαστήριον να αντιπαρέλθη σιγή την περί ανακλήσεως πρότασιν, άλλως δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 559 αρ. 8 ΚΠολΔ[3]”.
  2. Εξάλλου θεωρία και νομολογία έχουν σε τελείως εξαιρετικές περιπτώσεις δεχθεί, ότι μπορεί να ζητηθεί ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως και με αυτοτελή αίτηση ανεξάρτητα από την ύπαρξη στάσεως της δίκης[4], πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η αίτηση ανακλήσεως είναι ένδικο βοήθημα, το οποίο όμως μόνο κατ’ εξαίρεση ασκείται αυτοτελώς, ενώ συνήθως σωρεύεται αναγκαστικά στην κλήση προς συζήτηση ή στις προτάσεις (όχι βέβαια οι προτάσεις ούτε η κλήση, αλλά η σωρευόμενη σ’ αυτές ανακλητική αίτηση είναι και σ’ αυτή την περίπτωση το ασκούμενο ένδικο βοήθημα).
  3. Η δικονομία πάντως γνωρίζει την κλήση προς συζήτηση μόνο ως μέσο για τη συνέχιση μιας εκκρεμούς διαδικασίας από τη μία στάση της δίκης στην άλλη και όχι για τη δημιουργία στάσεως δίκης με αποκλειστικό σκοπό την ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως. Η στάση πρέπει να δημιουργείται με άλλη αιτία, λόγος δηλαδή της κλήσεως πρέπει να είναι κάτι άλλο (βλ. τα άρθρα 226 § 4 εδ. β' και δ' και 307 και ακόμη τα άρθρα 645 § 1, 581, 46 και 264 ΚΠολΔ), που παρέχει απλώς την αφορμή, με σώρευση σχετικού αιτήματος στην κλήση ή στις προτάσεις, να ζητηθεί και ανάκληση κάποιας μη οριστικής αποφάσεως[5].

Κ. Παναγόπουλος


[1]  Σταυρόπουλος, ΕρμΚΠολΔ 309 § 1 στ'. Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ 309 σελ. 65. Πρβλ. και Σταματόπουλο, Δ16,526 § 1.2.

[2]  ΕφΠειρ 100/1982 Δ 13, 268 και ΕφΑΘ 1344/1975 Αρμ 29, 457-458 με σύμφωνο σχόλιο. Κ. Παναγόπουλος, Η οριστικότητα της δικαστικής αποφάσεως 1989 σε. 118-119.

[3]  Κ. Μπέης, Η έννοια, λειτουργία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως 1972 σελ. 74. Αντίθετα Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ 309II σελ. 65-66.

[4]  Βλ. ΕφΑθ 1350/1987 Δ 18, 320. ΜΠρΤρικ 26/1971 ΣυλΝ 2, 34. Κ. Μπέης, ΠολΔ 309 σελ. 1279 § 9.Σταματόπονλος, Δ 18,323 και Δ 16,526-527 § 2 ιδίως 2.3.

[5]  ΕφΠειρ 100/1982 Δ 13, 268. Πρβλ. κοχΡάμμο (Glasson), IV § 734α σελ. 25: «παρέχει εις τον δικαστήν την εξουσίαν της ανακλήσεως των μη οριστικών αποφάσεων του εφ’ όσον η υπόθεσις εισάγεται κανονικώς... προς περαιτέρω συζήτησιν, χωρίς όμως να αναγνωρίζη εις τους διαδίκους την ευχέρειαν όπως δι’ αυτοτελούς αιτήσεως και ανεξαρτήτως άλλου νομίμου λόγου εισαγωγής της υποθέσεως προς συζήτησιν ζητώσι την ανάκλησιν των ρηθεισών αποφάσεων. Επίσης Κ. Παναγόπουλο, π. (στη σημ. 2) σελ. 116 σημ. 368.