Digesta 2004

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Β. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ν. 2121/1993 άρθρο 55.2

Έννοια και περιεχόμενο του τεκμηρίου του άρθρου 55.2 ν. 2121/93

Το τεκμήριο του άρθρου 55.2 ν. 2121/93 αποβλέπει μεν στην απαλλαγή των οργανισμών συλλογικής προστασίας καλλιτεχνών από το βάρος αποδείξεως του νομικού τους δεσμού με τους φορείς των δικαιωμάτων, προϋποθέτει όμως ότι οι οργανισμοί αυτοί έχουν αναφέρει στο δικόγραφο ονομαστικά όλους τους δικαιούχους και τα έργα που τους έχουν αυτοί αναθέσει για προστασία και διαχείριση, διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη.

ΜονΠρωτΑλεξ 418/2003

(Δικαστής: Μ. Κωνσταντέλλου)

Με τις διατάξεις των άρθρ. 46 επ. του ν. 2121/93 «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» προστατεύονται τα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαιώματα, ήτοι τα δικαιώματα σε εργασίες (εισφορές) που σχετίζονται με την πνευματική δημιουργία ή ακόμα έχουν και κάποιες ομοιότητες με αυτήν, δεν μπορούν όμως να αναχθούν σε αυτοτελή έργα, διότι δεν εμφανίζουν τα κρίσιμα στοιχεία της πνευματικής δημιουργίας, συμβάλλουν όμως και μάλιστα πολλές φορές καθοριστικά, στη δημόσια εκτέλεση ή στην αναπαραγωγή και γενικά τη διάδοση των έργων.

Ο καθορισμός των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων προκύπτει από τους κανόνες που αναγνωρίζουν τα σχετικά δικαιώματα: Έτσι σύμφωνα με τα άρθρα 46 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 48 παρ. 1 του ν. 2121/93, εισφορές παρέχουν κυρίως οι καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν τα έργα, οι παραγωγοί υλικών φορέων ήχου και εικόνας, οι οργανισμοί ραδιοφωνίας και τηλεόρασης που (ανα)μεταδίδουν τα έργα. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρειάζονται προστασία για να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης και εκμετάλλευσης από τρίτους (Γ. Κουμάντος, Πνευματική ιδιοκτησία, 6η έκδ. σελ. 353 επ., Διονυσία Καλλινίκου, Τα θεμελιώδη θέματα του ν. 2121/93 για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα, σελ. 145 επ.). Καθένα από τα συγγενικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το ν. 2121/93 έχει διαφορετικό περιεχόμενο και παρέχει στο δικαιούχο τις εξουσίες που απαριθμούνται αποκλειστικά και όχι ενδεικτικά στα άρθρα 46 επ. (Μ. Μαρίνος, Η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ΕλΔ 35, 1440 επ. και ιδίως 1445). Τα δικαιώματα ειδικότερα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, που έχουν περιουσιακό (και ηθικό) περιεχόμενο, κατ’ αρχήν απόλυτο (δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν) και σε μερικές περιπτώσεις σχετικό (ενοχική αξίωση εύλογης αμοιβής κατ’ άρθρο 49 παρ. 1), αποσκοπούν στην αποτροπή χρήσεων της ερμηνείας ή της εκτέλεσης πέρα απ’ αυτές που έχουν συμφωνηθεί και προβλέπονται ρητά και περιοριστικά στο άρθρο 45 παρ. 2 [δικαίωμα του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη να επιτρέπει ή να απαγορεύει: α) την εγγραφή της ζωντανής ερμηνείας ή εκτέλεσή του σε υλικό φορέα ήχου ή εικόνας, β) την άμεση ή έμμεση εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσή τους, καθώς και τη θέση σε κυκλοφορία με μεταβίβαση της κυριότητας με εκμίσθωση ή με δημόσιο δανεισμό του υλικού φορέα με την εγγραφή κ.λπ.].

Συνήθως με τις συμβάσεις μεταξύ του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και του παραγωγού του υλικού φορέα ήχου ή εικόνας (ή και των δύο) παρέχεται από τον πρώτο στο δεύτερο η άδεια για την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτέλεσης, την αναπαραγωγή και εκμετάλλευσή της (Γ. Κουμάντος, ο.π., σελ. 372, Μαρίνος, ό.π., σελ. 1449, 1450), όταν δε συνδέονται μεταξύ τους με σύμβαση εργασίας θεωρείται, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ότι η άδεια αυτή έχει δοθεί (άρθρο 46 παρ. 3 εδ. α΄). Σε κάθε περίπτωση ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης διατηρεί το δικαίωμα αμοιβής για την ενέργεια κάθε μιας από τις πράξεις του άρθρου 46 παρ. 2, σε κάθε τρόπο εκμετάλλευσης της ερμηνείας ή εκτέλεσής του (βλ. Καλλινίκου, ό.π., σελ. 156). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 49 του ως άνω νόμου, «Όταν υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων, οι οποίοι υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν αμοιβές, να προβάλλουν σχετικές αξιώσεις και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι όροι πληρωμής καθορίζονται από το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο. Το δικαίωμα της εύλογης αμοιβής των ερμηνευτών καλλιτεχνών είναι ανεκχώρητο και υποχρεωτικά εκ του νόμου, ανατίθεται για είσπραξη και διαχείριση σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που λειτουργούν σύμφωνα με τα άρθρα της συλλογικής διαχείρισης του ν. 2121/1993 (άρθρα 54-58)». Κατά το ίδιο άρθρο, η αμοιβή είναι ενιαία και κατανέμεται εξ ημισείας μεταξύ αφενός μουσικών και τραγουδιστών (50%) και αφετέρου των παραγωγών (50%). Οι ως άνω οργανισμοί οφείλουν να εξασφαλίζουν στους δικαιούχους τον ποσοστιαίο καθορισμό της, κατ’ άρθρο 55 παρ. 1 στοιχ. Β, το οποίο βάσει του άρθρου 58 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στους δικαιοπαρόχους των συγγενικών δικαιωμάτων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32. Σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο ως βάση για τον υπολογισμό της ποσοστιαίας αυτής αμοιβής λαμβάνονται «τα ακαθάριστα έσοδα ή έξοδα ή ο συνδυασμός των ακαθαρίστων εσόδων και εξόδων, ποσά που πραγματοποιούνται από την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που εκμεταλλεύεται το έργο και προέρχονται από την εκμετάλλευση του έργου». Κατά το άρθρο 56 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αν ο χρήστης ισχυρίζεται ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αξιώνει αμοιβή προφανώς δυσανάλογη προς αυτήν που συνήθως καταβάλλεται σε παρόμοιες περιπτώσεις οφείλει πριν από οποιαδήποτε χρήση να προκαταβάλλει στον οργανισμό ή το ζητούμενο ποσό αμοιβή ή το ποσό που θα ορίσει, ύστερα από αίτηση του χρήστη, ως συνήθως καταβαλλόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις, το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 παρ. 3 του ίδιου νόμου η από τους δημιουργούς ανάθεση προς τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας μπορεί να γίνεται είτε με μεταβίβαση του δικαιώματος και των σχετικών εξουσιών προς το σκοπό της διαχείρισης ή της προστασίας, είτε με παροχή της σχετικής πληρεξουσιότητας, η δε ανάθεση γίνεται εγγράφως και κάθε φορά για ορισμένο χρόνο, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τρία χρόνια. Η ανάθεση αφορά όλα τα έργα του δημιουργού που είναι κατάλληλα για την εκμετάλλευση με την εξουσία στην οποία αναφέρεται η ανάθεση ή ορισμένα από αυτά. Σε περίπτωση αμφιβολίας τεκμαίρεται ότι η ανάθεση αφορά όλα τα έργα συμπεριλαμβανομένων και των μελλοντικών έργων για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τρία χρόνια. Περαιτέρω, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και προστασίας ισχύουν τα οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 57 ν. 2121/1993, τα οποία κατά το άρθρο 58 του ίδιου νόμου εφαρμόζονται αναλόγως στη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων (γενικότερα για το ζήτημα βλ. σχετικά: Γεωργίου Κουμάντου, Πνευματική ιδιοκτησία, 8η έκδοση 2002, σελ 359-378 και 380 επ., Μιχαήλ - Θεοδώρου Μαρίνου, Πνευματική ιδιοκτησία, 2000, σελ. 251-272, 299-317, Κωνσταντίας Κυπρούλη, Το συγγενικό δικαίωμα των ερμηνευτών εκτελεστών καλλιτεχνών, 2000, σελ. 109-149, Διονυσίας Καλλινίκου, Τα θεμελιώδη θέματα του ν. 2121/1993 για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα 1994, σελ 158 επ., 164). Ο νομοθέτης έχοντας υπόψη του τις κατά το προγενέστερο δίκαιο δυσκολίες των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης να προστατεύουν δικαστικά ή εξώδικα τα δικαιώματα των δικαιούχων δημιουργών κ.λπ. (βλ. σχετικά Γ. Κουμάντο, ο.π., σελ. 368 σημ. 752, όπου παρατίθεται νομολογία με βάση το προγενέστερο δίκαιο) «διευκόλυνε» τους οργανισμούς αυτούς, για να επιτελέσουν τους σκοπούς τους, με τρία δικονομικά προνόμια: Α) Οι οργανισμοί μπορούν να ενεργούν πάντα, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους όνομα είτε η αρμοδιότητά τους στηρίζεται σε μεταβίβαση εξουσίας είτε σε πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 54 παρ. 3. Ενεργούν λοιπόν εξ ιδίου δικαίου και δεν χρειάζεται να διευκρινίζουν ποια είναι η ειδικότερη σχέση που τους συνδέει με τον δικαιούχο (άρθρο 55 παρ. 2 εδάφιο Β). Η δεύτερη διευκόλυνση αφορά το αναγκαίο περιεχόμενο του δικογράφου, με το οποίο ζητείται δικαστική προστασία. Ο οργανισμός δεν είναι ανάγκη να αναφέρει όλα τα έργα των δικαιούχων που εκπροσωπεί και για τα οποία ζητείται η δικαστική προστασία, αλλά αρκεί, κατ’ εξαίρεση, η δειγματοληπτική αναφορά των έργων αυτών (άρθρο 55 παρ. 3). Γ) Το κυριότερο όμως προνόμιο αφορά την απόδειξη της νομιμοποίησης των οργανισμών τόσο κατά την κατάρτιση συμβάσεων ή την είσπραξη αμοιβών, όσο και κατά την δικαστική προστασία των δικαιούχων. Προσφεύγοντας λ.χ. ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων τραγουδιστών στο δικαστήριο, για τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 είναι υποχρεωμένος για την πληρότητα του δικογράφου να δηλώσει όλους τους τραγουδιστές και όλα τα έργα αυτών, οι οποίοι έχουν αναθέσει στον οργανισμό τη διαχείριση εξουσιών που απορρέουν από το ένδικο περιουσιακό τους δικαίωμα. Προκειμένου όμως να αποδείξει με βάση τους γενικούς αποδεικτικούς κανόνες τον ισχυρισμό του αυτό, θα έπρεπε να προσκομίζει κάθε φορά – για το σύνολο των έργων (ρεπερτόριο) που διαχειρίζεται – ατέλειωτη σειρά νομιμοποιητικών εγγράφων (πληρεξουσιότητας ή μεταβίβασης). Αντί γι’ αυτό, ο νόμος δημιούργησε ένα τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο «τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα» (άρθρο 55 παρ. 1 εδ. Α). Το τεκμήριο είναι βέβαια μαχητό και, όταν γίνεται επίκλησή του σε δίκη, ο αντίδικος μπορεί να αποδείξει ότι η αλήθεια είναι διαφορετική από την τεκμαιρόμενη (Γ. Κουμάντος, ο.π. σελ. 367-368). Είναι λοιπόν σαφές ότι το τεκμήριο λειτουργεί αποδεικτικά και η καθιέρωσή του δεν αναιρεί την υποχρέωση του αιτούντος οργανισμού να διατυπώνει το δικόγραφό του με ορισμένο τρόπο (118, 216 ΚΠολΔ), αναφέροντας όλους ανεξαίρετα του δικαιούχους που του έχουν αναθέσει τη διαχείριση, καθώς και τα έργα αυτών ώστε να δικαιολογείται η αρμοδιότητά του να διαχειρίζεται και να προστατεύει αυτούς. Αυτό άλλωστε ορίζεται ρητά και στο νόμο: Πρέπει πρώτα ο οργανισμός να «δηλώσει εγγράφως» τους δικαιούχους και τα έργα που τους έχει μεταβιβασθεί η σχετική εξουσία κ.λπ. και κατόπιν θα λειτουργήσει αποδεικτικά το τεκμήριο αρμοδιότητας, ώστε να αποφύγει την επίκληση και προσαγωγή των νομιμοποιητικών εγγράφων. Αν δεν γίνει η κατά τα ανωτέρω αναφορά στο δικόγραφο των δικαιούχων και των έργων τους, τότε φυσικά δεν θα είναι δυνατό να προβεί και ο αντίδικος χρήστης σε ανατροπή του τεκμηρίου, αφού δεν θα είναι γνωστά τα πρόσωπα και τα έργα που καλύπτει. Πάντως, η γενικόλογη αναφορά ότι ο οργανισμός καλύπτει όλους του δικαιούχους και όλα τα έργα αυτών δεν αρκεί. Ακόμη και στην περίπτωση που ένας μόνον οργανισμός έχει αρμοδιότητα διαχείρισης για όλους του δικαιούχους και για όλα τα έργα τους, απαιτείται η ονομαστική έγγραφη αναφορά τους. Πολύ περισσότερο όταν στην ίδια κατηγορία δικαιούχων δραστηριοποιούνται περισσότεροι οργανισμοί διαχείρισης. Ωστόσο είναι δυνατό οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης να διαχειρίζονται συγγενικά δικαιώματα όχι μόνον ελληνικών φορέων, αλλά και αλλοδαπών. Για το σκοπό αυτό δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 3 ν. 2121/1993, να συνάπτουν συμβάσεις αμοιβαιότητας μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης της αλλοδαπής. Με τις συμβάσεις αυτές οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης παρέχουν πληρεξουσιότητα ή μεταβιβάζουν στους ημεδαπούς οργανισμούς τα δικαιώματα που καταπιστευτικά έχουν οι πρώτοι προς το σκοπό διαχείρισής τους στην Ελλάδα (περισσότερα για τη λειτουργία του δημιουργούμενου έτσι διεθνούς δικτύου βλ. Μ. Θ. Μαρίνο, ο.π., σελ. 302, 303). Στην περίπτωση, όμως, που ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ζητεί δικαστική προστασία και για συγγενικά δικαιώματα αλλοδαπών φορέων, θα πρέπει για το ορισμένο της αιτήσεώς του να αναφέρει επί πλέον
α) τους αλλοδαπούς φορείς και τα έργα τους που διαχειρίζεται στην Ελλάδα, β) τον αλλοδαπό συλλογικό οργανισμό που ανήκουν και γ) να δικαιολογεί τον τρόπο που διαχειρίζεται τα δικαιώματά τους στην Ελλάδα, επικαλούμενος τις σχετικές συμβάσεις αμοιβαιότητας. Διαφορετικά, δεν θα είναι δυνατό να ελεγχθεί για ποίους αλλοδαπούς φορείς συγγενικών δικαιωμάτων αξιώνεται αμοιβή, καθώς και αν πράγματι ο ημεδαπός οργανισμός συλλογικής προστασίας έλκει δικαιώματα από τον αλλοδαπό οργανισμό που ανήκει ο δικαιούχος (βλ. ΜΠρΤρικ 1253/2002 και 1254/2002 αδημοσίευτες).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι είναι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων, που έχουν συσταθεί νομότυπα, ο πρώτος για τους μουσικούς, ο δεύτερος για τους τραγουδιστές και ο τρίτος για τις δισκογραφικές εταιρίες, παραγωγούς υλικούς φορέων ήχου ή και εικόνας και ότι εκπροσωπούν τα μέλη τους στην Ελληνική Επικράτεια. Ότι έχουν τις αρμοδιότητες διαχείρισης που αναφέρονται στο νόμο, μεταξύ των οποίων και η είσπραξη και διανομή της εύλογης αμοιβής που προβλέπεται από το άρθρο 49 του ν. 2121/1993 για την χρησιμοποίηση του ελληνικού και ξένου μουσικού ρεπερτορίου. Ότι, αφού συνέταξαν από κοινού το αμοιβολόγιο, που αναφέρεται στην αίτηση και προέβησαν στη δημοσίευσή του στον τύπο, όπως προβλέπεται από το νόμο 2121/ 1993, κάλεσαν τους χρήστες δημόσιας εκτέλεσης των υλικών φορέων ήχου, μεταξύ των οποίων και την καθής σε υπογραφή σχετικής συμφωνίας και την καταβολή των νομίμων αμοιβών τους. Ότι, παρόλα αυτά, η καθής αδιαφορεί σε κάθε προσπάθεια διαπραγμάτευσης καθορισμού και καταβολής της ως άνω εύλογης αμοιβής, ενώ χρησιμοποιεί το ενδεικτικά αναφερόμενο μουσικό ρεπερτόριο, των δειγματοληπτικά αναφερομένων στην αίτηση Ελλήνων μελών των αιτούντων. Ζητούν, λοιπόν, οι αιτούντες, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση: α) να καθοριστεί το ύψος της ως άνω εύλογης και ενιαίας αμοιβής για τους υλικούς φορείς ήχου που χρησιμοποίησε η καθής για το έτος 2001 και 2002 σε ποσοστό 10%, των ακαθαρίστων εσόδων της, το οποίο να μην είναι λιγότερο του 1.000.000 δρχ. ή 2.934,70 ευρώ για κάθε έτος, να καταβάλει σ’ αυτούς στο τέλος κάθε εξαμήνου το ήμισυ του ποσού που αντιστοιχεί στο ως άνω ποσοστό και να τους παραδώσει η καθής τους καταλόγους του μουσικού ρεπερτορίου (τραγουδιών) που χρησιμοποιεί και β) να καθοριστεί ως εύλογη αμοιβή κάθε κατηγορίας που εκπροσωπείται απ’ αυτούς ποσοστό 50% της ορισθεισομένης αμοιβής για την τρίτη εξ αυτών και από το υπόλοιπο 50%, το 25% στον πρώτο και το έτερο 25% στο δεύτερο αυτών. Επίσης, ζητούν και να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική δαπάνη αυτών.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. του ΚΠολΔ), ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρα 49 του ν. 2121/1993 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Στο δικόγραφο, όμως, της αίτησης δεν εκτίθενται τα απαραίτητα για την θεμελίωση αυτής στοιχεία. Συγκεκριμένα δεν αναφέρονται: α) ποίων ημεδαπών τραγουδιστών, μουσικών και παραγωγών υλικών, φορέων ήχου διαχειρίζονται οι αιτούντες τα περιουσιακά δικαιώματα και για ποία έργα αυτών, β) ποίων αλλοδαπών τραγουδιστών, μουσικών και παραγωγών υλικών φορέων ήχου διαχειρίζονται οι αιτούντες τα περιουσιακά δικαιώματα και για ποία έργα αυτών, γ) ποίοι είναι οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής προστασίας στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκουν οι αλλοδαποί φορείς των συγγενικών δικαιωμάτων, δ) με βάση ποίες συγκεκριμένες συμβάσεις αμοιβαιότητας οι εν λόγω αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έδωσαν πληρεξουσιότητα ή μεταβίβασαν στους αιτούντες (ημεδαπούς οργανισμούς) τα δικαιώματα που έχουν οι πρώτοι προς το σκοπό της διαχείρισής τους στην Ελλάδα και ε) έστω δειγματοληπτικά, (άρθρ. 55 παρ. 3 ν. 2121/1993), τα συγκεκριμένα έργα αλλοδαπών φορέων συγγενικών δικαιωμάτων που διαχειρίζονται και έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από την καθής ή αίτηση. Μόνη η αναφορά στην αίτηση ότι εκπροσωπούν τους δικαιούχους στην Ελληνική Επικράτεια και ότι συνεπώς έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τον καθορισμό και την είσπραξη της εύλογης αμοιβής για την χρήση του ελληνικού και του ξένου μουσικού ρεπερτορίου εντός της Ελλάδας δεν καθιστά την αίτηση ορισμένη. Το τεκμήριο του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 2121/1993, που επικαλούνται οι αιτούντες, σύμφωνα και με την μείζονα σκέψη, δεν έχει την έννοια που αυτοί υιοθετούν. Αντίθετα, το τεκμήριο αυτό σκοπό έχοντας να απαλλάξει τους οργανισμούς συλλογικής προστασίας και διαχείρισης από το βάρος της απόδειξης του νομικού τους δεσμού με τους φορείς των συγγενικών δικαιωμάτων, προϋποθέτει για να λειτουργήσει αποδεικτικά, ότι οι οργανισμοί αυτοί έχουν δηλώσει ονομαστικά, εγγράφως μάλιστα, τους δικαιούχους και τα έργα που τους έχουν αναθέσει για προστασία και διαχείριση. Η δήλωση γίνεται σε περίπτωση συμβατικού καθορισμού της εύλογης αμοιβής προς τον αντισυμβαλλόμενο χρήση, ενώ σε περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο με το δικόγραφο. Επομένως, η αίτηση είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν η αίτηση ήταν ορισμένη, θα απορριπτόταν ως ουσία αβάσιμη. Ειδικότερα, από τα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα, δεν πιθανολογήθηκε ότι στο εν λόγω κέντρο διασκέδασης της καθής μεταδίδεται ελληνική μουσική και ότι περιλαμβάνονται στο μουσικό της ρεπερτόριο τα τραγούδια των ελλήνων ερμηνευτών, που αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση, όπως βάσιμα ισχυρίζεται και η καθής, ενώ όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αίτησης, σ’ αυτήν εκτίθενται μόνον δειγματοληπτικά, τα ονόματα μελών των αιτούντων, ήτοι Ελλήνων μουσικών, τραγουδιστών και παραγωγών και ότι η καθής χρησιμοποιεί μουσικά έργα, από τα οποία αναφέρονται ενδεικτικά έξη ελληνικά.

Μετά από τα παραπάνω εκτεθέντα, πρέπει να απορριφτεί η ένδικη αίτηση πρωτίστως ως αόριστη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθής στους αιτούντες (άρθρ. 176 ΚΠολΔ) κατά το διατακτικό.

 

Σημείωση

 

  1. Η απόφαση

Ένα από τα θέματα που αντιμετωπίζει η παραπάνω απόφαση είναι το τεκμήριο νομιμοποίησης του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 2121/1993 για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα.

Η απόφαση, ορθά μεν δέχεται ότι το κυριότερο δικονομικό προνόμιο, που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης, για να διευκολύνει τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων να επιτελέσουν τους σκοπούς τους, αφορά την απόδειξη νομιμοποίησης των οργανισμών τόσο κατά την κατάρτιση συμβάσεων ή την είσπραξη αμοιβών, όσο και κατά τη δικαστική προστασία των δικαιούχων.

Δεν φαίνεται όμως ορθή, κατά τη γνώμη μας, η κρίση της, ότι προσφεύγοντας ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων τραγουδιστών στο δικαστήριο, για τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 του ν. 2121/ 1993, είναι υποχρεωμένος, για την πληρότητα του δικογράφου, να δηλώσει όλους τους τραγουδιστές και όλα τα έργα αυτών, οι οποίοι έχουν αναθέσει στον οργανισμό τη διαχείριση εξουσιών που απορρέουν από το ένδικο περιουσιακό τους δικαίωμα. Αποδέχεται λοιπόν η σχολιαζόμενη απόφαση ορθά μεν ότι το τεκμήριο λειτουργεί αποδεικτικά, απαιτεί όμως μη πειστικά, στο δικόγραφο να αναφέρονται όλοι ανεξαίρετα οι δικαιούχοι που ανέθεσαν τη διαχείριση στον οργανισμό, καθώς και όλα τα έργα τους για να είναι δικαιολογημένη η αρμοδιότητά του να διαχειρίζεται και να προστατεύει αυτούς. Μάλιστα ακόμη και στην περίπτωση, που ένας μόνο οργανισμός έχει αρμοδιότητα διαχείρισης για όλους τους δικαιούχους και για όλα τα έργα τους, απαιτεί την ονομαστική έγγραφη αναφορά τους.

 

  1. Το τεκμήριο νομιμοποίησης του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 2121/1993

Το άρθρο 55 παρ. 2 εδ. 1 του ν. 2121/1993 θεσπίζει ένα τεκμήριο υπέρ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης σύμφωνα με το οποίο καταρχήν τεκμαίρεται η αρμοδιότητά τους να διαχειρίζονται και να προστατεύουν έργα ή δικαιούχους, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι μεταβιβάστηκαν σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα. Με το τεκμήριο αυτό διευκολύνεται η απόδειξη νομιμοποίησης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης σε περίπτωση ένδικης προστασίας. Διαφορετικά θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμοποίησης ενός οργανισμού από τον αντίδικο - χρήστη, ο οργανισμός να προσκομίσει πληθώρα νομιμοποιητικών εγγράφων, με βάση τα οποία επήλθε η μεταβίβαση ή παραχωρήθηκε η πληρεξουσιότητα. Επίσης θα έπρεπε να αποδείξει και τις τυχόν ενδιάμεσες μεταβιβάσεις από τον αρχικό δικαιούχο στους ειδικούς ή καθολικούς δικαιοδόχους. Για τους αλλοδαπούς δικαιούχους που εκπροσωπεί ο οργανισμός θα έπρεπε επί πλέον να αποδείξει και την σειρά νομιμοποίησης του αλλοδαπού οργανισμού, με τον οποίο έχει συνάψει τη σύμβαση αμοιβαίας εξουσιοδότησης.

Για να λειτουργήσει σωστά το τεκμήριο και να επιφέρει τη δικονομική διευκόλυνση για την οποία θεσπίστηκε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαιτούμενη έγγραφη δήλωση του άρθρου 55 παρ. 2 εδ. 1, συνίσταται σε απόσπασμα από τους καταλόγους δικαιούχων ή έργων που τηρεί ένας οργανισμός, εφόσον κάτι τέτοιο δεν επιβαρύνει τον οργανισμό, και όχι σε αναλυτικό και πλήρη κατάλογο (Σ. Σταυρίδου, Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, 1999, 248).

Πρόβλημα νομιμοποίησης δεν υπάρχει στην περίπτωση δικαστικής διεκδίκησης των αξιώσεων εύλογης αμοιβής από νόμιμες χρήσεις, για τις οποίες ο νομοθέτης επιβάλλει υποχρεωτικά τη διαχείριση μέσω ενός οργανισμού – υποχρεωτική συλλογική διαχείριση – και μάλιστα στην περίπτωση που ο οργανισμός είναι ο μόνος και αντιπροσωπευτικός της κατηγορίας των δικαιούχων του, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην επίδικη υπόθεση. Για να νομιμοποιείται ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης στη διαπραγμάτευση και στην είσπραξη της ενιαίας και εύλογης αμοιβής πρέπει να είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να του έχει ανατεθεί η διαχείριση των δικαιωμάτων ενός σοβαρού αριθμού δικαιούχων και όχι βεβαίως όλων, μιας και ο συνολικός αριθμός των δικαιούχων θα είναι μάλλον άγνωστος (Γ. Κουμάντος, Πνευματική Ιδιοκτησία, 2002, σελ. 416).

Στην περίπτωση της υποχρεωτικής συλλογικής διαχείρισης τεκμαίρεται ότι ο οργανισμός δικαιούται στην προστασία των δικαιωμάτων όλων των δικαιούχων ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Απλά θα πρέπει ο συγκεκριμένος οργανισμός να είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του σχετικού δικαιώματος εύλογης αμοιβής, δηλαδή θα πρέπει να έχει πάρει την σχετική έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία παραχωρείται μετά από έλεγχο όλων των απαραίτητων εγγράφων (καταστατικά, κατάλογοι μελών, συμβάσεις ανάθεσης, ρεπερτόριο, κανονισμοί διανομής). Άρθρο 54 παρ. 4 ν. 2121/1993.

Το τεκμήριο νομιμοποίησης υπέρ του οργανισμού είναι μαχητό. Ο αντίδικος μπορεί να επικαλεστεί και να αποδείξει για κάθε έργο που χρησιμοποιήθηκε ή για κάθε συμβολή ξεχωριστά, είτε ότι αυτά δεν εντάσσονται πλέον στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε ότι οι δικαιούχοι στα εν λόγω έργα δεν είναι συμβεβλημένοι με τον αντίδικο οργανισμό.

Σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 3, για τη δικαστική προστασία των έργων και των δημιουργών - δικαιούχων, που προστατεύονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, αρκεί η δειγματοληπτική αναφορά των έργων που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς την απαιτούμενη άδεια και δεν απαιτείται η πλήρης απαρίθμηση των έργων αυτών. Επομένως στο σχετικό δικόγραφο αρκεί η καταγραφή μιας δειγματοληπτικής αναφοράς των έργων που χρησιμοποιούνται από τον χρήστη.

 

  1. Το δικαίωμα διαχείρισης δικαιωμάτων αλλοδαπών δικαιούχων

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν από το νόμο το δικαίωμα να διαχειρίζονται δικαιώματα και αλλοδαπών δικαιούχων (άρθρο 72 παρ. 3 εδ. 2).

Συνάπτουν με τους αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς διαχείρισης συμβάσεις αμοιβαιότητας με τις οποίες οι ξένοι οργανισμοί παρέχουν πληρεξουσιότητα ή μεταβιβάζουν στους ημεδαπούς οργανισμούς τα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει προς το σκοπό της διαχείρισής τους στην Ελλάδα και αντίστροφα οι ημεδαποί οργανισμοί τα μεταβιβάζουν στους αλλοδαπούς προς το σκοπό της διαχείρισής τους στο εξωτερικό. Με τη σύμβαση αμοιβαιότητας ο ημεδαπός οργανισμός αποδίδει στον ομόλογό του αλλοδαπό οργανισμό τα καθαρά ποσά, που του αναλογούν από τη χρήση του ρεπερτορίου του, μετά την αφαίρεση των διαχειριστικών εξόδων και ο αλλοδαπός οργανισμός αποδίδει στον ημεδαπό τα ποσά που του αναλογούν από τη χρήση του ελληνικού ρεπερτορίου στη δική του χώρα.

Η σύμβαση αμοιβαιότητας ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ των εθνικών οργανισμών για τη διασφάλιση ισότιμης και διαφανούς διαχείρισης, επιβάλλοντας αμοιβαίες υποχρεώσεις, όπως την ενημέρωση των αλλοδαπών οργανισμών σχετικά με τη χρήση των έργων τους (Σ. Σταυρίδου, ο.π., σελ. 224).

Εξ άλλου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η προβλεπόμενη από το νόμο υποχρεωτική συλλογική διαχείριση σημαίνει εξουσία διαχείρισης από το νόμο για όλους τους δικαιούχους της ίδιας κατηγορίας. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο οργανισμός που έλαβε τη νόμιμη άδεια και έγκριση από τον Υπουργό Πολιτισμού, έχει την εξουσία και δικαιούται να προστατεύει και να διαχειρίζεται τα σχετικά δικαιώματα όλων των δικαιούχων, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Επί πλέον με τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, η οποία επικυρώθηκε και από την χώρα μας με το ν. 2054/1992, προβλέπεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5 και 12 της σύμβασης αυτής. Με τα άρθρα αυτά παρέχεται εθνική μεταχείριση στους αλλοδαπούς. Το άρθρο 49 του ν. 2121/1993 προστατεύει, σύμφωνα με την αρχή της ίσης εθνικής μεταχείρισης κάθε υλικό φορέα ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας που παρουσιάζεται ή μεταδίδεται με οποιονδήποτε τρόπο στην ελληνική επικράτεια και όχι μόνο τους ελληνικούς.

Σε όλη την Ευρώπη οι αντίστοιχοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης εισπράττουν για τη χρήση όλου του μουσικού ρεπερτορίου, που μεταδίδεται ή παρουσιάζεται στη χώρα τους και διανέμουν σε ντόπιους και ξένους δικαιούχους σύμφωνα με τους καταλόγους των τίτλων των μουσικών έργων (play listes), που έχουν χρησιμοποιηθεί από τους χρήστες και τον κανονισμό διανομής.

Στη χώρα μας οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης των συγγενικών δικαιωμάτων των τραγουδιστών (ΕΡΑΤΩ ΣΥΝ.Π.Ε), μουσικών (ΑΠΟΛΛΩΝ ΣΥΝ.Π.Ε) και παραγωγών (GRAMMO), που έχουν συσταθεί, είναι οι μόνοι και αντιπροσωπευτικοί της κάθε κατηγορίας δικαιούχων. Επομένως είναι οι μόνοι αρμόδιοι να εισπράττουν την εύλογη αμοιβή του άρθρου 49 του ν. 2121/1993, από τη χρήση του ελληνικού και ξένου μουσικού ρεπερτορίου στην ελληνική επικράτεια και να τη διανέμουν στους δικαιούχους σύμφωνα με τις συμβάσεις ανάθεσης και τις συμβάσεις αμοιβαιότητας.

Συνεπώς θεωρούμε ότι η δημοσιευόμενη απόφαση, μη ορθά απέρριψε το αίτημα των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των τραγουδιστών, μουσικών και παραγωγών για καταβολή εύλογης αμοιβής ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με το αιτιολογικό ότι στο δικόγραφο της αίτησης δεν εκτίθενται τα απαραίτητα για τη θεμελίωση αυτής στοιχεία.

Κυριακή Μαντενιώτου - Λυρατζοπούλου

ΔρΝ - Επιστημονική Συνεργάτρια ΔΠΘ