Digesta 2009

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Α΄ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Για να ανοίξετε τη στήλη σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ν. 3723/2008 άρθρο 8, ν. 3259/2004 άρθρο 39.1, 4 & 5, ν. 2912/2001 άρθρο 42, ν. 2873/2000 άρθρο 47, ν. 2789/2000 άρθρο 30

Ρύθμιση οφειλών προς πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες)

 

Για την υπαγωγή οφειλών προς Τράπεζες στην ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου, κρίσιμη είναι η συνολική οφειλή του ίδιου οφειλέτη αθροιστικά από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων (όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.99) ανεξαρτήτως του ύψους των επιμέρους απαιτήσεων από κάθε σύμβαση χωριστά που την συναποτελούν. Οι δύο εξαιρέσεις από την υπαγωγή στην ευνοϊκή ρύθμιση (όριο αρχικού κεφαλαίου 400.000 ευρώ ή συνολικής οφειλής 2.201.000 ευρώ) τίθενται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά.

 

ΠολΠρωτΑθ 6530/2009

(Σύνθεση: Δ. Παλλαδινός, Ι. Βαλμαντώνης - εισηγητής, Α. Ράλλη)

 

Με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του ν. 2873/2000 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, ορίζονται τα εξής: «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, πουν έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, από τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.12.2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιαστεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.2000. Σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. 2. «Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων, μετά από τη λήψη του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 3259/2004, ορίστηκαν τα εξής: «1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου». Ακολούθως σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α΄ εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου αυτού». Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3723/2008 προστέθηκε το ακόλουθο εδάφιο για την ερμηνεία της παραπάνω παραγράφου: «Η αληθής έννοια του παραπάνω εδαφίου είναι ότι σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων δανείων λαμβάνεται υπόψη το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά και ότι τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, ανεξαρτήτως του ύψους των επιμέρους απαιτήσεων από κάθε σύμβαση χωριστά που την συναποτελούν. Σύμφωνη με την ερμηνεία αυτή είναι και η ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη να μην ευνοηθούν οι λεγόμενοι «μεγαλοοφειλέτες» αλλά να ωφεληθούν από το νέο νόμο μόνο οι οφειλέτες των μεσαίων επιχειρήσεων ή οι οφειλέτες που ήταν σχετικά συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και δεν άφησαν τα χρέη τους να διογκωθούν χωρίς καταβολές εκ μέρους τους (βλ. γνωμοδ. Κοτσίρη - Αρβανιτάκη, Ζητήματα εφαρμογής του άρθρου 39 ν. 3259/ 2004 για τη ρύθμιση οφειλών προς πιστωτικά ιδρύματα 47,390). Τέλος από σαφή ερμηνευτική διατύπωση του άρθρου 8 του ν. 3259/2004 δυο εξαιρέσεις από την υπαγωγή των απαιτήσεων στην ευνοϊκή ρύθμιση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του ν. 3259/2004 τίθενται διαζευκτικά, με την έννοια, ότι εφόσον συντρέχει μια από τις δύο προϋποθέσεις, ήτοι το όριο του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ ή το όριο της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, οι απαιτήσεις δεν υπάγονται στην παραπάνω ευνοϊκή ρύθμιση.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα τραπεζική εταιρία με την υπό στοιχ. Α αγωγή, εκθέτει ότι δυνάμει των αναφερόμενων αναλυτικά στην αγωγή συμβάσεων δανείου, που καταρτίστηκαν μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία (πρώην ΕΠΕ) χορήγησε σε αυτήν τα περιγραφόμενα αναλυτικά στην αγωγή ποσά. Ότι στη συνέχεια μεταξύ αυτής και της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ... υπογράφηκε η υπ’ αριθμ. 277992/30.12.1980 πράξη κεφαλαιοποίησης οφειλών από δάνεια, με την οποία η τελευταία αναγνώρισε το συνολικό ποσό της οφειλής της που ανερχόταν στο ποσό των 92.379.465 δραχμών. Ότι για την παρακολούθηση της ως άνω οφειλής ανοίχθηκαν οι αναφερόμενοι στην αγωγή αλληλόχρεοι λογαριασμοί και παρουσίαζαν τα αναλυτικά περιγραφόμενα χρεωστικά υπόλοιπα των ως άνω λογαριασμών στους αναφερόμενους στην αγωγή λογαριασμούς οριστικής καθυστερήσεως, οι οποίοι εμφάνιζαν συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 5.919.858.711 δραχμών ήτοι 17.373.026,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1.7.2001. Ότι επιπλέον έχει και απαίτηση κατά της εναγομένης εταιρίας από την υπ’ αριθμ. 4.138/14.2.1971 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία έχει επιδικασθεί με την υπ’ αριθμ. 5726/1992 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι η συνολική της απαίτηση κατά της εναγομένης κατά την 31.12.1999 ανερχόταν συνολικά από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις και από τη σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό στο συνολικό ποσό των (1.533.030,21+1.026.974) 2.560.004,96 ευρώ υπολογιζόμενη χωρίς τους ανατοκισμούς και συνεπώς δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, εφόσον υπερβαίνει των 2.210.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, και μετά τη νομίμως γενόμενη, με τις έγγραφες προτάσεις και με δήλωσή της, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, μετατροπή μέρους του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, σε εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρα 295, 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητεί: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 3.800.000 ευρώ εντόκως από την 1.7.2001, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να της καταβάλει το ποσό των 13.573.026,30 ευρώ, που αφορούν της απαίτησή της από τις ως άνω συμβάσεις δανείου, εντόκως από την 1.7.2001 και με ανά εξάμηνο ανατοκισμό τόκων, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.

Η κρινόμενη αγωγή, με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα αρμοδίως και παραδεκτώς (άρθρ. 18 αριθ. 1 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που δικάζει κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, μετά την αποτυχία της προηγηθείσας, με επιμέλεια του ενάγοντος, απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 214Α ΚΠολΔ (σχετ. από 6.3.2007 δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας περί αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 801, 297, 298, 345, 346 ΑΚ, 907, 908, 70, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η βασιμότητας της, εφόσον καταβλήθηκε το προσήκον στο αντικείμενο της 5900963/20.4.2007 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΙΘ Αθηνών, το από 13941/ 20.4.2007 γραμμάτιο εισπράξεως του ΤΠΔΑ και το υπ’ αριθμ. 563258/23.4.2007 γραμμάτιο δικαστικού ενσήμου υπέρ ΤΝ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό στοιχ. Β αγωγή, εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4.138/14.12.1971 σύμβασης παροχής πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό καθώς και των ειδικότερα αναφερομένων αυξητικών αυτής, η εναγόμενη τράπεζα χορήγησε στην πρώην εταιρία περιορισμένης ευθύνης (νυν ΑΕ) με την επωνυμία ... πίστωση μέχρι το ποσό των 70.000.000 δραχμών, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκαν από την εναγομένη οι αναφερόμενοι στην αγωγή λογαριασμοί, οι οποίοι έκλεισαν οριστικά την 10.6.1986 καθώς και οι αναφερόμενοι στην αγωγή λογαριασμοί καθυστέρησης με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 22.764.939 δραχμών. Ότι, κατόπιν αγωγής της εναγομένης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5.726/1992 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ενάγουσα Τράπεζα υποχρεώθηκε να καταβάλει το ως άνω ποσό των 222.764.939 δραχμών με το νόμιμο τόκο από 16.12.1990. Ότι για τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής της με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 υπέβαλε στην Τράπεζα την από 6.10.2004 αίτηση της, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε την επαναρύθμιση των οφειλών της, καθόσον το συνολικό υπόλοιπο των ως άνω απαιτήσεων από την ως άνω σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό καθώς και από τα αναφερόμενα στην αγωγή οκτώ δανειστικά συμβόλαια ανερχόταν στις 31.12.1999 στο ποσό των 872.321.691 δραχμών ή 2.560,004,97 ευρώ και συνεπώς υπερέβαινε το ποσό των 2.201.000 ευρώ. Ότι η παραπάνω αιτιολογία είναι εσφαλμένη για τους λόγους που εξειδικεύει στο δικόγραφο της αγωγής και ότι η οφειλή της υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004. Ότι με βάση τον ορθό υπολογισμό, η οφειλή της μετά από τις αναφερόμενες στην αγωγή καταβολές που έκανε μέχρι την 1.3.1988 περιορίζεται για την υπ’ αριθμ. 4.138/14.12.1971 σύμβαση πιστώσεως, στο ποσό των 604.537,16 ευρώ και να υποχρεωθεί η εναγομένη Τράπεζα να υπαγάγει την ως άνω οφειλή της στη χρονική ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 2 εδ. δ΄ του ν. 3259/2004 και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται η από 6.3.2008 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας περί αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, αρμοδίως φέρεται προς συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία (18 παρ. 1 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 30 του ν. 2789/2000, 39 του ν. 3259/2004 και 70 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο αυτού του δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τα διάδικα μέρη έγγραφα, τα οποία όλα ελήφθησαν υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 309789/1968, 239486/1970, 247806/1971, 249185/1971, 274965/ 1972, 287249/1972, 2171110/1969 και 308424/1973 δανειστικών συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών ... (όσον αφορά το πρώτο συμβόλαιο) και ... (όσον αφορά τα υπόλοιπα συμβόλαια), με τα οποία η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ... χορήγησε διάφορα χρηματικά ποσά στην πρώην εταιρία περιορισμένης ευθύνης (και νυν ΑΕ) με την επωνυμία ..., με συνέπεια κατόπιν και της κεφαλαιοποίησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών της εναγομένης μέχρι την 31.12.1975 που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της υπ’ αριθμ. 95/11/14.10.1975 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής, η οφειλή της τελευταίας να ανέλθει στα ποσά των 11.502.667, 1.353.356, 195.798, 326.881, 1.213.888, 57.410, 3.182.289 και 2.320.000 δραχμών αντίστοιχα. Επίσης, επιβλήθηκε σε αυτήν εισφορά του ν. 257/1976 συνολικού ποσού 9.815.920 δραχμών για τα παραπάνω δάνεια που χορηγήθηκαν στην εναγομένη, που βεβαιώθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο καταβλήθηκε για λογαριασμό της τελευταίας από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας τράπεζας και αποτέλεσε νέο δάνειο προς αυτήν. Κατόπιν δυνάμει των υπ’ αριθμ. 203/1/24.5.1978, 304/18/14.8.1978 και 245/2/21.8.1979 αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής, υπογράφτηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας (πρώην ΕΠΕ και νυν ΑΕ) με την επωνυμία ... η υπ’ αριθμ. 277992/30.12.1980 πράξη κεφαλαιοποίησης οφειλών από δάνεια του Συμβολαιογράφου Αθηνών ... με την οποία η τελευταία αναγνώρισε ότι το συνολικό ποσό της οφειλής της από τα ανωτέρω δάνεια και την προαναφερόμενη εισφορά ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 92.379.465 δραχμών και συμφωνήθηκε η κεφαλαιοποίηση όλων των οφειλών από τα δάνεια αυτά από 1 Ιανουαρίου 1988 και η ενοποίησή τους σε μια ενιαία οφειλή. Ρητά συμφωνήθηκε εξάλλου με το άρθρο 3 της πράξης κεφαλαιοποιήσεως ότι ο ενιαίος λογαριασμός εξυπηρετήσεως όλων των προαναφερόμενων οφειλών του οφειλέτη θα έχει τη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού εκτοκιζόμενος κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και πιστούμενος με τις καταβαλλόμενες δόσεις, καθώς και ότι «το μετ’ αφαίρεσιν του ποσού εκάστης δόσεως εναπομένον εκάστοτε χρεωστικόν υπόλοιπον» θα αποτελεί «νέον κεφάλαιον εκτοκιζόμενον κατά την ημερομηνία καταβολής της επόμενης δόσεως», ενώ με το άρθρο 4 η δανείστρια δικαιούται να αυξάνει το ανώτατο επιτόκιο του δανείου μέχρι του ανώτατου εκάστοτε θεμιτού ορίου εφ’ όσον δι’ αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής ήθελαν αυξηθεί γενικώς τα επιτόκια χορηγήσεως παρόμοιων δανείων ή ήθελε επιτραπεί τούτο ειδικώς στη δανείστρια. Από τους προεκτεθέντες όρους της σύμβασης κεφαλαιοποίησης, σαφώς προκύπτει ότι οι συμβληθέντες σε αυτήν, ρητώς συμφώνησαν τον ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων, από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεώς τους ανά εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, με το ανώτατο ποσοστό του εκάστοτε ισχύοντος τόκου υπερημερίας. Για την παρακολούθηση της ως άνω οφειλής τηρήθηκαν από την ως άνω τραπεζική εταιρία οι υπ’ αριθμ. 981046-3, 982015-9, 983085-5 και 984013-3 αλληλόχρεοι λογαριασμοί, οι οποίοι την 1.1.1978 χρεώθηκαν με το ποσό των 64.788.944, 16.209.480, 9.242.558 και 2.138.483 δραχμών αντίστοιχα που αντιστοιχούσαν στην οφειλή της και οι οποίοι την 23.11.2001 παρουσίαζαν τα χρεωστικά υπόλοιπα των 4.344.390.575, 686.466.441, 724.601.105 και 164.400.590 δραχμών αντίστοιχα. Την 23.11.2001 η ενάγουσα μετέφερε τα χρεωστικά υπόλοιπα των ανωτέρω λογαριασμών στους υπ’ αριθμ. 790980-2, 771347-9, 501331-3 και 884645-6 λογαριασμούς του καταστήματός της με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 5.919.858.711 δραχμές, ήτοι 17.373.026,30 ευρώ, εντόκως από την 1.7.2001. Το ανωτέρω ποσό προκύπτει με σαφήνεια από τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα αντίγραφα που έχουν εξαχθεί από τα αρχικά χειρόγραφα και στη συνέχεια μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η οφειλή της εναγομένης της υπό στοιχ. Α αγωγής δεν μπορεί να υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 καθόσον εμπίπτει στην εξαίρεση της παρ. 4 του εν λόγω άρθρου αφού το ύψος των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που είχε λάβει η εναγομένη υπερβαίνει τα 750.000.000 δραχμές ή 2.201.000 ευρώ, όπως οι απαιτήσεις αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τους αναλυτικούς πίνακες που προσκομίζει και επικαλείται η ανώνυμη τραπεζική εταιρία, οι οφειλές με τόκους χωρίς ανατοκισμό μέχρι την 31.12.1999 ανέρχονται για τις ανωτέρω 309789/ 1968, 239486/1970, 247806/1971, 249185/1971, 274965/1972, 287249/1972, 217110/1969 και 308424/1973 δανειακές συμβάσεις και την εισφορά του ν. 257/ 1976 σε 237.182.292, 44.468.369, 6.392.364, 10.761.882, 40.465569, 5.586.913, 79.349.345, 17.265.992, 80.907.317 δραχμών αντίστοιχα και συνολικά σε 522.380.043 δραχμές, ήτοι 1.533.030,21 ευρώ. Επιπλέον δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4.138/14.12.1971 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό καθώς και των αυξητικών αυτής, η ενάγουσα τράπεζα χορήγησε στην πρώην εταιρία περιορισμένης ευθύνης (και νυν ΑΕ) με την επωνυμία ... Πίστωση μέχρι το ποσό των 70.000.000 δραχμών, προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκαν από την εναγομένη αλληλόχρεοι λογαριασμοί, οι οποίοι έκλεισαν οριστικά την 10.6.1986 και μεταφέρθηκαν στους υπ’ αριθμ. 306434-4, 306435-2 και 306436-0 λογαριασμούς καθυστέρησης, που εμφάνισαν την 15.12.1990 συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 222.764.939 δραχμών. Ακολούθως, κατόπιν αγωγής της εναγομένης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5.726/1992 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει το ως άνω ποσό των 222.764.939 δραχμών με το νόμιμο τόκο από 16.12.1990. Η οφειλή δε της υπ’ αριθμ. 4.138.14.12.1971 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό χωρίς ανατοκισμό μέχρι 31.12. 1999, με βάση τον πίνακα που προσκομίζει και επικαλείται η ανώνυμη τραπεζική εταιρία ανέρχεται στο ποσό των 349.941.648 δραχμών, ήτοι 1.026.974,75 ευρώ. Συνεπώς η συνολική απαίτηση της ενάγουσας και της εναγομένης κατά την 31.12. 1999 για τις ανωτέρω συμβάσεις δανείου και την υπ’ αριθμ. 4.138/14.12.1971 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (1.533.030,21 + 1.026.974,75) 660.004,96 ευρώ και συνεπώς υπερβαίνει το ποσό των 2.201.000 ευρώ που θέτει ως όριο η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 3259/2004, που εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη αθροιστικά για όλες τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων του ίδιου οφειλέτη κατά τράπεζα. Τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν με σαφήνεια από τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα αντίγραφα που έχουν εξαχθεί από τα αρχικά χειρόγραφα και στη συνέχεια μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας. Συνεπώς, κατόπιν των από 6.10.2004 αιτήσεων επαναπροσδιορισμού της οφειλής της που υπέβαλε η εναγομένη, ορθώς η ενάγουσα τράπεζα της υπό στοιχ. Α΄ αγωγής αρνήθηκε με την από 30.12.2004 γνωστοποίηση-πρόσκλησή της προς την εναγομένη της υπό στοιχ. Α΄ αγωγής, την επαναρύθμιση των οφειλών της, καθόσον το συνολικό υπόλοιπο των ως άνω απαιτήσεων από την ως άνω σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και από τα προαναφερόμενα οκτώ δανειστικά συμβόλαια υπερέβαινε στις 31.12.1999 το ποσό των 750.000.000 δραχμών ήτοι των 2.201.000 ευρώ, και υπάγεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα, στην πρώτη εκ των προϋποθέσεων που θέτει ο παραπάνω νόμος 3259/2004 στην παρ. 4 του άρθρου 39, οι οποίες έχουν τεθεί διαζευκτικά, εξαιρουμένων ως εκ τούτου αυτών (ως άνω δανείων και σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό) από την υπαγωγή τους στην παρ. 1 του άρθρου 39 ν. 3259/ 2004. Επίσης η προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στη συμπεριφορά της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας απέναντί της, από την οποία να δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση σ’ αυτήν (εναγομένη της υπό στοιχ. Α΄ αγωγής) ότι δεν θα είχε ασκήσει το επίδικο δικαίωμά της, όπως προκύπτει με σαφήνεια και από την κατάθεσή του μάρτυρος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄ από 4.7.2006 και με αριθμό κατάθεσης 7180 (Γ.Α.Κ. 133644)/21.7.2006 αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.800.000 ευρώ εντόκως από την 1.7.2001 και με εξάμηνο ανατοκισμό τόκων, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 13.573.026,30 ευρώ εντόκως από την 1.7.2001 και με εξάμηνο ανατοκισμό τόκων.

Σχόλιο

Με αφορμή την εδώ δημοσιευόμενη απόφαση εκπονήθηκε η μελέτη του Μιλτ. Σταθόπουλου (παραπάνω, σελ. 231 επ.), όπου αντί άλλου σχολιασμού παραπέμπεται ο αναγνώστης.

Κ.Π.


[1]* Δημοσιεύονται οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της παραπεμπτικής του Τμήματος, με κοινό σχολιασμό παρακάτω, στις σελ. 270 επ.

[1]* Βλ. κοινό σχόλιο στις τρεις συναφείς αποφάσεις κάτω από την τελευταία, σελ. 282.

[1]* Βλ. κοινό σχόλιο στις τρεις συναφείς αποφάσεις κάτω από την τελευταία, σελ. 282.

[1]. Ανάλογα, για το ενέχυρο, στα κινητά πρβλ. τα άρθρα ΑΚ 1318.3 και 1250 εδ. β΄.

[2]. Σύμφωνα με την νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 14/2006 (ΧρΙδΔ 2007, 97) με το άρθρο 41 ΕισΝΚολΔ εξομοιώνεται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη διαφορά (εκ του άρθρου 1007.1 ΚΠολΔ) τον τρόπο κατατάξεως, δηλαδή οριστικής ή τυχαίας αντίστοιχα.

[3]. Βλ. σχετικώς, με παραπομπές, Λ. Πίψου, Η αναγγελία σελ. 72 επ.

[4]. Ειδικά για την διανομή βλ. ΑΠ 99/1990 ΕλΔ 1991, 85. ΑΠ 1307/1994 ΕλΔ 1996, 609-610. Μητσόπουλος, ΔΙΚΗ 1977, 189 (196). Μπέης, ΔΙΚΗ 1977, 798. Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας, ΠολΔ 485 αρ. 8 σελ. 869. Αντίθ. η τρίτη από τις δημοσιευόμενες εδώ αποφάσεις.

[5]. Μπέης, ΠολΔ άρθρο 484 σελ. 1793 και 1795. ΜΠρΑθ 839/1976 ΝοΒ 1976, 997. ΕφΘεσ 128/1993 ΕλΔ 1994, 653-654. Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας, π.

[6]. Όντως, άνευ αντικειμένου θεωρεί την κύρια παρέμβαση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων δανειστών στη δίκη διανομής με πλειστηριασμό η απόφαση ΜΠρΤρικ 490/1971 ΝοΒ 1972, 348-9 (!).

[7]. Βλ. την σχετική επισήμανση της Λ. Πίψου, π. σελ. 415.

[8]. Βλ. Λ. Πίψου, π. σελ. 414 και 415 και τις εκεί παραπομπές στις σημ. 97, 98 και 101.