Digesta OnLine 2020

Παγκόσμια βιοηθική και επιτροπές ηθικής

Αντώνιος Μανιάτης

Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. , Δικηγόρος

 Για να ανοίξετε τα κείμενα σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Περίληψη

Η παγκόσμια βιοηθική είναι οικουμενική βιοηθική που ακολουθεί κοινές ηθικές αρχές και αξίες, με σκοπό την από κοινού ηθική αξιολόγηση των βιοηθικών ζητημάτων και ακολούθως και την πολιτική διευθέτηση των τρόπων εφαρμογής τους. Βασίζεται ιδιαίτερα στην Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, της ΟΥΝΕΣΚΟ. Μία από τις αρχές αυτού του κειμένου έγκειται στη λειτουργία ανεξάρτητων, πολυεπιστημονικών και πολυφωνικών επιτροπών ηθικής, η οποία είναι συγκρίσιμη με τη βιοηθική αρχή της αυτονομίας. Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής δεν είναι εξοπλισμένη με καθιερωμένη ανεξαρτησία αλλά αποτελεί παράδειγμα της κατηγορίας των «οιονεί ανεξάρτητων διοικητικών αρχών». Κατά σιωπηρή συνθήκη του πολιτεύματος, με αυτές τείνουν να μοιάζουν οι μη συνταγματικά κατοχυρωμένες «ανεξάρτητες διοικητικές αρχές», στο μέτρο τουλάχιστον που προβλέπεται η συγκρότησή τους να προσδιορίζεται από κυβερνητικά όργανα. Αυτή υπήρξε αρχικά η περίπτωση της επιτροπής ηθικής «Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγής», πριν μεταπέσει στην κατηγορία των «οιονεί ανεξάρτητων διοικητικών αρχών».

Λέξεις - κλειδιά

Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, επιτροπές ηθικής, Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οιονεί ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, παγκόσμια βιοηθική

Εισαγωγή

Έχει περάσει περίπου μισός αιώνας από την ορολογική γέννηση του αγγλικού όρου «bioethics». Η βιοηθική καθιερώθηκε, ειδώθηκε ως ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στην ιλιγγιώδη τεχνο-επιστημονική πρόοδο αλλά και ως τόπος συνάντησης και συμφιλίωσης επιστημονικής προόδου και αξιών[1]. Έχει προχωρήσει τόσο που έχει εισαχθεί ο όρος «παγκόσμια βιοηθική» (global bioethics), γύρω από την οποία έχει αναπτυχθεί ένας γόνιμος επιστημονικός διάλογος.

Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει την παγκόσμια βιοηθική γενικά ενώ στη συνέχεια επικεντρώνεται στο παραπλήσιο ζήτημα του θεσμού των επιτροπών ηθικής. ‘Εμφαση δίνεται σε μία επίκαιρη περίπτωση της ελληνικής πραγματικότητας, η οποία συνίσταται στην Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Ι. Η παγκόσμια ηθική και η αναγκαιότητα της παγκόσμιας βιοηθικής

Η καθολικότητα είναι εγγενής στη φιλοσοφία γενικά, σε όλους τους κλάδους της και ιδιαίτερα στην ηθική[2]. Υποστηρίζεται η άποψη ότι οι ισχυρισμοί για την ύπαρξη μίας παγκόσμιας βιοηθικής είναι αρκετά ανέφικτοι δεδομένου ότι υπάρχει ένα παρελθόν δυόμισι και πλέον χιλιάδων ετών ασυμφωνίας μεταξύ των φιλοσόφων[3]. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη της καθολικότητας της ηθικής και της γλώσσας της, ενάντια στον ηθικό σχετικισμό και σκεπτικισμό, στην «ηθική των καταστάσεων», στον κοινοτισμό και πρόσφατα στη μετα-νεωτερικότητα, είναι πολύ παλαιά[4].

Αν το έτος - ορόσημο για την εποχή της τρέχουσας περιόδου της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως σηματοδοτήθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, και γενικότερα της παγκοσμιοποίησης είναι το 1992, η επόμενη χρονιά θεωρείται ως το σημείο από το οποίο αρχίζει μία διεθνής κινητικότητα για μία παγκόσμια ηθική. Τότε πραγματοποιήθηκαν τρεις εκδηλώσεις που εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην ανάγκη αυτή και έσπειραν τα σπέρματα μίας κοινής ηθικής[5]: Πρόκειται για το «Παγκόσμιο Συνέδριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», του Ο.Η.Ε., που έγινε τον Ιούνιο στη Βιέννη, για τη «Βουλή των Θρησκειών» (Parliament of World Religions) τον Αύγουστο στο Σικάγο και για την Παπική Εγκύκλιο Veritatis Splendor, τον Οκτώβριο.

Πάντως, όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα της παγκόσμιας βιοηθικής, είναι ενδεικτικό του βαθμού δυσκολίας στην προσέγγισή του ότι δεν απαντά ένας ομόφωνος ορισμός. Κατά την επικρατούσα θεώρηση, ο όρος αυτός σημαίνει μία οικουμενική βιοηθική, που ακολουθεί κοινές ηθικές αρχές και αξίες, με σκοπό την από κοινού ηθική αξιολόγηση των βιοηθικών ζητημάτων και ακολούθως και την πολιτική διευθέτηση των τρόπων εφαρμογής τους.

Η περαιτέρω διαμόρφωση και κυρίως η εφαρμογή της παγκόσμιας βιοηθικής εκτιμάται ότι είναι αναγκαίες για διάφορους λόγους. ‘Ενας από αυτούς τους λόγους είναι ότι οι προβληματισμοί για τα βιοηθικά ζητήματα έχουν κατ΄ αρχάς οικουμενικό (όχι στενά τοπικό ή περιφερειακό) χαρακτήρα και οι επιπτώσεις τους αφορούν την ανθρωπότητα ολόκληρη και όχι ειδικά μία κοινότητα ανθρώπων. Το επιχείρημα αυτό γειτνιάζει με την παραπλήσια έννοια της δημόσιας υγείας, η οποία στη γενικότερη εκδοχή της σημαίνει την υγεία ολόκληρου του πληθυσμού, στο κατά περίπτωση γεωγραφικό επίπεδο αναφοράς.

Εξάλλου, η ύπαρξη μίας παγκόσμιας βιοηθικής απαιτείται από τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και αγοράς, αφού θέματα όπως μεταξύ άλλων οι κλινικές δοκιμές πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών σε αναπτυσσόμενες χώρες δεν αντιμετωπίζονται εύκολα σε τοπικό επίπεδο. Επισημαίνεται ότι ήδη πριν να επικρατήσει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ο τομέας της υγείας συνέβαλε σημαντικά στο οικονομικό γίγνεσθαι και στη διαμόρφωση νέων διοικητικών τάσεων. Λόγου χάρη, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα οι υπηρεσίες υγείας σε παγκόσμια κλίμακα υπήρξαν συχνά στην εμπροσθοφυλακή εξελίξεων, στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης, από τη Διοίκηση Ολικής Ποιότητας (Δ.Ο.Π.). μέχρι την εισαγωγή συμβολαίων και εσωτερικών αγορών στις δημόσιες υπηρεσίες[6]. Η τελευταία περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αντικατάστασης των διοικητικών διαδικασιών με μηχανισμούς της αγοράς, δηλαδή με βάση το μοντέλο της οικονομίας της αγοράς[7]. Πράγματι, στο πλαίσιο των προσπαθειών μεταρρύθμισης της Διοίκησης οι οποίες διέπονται από την ιδέα της αγοράς ως βασική ιδέα, χρησιμοποιούνται κουπόνια για τη συμμετοχή σε διάφορα δημόσια προγράμματα και δημιουργούνται εσωτερικές αγορές στο χώρο της υγείας[8]. Το μοντέλο της «Νέας Δημόσιας Διοίκησης» ή της «Επανίδρυσης του Κράτους» βρήκε μεταξύ άλλων χωρών εφαρμογή στη Νέα Ζηλανδία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και περιλάμβανε μεταξύ άλλων τη διαχείριση του τομέα της δημόσιας υγείας και την αναμόρφωση της κοινωνικής πρόνοιας και την απορρύθμιση της εργασίας ενώ στη Μεγάλη Βρετανία στην ίδια δεκαετία εισήχθη ο θεσμός των «οιονεί αγορών» στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης[9].

Είναι ενδεικτικό της κοινωνικής και πολιτικής βαρύτητας του εν πολλοίς ευαίσθητου τομέα της υγείας ότι αυτός έχει αποτελέσει αντικείμενο σημαντικών μεταρρυθμίσεων από τις κυβερνήσεις, τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για τεχνικές οι οποίες αποτελούν τυπικό παράδειγμα φιλελεύθερης οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει η προσέγγιση των ασθενών ως «πελατών», πλην όμως το ζητούμενο είναι η προληπτική προσέγγιση και η θεραπεία των ασθενών[10].

Παρόμοιες παρατηρήσεις αρμόζουν για τη νέα τάση της «τεκμηριωμένης ιατρικής» (evidence-based medicine), η πρακτική της οποίας συνεπάγεται την ολοκλήρωση της ατομικής κλινικής ειδίκευσης με την καλύτερη διαθέσιμη εξωτερική απόδειξη η οποία προέρχεται από συστηματική έρευνα[11]. Μολονότι η τεκμηριωμένη ιατρική αρχικά εστίαζε στην ατομική συμπεριφορά των ιατρών ως προς τη λήψη αποφάσεων, έχει πιο πρόσφατα αναδείξει την τεκμηριωμένη φροντίδα υγείας γενικά, εμπλέκοντας και την αποστολή διοικητών και διαμορφωτών πολιτικής[12].     Οι ευρείες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις τις οποίες υφίστανται τα περισσότερα σύγχρονα υγειονομικά συστήματα, μεταξύ των οποίων η αύξουσα ζήτηση, η επιτάχυνση των νέων τεχνολογιών και φαρμάκων και μία αυξανόμενη δημόσια εγρήγορση και κριτική πρόκληση προς την υπηρεσία, αποτελεί έναν από τους λόγους του ενδιαφέροντος για αυτή τη μοντέρνα προσέγγιση της ιατρικής.

Τέλος, η παγκόσμια βιοηθική μπορεί να ιδωθεί και ως εγχείρημα απάντησης σε μείζονα προβλήματα τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν, σε τυπικό επίπεδο αρμοδιότητας, οι κυβερνήσεις και σε ουσιαστικό επίπεδο ο άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, όπως μεταξύ άλλων η κλιματική αλλαγή, θανατηφόρες ασθένειες και η τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού «Covid 19».

ΙΙ. Η Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αμφισβητίες της ύπαρξης μίας παγκόσμιας βιοηθικής έχουν την τάση να αποφεύγουν κάθε αναφορά στην Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόκειται για ένα μη νομικά δεσμευτικό κείμενο που υιοθετήθηκε παμψηφεί από 191 χώρες, στο πλαίσιο της Γενικής Διάσκεψης της ΟΥΝΕΣΚΟ, στην τριακοστή τρίτη συνεδρίαση αυτού του οργάνου, στις 19 Οκτωβρίου 2005.

Στο τμήμα ΙΙ, το οποίο επιγράφεται «Αρχές», παρατίθεται ένας λεπτομερής κατάλογος των ηθικών αρχών, στις οποίες όσον αφορά τη βιοηθική κεντρική θέση έχει το παραδοσιακό τετράπτυχο που έχει ήδη από το 1979 αναδειχθεί από τη θεωρία. Πρόκειται για την αυτονομία (και την ατομική ευθύνη) του ενδιαφερόμενου προσώπου, τις συμπληρωματικές αρχές της αγαθοεργίας και της αποτροπής πρόκλησης βλάβης, και τη δικαιοσύνη (όσον αφορά την πρόσβαση στις διάφορες υγειονομικές υπηρεσίες, σε περίπτωση συρροής ασθενών). Με τη μείζονος σπουδαιότητας αρχή της αυτονομίας, η οποία έχει την έννοια της προσωπικής ελευθερίας κάθε ατόμου κατά βάση στην επιλογή αν και πώς θα τύχει αντικείμενο ιατρικών πράξεων, συνδέεται στενά και μία άλλη αρχή, αυτοτελώς αναγνωρισμένη στη Διακήρυξη. Αυτή είναι η συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης, η οποία συνίσταται στην απαίτηση για προηγούμενη, ελεύθερη συναίνεση του ενδιαφερομένου, βασισμένη σε επαρκή ενημέρωση, προκειμένου να διεξαχθεί οποιαδήποτε προληπτική, διαγνωστική και θεραπευτική ιατρική παρέμβαση σε αυτόν.

Το τμήμα ΙΙΙ, το οποίο τιτλοφορείται «Εφαρμογή των αρχών», περιλαμβάνει περαιτέρω προδιαγραφές, με περισσότερο διαδικαστικό χαρακτήρα, όπως η αξιολόγηση και η διαχείριση των σχετικών με την ιατρική, τις επιστήμες της ζωής και τις συναφείς τεχνολογίες κινδύνων. Ωστόσο, όπως μπορεί να συμβεί σε κάθε νομικό εργαλείο αυτού του είδους, η Διακήρυξη δεν είναι άμοιρη ελλείψεων, όπως αυτή που προέκυψε από την αφαίρεση, στο τελικό κείμενο, της αναγνώρισης της αρχής της προφύλαξης ως ενός εργαλείου διαχείρισης κινδύνων για σκοπούς δημόσιας υγείας[13].

Μία άλλη από τις προδιαγραφές για την εφαρμογή των αρχών του τμήματος II είναι εκείνη που διακηρύσσεται στο άρθρο 19. Όπως αποσαφηνίζεται στο σχετικό τίτλο, δεν πρόκειται για διατάξεις στενά αφιερωμένες στις επιτροπές βιοηθικής αλλά ευρύτερα στις «Επιτροπές ηθικής» (Ethics committees).

Ειδικότερα, σύμφωνα με το επεξηγηματικό υπόμνημα για το προκαταρκτικό σχέδιο της Διακήρυξης (το οποίο περιλάμβανε την προαναφερθείσα αρχή της προφύλαξης), το εξεταζόμενο άρθρο διαλαμβάνει και για τις δύο κατηγορίες οργάνων, δηλαδή των αρμόδιων για την ηθική και εκείνων για τη βιοηθική, σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορα πεδία σχετικά με την ηθική της έρευνας, τη διαμόρφωση πολιτικής, τη διασφάλιση ποιότητας, τις επιτροπές αξιολόγησης από ομότιμους (peer-review committees), τις επιτροπές αξιολόγησης της χρήσης και διαχείρισης κινδύνων και τις επιτροπές επιστημονικής κρίσης (scientific-review committees)[14].

Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ότι σε αυτήν την επιλογή αντανακλά μία σύγχρονη τάση, κατά την οποία οι επιτροπές βιοηθικής, όπως και αν αυτές ονομάζονται επίσημα, βρίσκονται στο στάδιο να αρχίζουν να αποδέχονται μία ευρύτερη εντολή. Η εντολή καλύπτει όχι απλώς τα ηθικά ζητήματα που συνδέονται με την ιατρική και τις επιστήμες της ζωής αλλά και εκείνα που προκαλούνται από τις προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας γενικά. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η Διακήρυξη επιδιώκει να ενισχύσει το ρόλο αυτών των επιτροπών ηθικής στα πεδία που εμπίπτουν στο αντικείμενό της, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ηθικής της έρευνας, και όσον αφορά το έργο τους το οποίο συνίσταται στην ερμηνεία των αρχών της βιοηθικής. Με βάση αυτά, τα όργανα αυτά έχουν να διαδραματίσουν έναν ουσιώδη ρόλο στην υλοποίηση της Διακήρυξης.

Το άρθρο 19 του τελικού κειμένου ορίζει ότι πρέπει να ιδρυθούν, να προωθηθούν και να υποστηριχθούν στο κατάλληλο επίπεδο επιτροπές ηθικής, οι οποίες απαιτείται να είναι ανεξάρτητες (independent), πολυεπιστημονικές (multidisciplinary) και πολυφωνικές («pluralist»). Το κείμενο δεν δίνει ορισμό για αυτήν την τριάδα προδιαγραφών, πράγμα κατ’ αρχάς αρκετά σύνηθες. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι αυτό διαθέτει αρχές διατυπωμένες με πολύ γενικούς όρους, αποφεύγοντας την παράθεση ορισμών της ακριβούς τους σημασίας, η οποία σε κάποια έκταση ενυπάρχει στο προαναφερθέν επεξηγηματικό υπόμνημα. Ακολουθείται δηλαδή η συνήθης νομική πρακτική να μην ορίζονται με ακρίβεια οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στα νομοθετικά κείμενα, με βάση το παλαιό γνωμικό «Omnis definitio in jure periculosa est»[15].

Σύμφωνα με το υπόμνημα, η ανάγκη για ανεξάρτητες, πολυεπιστημονικές και πολυφωνικές επιτροπές έχει ήδη διατυπωθεί σε πολλά κείμενα[16]. Επισημαίνεται ότι η Διακήρυξη δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα αυτών των κριτηρίων για την αξιολόγηση των ηθικών, νομικών και κοινωνικών θεμάτων που συνδέονται με τα προγράμματα επιστημονικής έρευνας και με την τεχνολογική ανάπτυξη, όπως και για την ανάπτυξη οδηγιών και συστάσεων σε συμφωνία με τις διακηρυσσόμενες αρχές.

Προβλέπονται τέσσερις εκφάνσεις του σκοπού αυτών των επιτροπών. Πρώτον, αυτά τα όργανα αξιολογούν τα σχετικά ηθικά, νομικά, επιστημονικά και κοινωνικά προβλήματα τα οποία συνδέονται με ερευνητικά προγράμματα που εμπλέκουν ανθρώπινα όντα. Δεύτερον, παρέχουν συμβουλές σχετικά με τα ηθικά προβλήματα σε κλινικά πλαίσια. Τρίτον, αξιολογούν επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, διατυπώνουν συστάσεις και συμβάλλουν στην προετοιμασία οδηγιών σε θέματα που εμπίπτουν στο αντικείμενο της Διακήρυξης. Τέταρτον, ενθαρρύνουν τη συζήτηση, την εκπαίδευση και τη δημόσια ευαισθητοποίηση όπως και την εμπλοκή (engagement) στη βιοηθική.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δημόσιες επιτροπές οι σχετικές με την ηθική όχι απλώς αποτελούσαν μία πραγματικότητα σε πολλές χώρες κατά την υιοθέτηση της διακήρυξης αλλά πολλαπλασιάζονται. Πρόκειται για μία νέα μόδα στο ζήτημα της ηθικής γενικά, όχι αποκλειστικά στο πεδίο της βιοηθικής. Για παράδειγμα, στην ελληνική έννομη τάξη έχει εισέλθει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα καθώς και στα ερευνητικά και τεχνολογικά ερευνητικά κέντρα έχει εισαχθεί μέσω διατάξεων του Ν. 4521/2018 η υποχρεωτική ίδρυση και λειτουργία Επιτροπών Ηθικής και Δεοντολογίας της ‘Ερευνας (Ε.Η.Δ.Ε.) που εγγυώνται την ηθική και δεοντολογική ακεραιότητα των ερευνητικών προγραμμάτων. Στην πράξη, ο θεσμός αυτός εφαρμόστηκε αλλά με ποικίλα αποτελέσματα. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί φορείς που έχουν αξιοποιήσει αυτό το νέο θεσμικό πλαίσιο, λόγου χάρη δημιουργώντας και σχετική ιστοσελίδα με χρηστικές πληροφορίες, και άλλοι που δεν έχουν προβεί παρά σε μία τυπική ανταπόκριση στην υποχρέωσή τους να συστήσουν το προβλεπόμενο όργανο. Πέραν τούτου, εκτιμάται ότι σημαντικός παράγοντας για την έλλειψη μίας ιδιαίτερης κινητοποίησης είναι μεταξύ άλλων η έλλειψη χρηματικού κινήτρου καθώς το αξίωμα του συμμετέχοντος στην επιτροπή είναι άμισθο.

Εξάλλου, στις κοινωνίες στις οποίες η πλειονότητα του πληθυσμού ασπάζεται την ίδια θρησκεία, έχουν συσταθεί θρησκευτικές επιτροπές βιοηθικής, οι οποίες έχουν θεσπίσει βασικές αρχές, σύμφωνα με την πίστη τους, και προσπαθούν να λύσουν ανακύπτοντα προβλήματα παράλληλα ή σε συνεργασία με τις επιτροπές του κράτους[17]. Τέτοια είναι η περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία μάλιστα η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος την «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα». Με βάση τον κανονισμό υπ’ αριθμ. 101/1998 «Περί συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος» υπάρχει η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής, στο πλαίσιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πολυσυλλεκτική σύνθεση.

Η δημιουργία ενός οργάνου αυτής της μορφής άτυπα οδηγεί σε μία δυαρχία, αν ληφθεί υπόψη ότι παράλληλα δημιουργήθηκε και λειτουργεί και κοσμικό συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε θέματα βιοηθικής. Αυτή η δυαρχία δεν είναι απλώς παρεπόμενη του γενικού θεσμικού μοντέλου που υπάρχει στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας, αλλά και συγκρίσιμη με το νομικό καθεστώς του τύπου της σύμβασης του γάμου. Κατόπιν συμβιβασμού μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας, ο πολιτικός τύπος γάμου δεν εισήχθη τελικά ως υποχρεωτικός αλλά ως ισοδύναμος και ισόκυρος με το θρησκευτικό, πράγμα που ισχύει μέχρι σήμερα.

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής εισήχθη με το Ν. 2667/1998, αποτελώντας «αδελφή» της παραπλήσιας Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Είναι σαφές με βάση αυτό το νόμο ότι είναι ένα από τα πολλά συμβουλευτικά όργανα της Πολιτείας[18]. Αυτό που δεν φαίνεται prima facie απόλυτα σαφές είναι η επακριβής νομική της φύση. Πρόκειται για μία υπηρεσία που υπάγεται στον πρωθυπουργό, ο οποίος επιλέγει την πολυσυλλεκτική της σύνθεση και θεσπίζει τον κανονισμό της. Μολονότι αυτό το όργανο, το οποίο στερείται αποφασιστικών αρμοδιοτήτων, δεν έχει καθιερωμένη, τουλάχιστον ρητά και σαφώς, κάποια μορφή ανεξαρτησίας, εκτιμάται ότι ανήκει στη χορεία των οργάνων εντός του νομικού προσώπου του Δημοσίου τα οποία έχουν ένα ιδιόρρυθμο προφίλ, αποτελώντας οιονεί ανεξάρτητες διοικητικές αρχές. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από λίγα αλλά σημαντικά θεσμικά στοιχεία αυτής της επιτροπής, όπως η υψηλού επιπέδου τεχνοκρατική της συγκρότηση και η σχετικά μεγάλη θητεία των μελών, αρκετά μεγαλύτερη από το συνταγματικό βίο της κυβέρνησης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το χρονικό σημείο έναρξης των δύο συγκρινόμενων θητειών δεν συμπίπτει. Η πρακτική της σύστασης οιονεί ανεξάρτητων διοικητικών αρχών αποτελεί μία μοντέρνα τάση στο πολίτευμα, η οποία κατά κάποιον τρόπο οδηγεί σε συγκρίσεις με το βασικό σημείο αναφοράς, το οποίο συνίσταται στο διοικητικό μόρφωμα των καιρών, τις ανεξάρτητες αρχές.

Η πολιτική εξουσία ασκεί την ευρεία διαδικαστική διακριτική της ευχέρεια, για τη ρύθμιση, την εποπτεία και τον έλεγχο ενός θεσμού ή ενός τομέα, δημιουργώντας μία ανεξάρτητη διοικητική αρχή ή αλλιώς μία οιονεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή σαν υποκατάστατο αυτής, η οποία είναι εξοπλισμένη με μία επίφαση ποιότητας και αμεροληψίας, σε στενή σχέση με την κατά το άρθρο 25 παρ. 1α του Συντάγματος αρχή του κράτους δικαίου. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις δεν υφίσταται διακριτική ευχέρεια αλλά δεσμία αρμοδιότητα για την υιοθέτηση του αυθεντικού μοντέλου, όπως όταν αυτό επιβάλλεται από τις ίδιες τις διατάξεις του Συντάγματος ή από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις οργάνων, για τα οποία η νομική τους φύση, αν όχι και η ίδια τους η ύπαρξη, δεν επιβάλλεται κατά ένα μονοσήμαντο τρόπο από υπερκείμενη πηγή του δικαίου σαν και τις προαναφερθείσες.

ΙΙΙ. Η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Αρχή Ι.Υ.Α.)

Μία από τις πολλές περιπτώσεις οργάνων που γεννήθηκαν στη γκρίζα ζώνη της (δυνητικής) θέσπισης είτε αυθεντικής είτε οιονεί ανεξάρτητης αρχής αποτελεί η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Αρχή Ι.Υ.Α.). Η σύστασή της προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο Ν. 3305/2005 «Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής». Το σχετικό άρθρο είναι ταυτάριθμο με εκείνο για τις επιτροπές ηθικής, της Οικουμενικής Διακήρυξης για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία άλλωστε είναι συνομήλικη με αυτό το νομοθέτημα.

Ειδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 19 ορίζεται ότι συνιστάται αυτό το όργανο, με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του Ν. 3089/2002 «Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή» και του παρόντος νόμου, καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται κάθε φορά. Στην παρ. 2 αποσαφηνιζόταν ότι αυτό αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με δικό του προϋπολογισμό και δική του γραμματεία. Η ανεξαρτησία του prima facie προβλεπόταν πλήρης καθώς αυτό δεν υπέκειτο σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο, ούτε από τον υπουργό υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης στον οποίο «υπάγεται», κατά την επιλεγείσα διατύπωση αντί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «εποπτεύεται», κατά τα ειωθότα σε νόμους που προβλέπουν ανεξάρτητες αρχές. Η αποφυγή της χρήσης αυτού του όρου δεν ήταν απλώς σύμφωνη με τη νομική φύση ενός οργάνου με ανεξαρτησία αλλά συνέβαλε στην αποτροπή συγχύσεων ή συνειρμών με τον παράδοξο όρο «εποπτεία» της σχετικής νομοθεσίας, την οποία έχει ως αποστολή η Αρχή.

Ωστόσο, η ανεξαρτησία, μολονότι ρητά καθιερωμένη σε προσωπικούς και λειτουργικούς όρους για τα μέλη, απέβαινε αμφιλεγόμενη, στο μέτρο που αυτά επιλέγονταν από κυβερνητικά όργανα, όπως το υπουργικό συμβούλιο κατόπιν εισηγήσεως του αρμόδιου υπουργού (και γνώμη της κοινοβουλευτικής επιτροπής θεσμών και διαφάνειας) και κυρίως ο ίδιος ο υπουργός, ως προς τον πρόεδρο και τα μέλη κατά περίπτωση. Εφόσον κάποιος «διορίζεται», με την έννοια ότι επιλέγεται κατά το μάλλον ή ήττον ελεύθερα, από ένα πολιτικό όργανο, για να στελεχώσει έναν ανεξάρτητο θεσμό της Πολιτείας (δικαστική αρχή, εισαγγελική αρχή, ανεξάρτητη διοικητική αρχή…), κατά τεκμήριο θα αισθάνεται ηθικά υπόχρεος και είναι πιθανό να θέλει τεχνηέντως να ανταποδώσει την τιμή που του έγινε.

Αυτή η νομοθετική διαμόρφωση του καθεστώτος μίας ανεξάρτητης αρχής αποτελεί ένα φαινόμενο υβριδικό και προβληματικό, και μάλιστα συμμετρικό προς εκείνο των οιονεί ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, οι οποίες και αυτές ελέγχονται κυριαρχικά, τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους, από κυβερνητικό όργανο και επομένως δεν έχουν ανεξαρτησία ως προς την ανάδειξη αλλά ενδέχεται de facto να επιδεικνύουν κάποια, έστω και περιορισμένη, ανεξαρτησία στην άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία τα επί θητεία μέλη εξακολουθούν να υπηρετούν ενώ η πολιτική παράταξη που τα ανέδειξε έχει χάσει την εξουσία. Συνεπώς, παρατηρείται κατά σιωπηρή συνθήκη του πολιτεύματος μία σε κάποιο βαθμό εξομοίωση των μη συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, με κυβερνητική ανάδειξη, με τις οιονεί ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες έχουν κατά βάση όμοια ανάδειξη.

Το 2014 ήταν μία σημαντική χρονιά για την Αρχή Ι.Υ.Α. δεδομένου ότι τον Ιούλιο δημοσιεύθηκε ο Ν. 4272 που περιλάμβανε διάφορες ρυθμίσεις για την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Μεταξύ αυτών των διατάξεων ξεχωρίζει το γεγονός ότι αναβαθμίστηκε η Αρχή ποικιλοτρόπως, λόγου χάρη με την αρμοδιότητά της να δίνει και να ανακαλεί την άδεια τόσο των Μονάδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής όσο και των τραπεζών κρυοσυντήρησης ενώ στην αρχική μορφή του Ν. 3305/2005 γινόταν μία αόριστη αναφορά σε «αρμόδιο φορέα» διάφορο της Αρχής, η οποία είχε πάντως ένα ρόλο, υπό τύπον σύμφωνης γνώμης και εισήγησης αντίστοιχα. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο πρόεδρος της Αρχής ανακοίνωσε την επανεκκίνηση της λειτουργίας της ενώ επισημάνθηκαν η ανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου και η απραξία της τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να αφεθεί ανεξέλεγκτο το πεδίο της αρμοδιότητάς της, με τις 67 οικείες Μονάδες που λειτουργούσαν τότε στην Ελλάδα[19]. Ετοιμάστηκε και θεσπίστηκε με μεγάλη καθυστέρηση το σχετικό προεδρικό διάταγμα 10/2016 ενώ είχαν ήδη εκδοθεί δύο κανονιστικές αποφάσεις, το περιεχόμενο των οποίων σχετίζεται με το μέγιστο αριθμό μεταφερόμενων γονιμοποιημένων ωαρίων, για να περιοριστεί το επικίνδυνο για τα νεογνά και τις μητέρες φαινόμενο των πολύδυμων κυήσεων[20].

Ειδικότερα, ο Ν. 3305/2005 προέβλεπε την έκδοση του προαναφερθέντος διατάγματος, με πρόταση του αρμόδιου υπουργού ύστερα από εισήγηση της Αρχής, σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Μονάδας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και για τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης άδειας καθώς και με κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια[21].

Κατά παρόμοιο τρόπο, προβλεπόταν και η έκδοση ενός άλλου προεδρικού διατάγματος, με τα ίδια εμπλεκόμενα όργανα στους ίδιους ρόλους, αναφορικά με το νομικό καθεστώς των τραπεζών κρυοσυντήρησης[22]. Τελικά, με τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 2014 αντικαταστάθηκε η απαίτηση για διάταγμα με εκείνη για υπουργική απόφαση ενώ διατηρήθηκε η σχετική εισηγητική αρμοδιότητα της Αρχής, η οποία την άσκησε στις 28 Μαΐου 2015 με αποτέλεσμα να εκδοθεί για πρώτη φορά η απαιτούμενη κανονιστική διοικητική πράξη στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους[23].

Οι τίτλοι τέλους για την ανεξαρτησία της Αρχής έπεσαν με το Ν. 4558/2018, δυνάμει του οποίου μετατράπηκε σε «αυτοτελή διοικητική υπηρεσία», που υπάγεται «απευθείας» στον υπουργό υγείας. Η λέξη «εποπτεία» όχι απλώς εισήχθη πλέον στις σχέσεις μεταξύ των δύο οργάνων αλλά επικυρώθηκε με την εντονότερη περίπτωση του ελέγχου, από τον υπουργό και – πράγμα που παραλείφθηκε στο μετέπειτα Ν. 4737/2020 – από κάθε άλλη καθ’ ύλην αρμόδια ελεγκτική αρχή. Σαν να μην έφθανε αυτή η εμφατική, αν όχι πληθωρική, αναφορά στον ελέγξιμο χαρακτήρα αυτού του οργάνου, προστέθηκε με το Ν. 4600/2019 ότι η αληθής έννοια του προβλεπόμενου διοικητικού ελέγχου είναι ότι μπορεί να αφορά ολόκληρο το διάστημα λειτουργίας της Αρχής με έναρξη τη σύστασή της, πράγμα που αποτελεί αναδρομική προσβολή της ανεξαρτησίας της.

Με το Ν. 4558/2018 η εννεαμελής συγκρότηση ελαττώθηκε σε επταμελή και γενικεύθηκε το προνόμιο του υπουργού να επιλέγει τους συμμετέχοντες, με τη μόνη διαφορά ότι ειδικά για τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή του απαιτείται και προηγούμενη γνώμη της κοινοβουλευτικής επιτροπής θεσμών και διαφάνειας. Εισήχθησαν διάφορες μεταβολές στη συγκρότηση, όπως στοιχεία «επικυριαρχίας» της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής καθώς αυτή απέκτησε την αρμοδιότητα να υποδεικνύει ένα μέλος δίκην άτυπου τοποτηρητή. Ως μάλλον αρνητική εξέλιξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η κατάργηση της πρόβλεψης για συμμετοχή ενός προσώπου υποβληθέντος σε μεθόδους Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Με το Ν. 4737/2020[24], η Αρχή διασπάστηκε κατά πρωτοφανή τρόπο σε δύο νέα όργανα, το Εποπτικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή. Το αποτέλεσμα ήταν, πέραν των άλλων, να παραβιαστεί η αρχή της συνέχειας στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών δεδομένου ότι έχει διαρρεύσει ένα χρονικό διάστημα μηνών χωρίς να λειτουργεί η Αρχή[25]. Αυτός ο ιδιόμορφος και μη επιβαλλόμενος από τη φύση του πράγματος αναδιπλασιασμός των οργάνων μπορεί να παραλληλιστεί, τηρουμένων των αναλογιών, με μία παλαιά θεσμική εξέλιξη. Ειδικότερα, με το Ν. 3691/2008 καταργήθηκε η ανεξάρτητη αρχή «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες», γεγονός που θεωρήθηκε ότι αποτελεί μία εμμέσως πλην σαφώς θεσμική εκτροπή εφόσον η εκτελεστική εξουσία δεν επιδεικνύει το δέοντα σεβασμό σε όργανα τα οποία λειτουργούν επίσημα ως αμερόληπτοι ελεγκτές παράνομων δραστηριοτήτων από οπουδήποτε και αν αυτές προέρχονται[26]. Η Αρχή αντικαταστάθηκε από την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η σύνθεση της οποίας είναι κατά πλειοψηφία προσκείμενη στην κυβέρνηση, πράγμα που στην ουσία αναιρεί τον ενδεχόμενο χαρακτήρα της Επιτροπής ως ανεξάρτητης αρχής, η οποία άλλωστε δεν κατοχυρώνεται ρητά ως ανεξάρτητη[27].

‘Ενας άλλος παραλληλισμός της εσωτερικής διάσπασης της Αρχής Ι.Υ.Α. είναι δυνατός, αναφορικά με την παρένθετη μητρότητα η οποία χαρακτηρίζεται από μία τάση διπλασιασμού προσώπων και ρόλων. Παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι εξ ορισμού υπάρχουν δύο μητρικοί πόλοι, της μητέρας ωαρίου και της μητέρας μήτρας, οι οποίοι και μοιράζονται τους σχετικούς όρους. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι στην πραγματικότητα υπάρχει τα τελευταία χρόνια και μία δεύτερη τάση, υποδιπλασιασμού διάφορων ήδη εν χρήσει δεδομένων ποσοτικού χαρακτήρα, η οποία είναι αντίρροπη της πρώτης χωρίς να την αναιρεί. Στο πλαίσιο αυτής της νέας δυναμικής, περίπτωση υποδιπλασιασμού προκύπτει με την καινοτομία του Κώδικα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, ο οποίος θεσπίστηκε από την Αρχή Ι.Υ.Α.[28], ως προς το δικαίωμα στον περιορισμό του ενδεχομένου πολύδυμης κυήσεως με τη μέθοδο παρένθετης μητρότητας. Η σχετική ρύθμιση είναι επιτυχής μεταξύ άλλων διότι διευκολύνει τη λειτουργία της φέρουσας μητέρας. Σε κάθε περίπτωση, επιδιώκεται να ελαττωθεί ο αριθμός των κυοφορουμένων (από τουλάχιστον δύο) σε ένα.

Εξάλλου, με την ανάδυση ανώτατου ηλικιακού ορίου, μόλις 45 ετών για την παρένθετη μητέρα, πλέον η γιαγιά του μελλοντικού τέκνου έχει χάσει τη δυνατότητα να λειτουργήσει και ως κυοφόρος. Η γυναίκα που κατά τη διαδεδομένη κοινωνική αντίληψη θεωρείται ότι βλέπει το εγγόνι της ως «δύο φορές παιδί της» είναι λοιπόν περιορισμένη σε αυτόν τον «αναδιπλασιασμό», όντας κατά κανόνα αποκλεισμένη από το ρόλο της φέρουσας μητέρας. Συνεπώς, προκύπτει στην πράξη μία ελάττωση, περίπου στο ήμισυ, της ηλικίας της γυναίκας που είναι πιθανόν να επιφορτιζόταν το βάρος της κυοφόρου, πριν από την κρίσιμη νομοθετική μεταβολή.

Επίλογος

Η παγκόσμια βιοηθική δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά συνδέεται εγγενώς με την υπόθεση μίας κοινής όλων των ανθρώπων ηθικής. Αποτελεί σύστημα κανόνων και αξιών στα θέματα της βιοηθικής, με κεντρικό σημείο αναφοράς την επιτυχή περίπτωση της Οικουμενικής Διακήρυξης για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μία από τις πιο εμπνευσμένες προδιαγραφές αυτού του κειμένου είναι η σχετική με την ύπαρξη όχι απλώς πολυεπιστημονικών και πολυφωνικών αλλά και ανεξάρτητων – έναντι των κυβερνήσεων και οποιουδήποτε άλλου φορέα – επιτροπών ηθικής. Η διαδικαστικού - θεσμικού περιεχομένου απαίτηση για ανεξαρτησία των εμπλεκόμενων οργάνων είναι εγγενώς συγκρίσιμη με μία άλλη, από το τμήμα ΙΙ. Πρόκειται για την ουσιαστική αρχή της αυτονομίας του ενδιαφερόμενου προσώπου, δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις καθιερώνεται η εγγύηση της ελευθερίας αυτοκαθορισμού του δρώντος υποκειμένου, κατά περίπτωση ατόμου (ασθενούς) ή θεσμού. Η παρατήρηση αυτή ισχύει παρά το γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ιδιώτες ενώ στη δεύτερη συνήθως για όργανα του Κράτους ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα. Στην ουσία, η αυτονομία είναι διπλή, περιλαμβάνοντας την αυτονομία σε στενή έννοια, δηλαδή του ατόμου, και εκείνη της επιτροπής ηθικής, η οποία άλλωστε, λόγω και της συναφούς απαίτησης για πολυεπιστημονικό και κυρίως για πολυφωνικό χαρακτήρα της επιτροπής, επιβάλλει την αντιπροσώπευση των ατόμων και κυρίως των κοινωνικών ομάδων στη συγκρότησή της. Συνεπώς, η αυτονομία στη διττή της έκφανση συνδέεται με τα κατά το άρθρο 25 παρ. 1α του Συντάγματος «δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου».

Εκτιμάται ότι η καθιέρωση της αρχής της ηθικής ανεξαρτησίας είναι σημαντική για να μπορούν να διαδραματίζουν επαρκώς, με βάση τη φωνή της συνείδησής τους, οι αρμόδιοι το ρόλο τους, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να μην εξαντλείται στη θέσπιση κανόνων ήπιου δικαίου (soft law) αλλά και δικαίου, ιδίως βιοδικαίου, σε στενή έννοια. Η Διακήρυξη αναφέρεται σε μία ευρεία γκάμα επιτροπών ηθικής και βιοηθικής, χωρίς να εξαντλεί το πεδίο εφαρμογής της στην ειδικότερη περίπτωση του διεθνώς διαδεδομένου μοντέλου των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών εντός του νομικού προσώπου του Κράτους, όπως ήταν η Αρχή Ι.Υ.Α. Για παράδειγμα, είναι εφαρμοστέα μεταξύ άλλων και στις επιτροπές ηθικής και δεοντολογίας της έρευνας στα πλήρως αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί (τουλάχιστον πλήρως) συμβατό με την απαίτησή της για ανεξαρτησία το νομικό καθεστώς οιονεί ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, σαν την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής.

Όσον αφορά την Αρχή Ι.Υ.Α., πρόκειται για μία αμφιλεγόμενη περίπτωση, κατά το μέτρο που ξεπερνώντας κατά πολύ την έννοια του εύλογου χρόνου, και δη για περίπου μία δεκαετία, αδράνησε αφήνοντας αρρύθμιστο (με ευθύνη όμως και της πολιτικής ηγεσίας του αρμόδιου Υπουργείου) και ανεξέλεγκτο το κρίσιμο πεδίο των Μονάδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και των τραπεζών κρυοσυντήρησης. Συνεπώς, το κλασικό ερώτημα «Quis custodiet ipsos custodes?», που εγείρεται σε κάποιες περιπτώσεις συζητήσιμων πρακτικών (κατά κανόνα εκτελεστών διοικητικών πράξεων) από ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά τη μη νόμιμη απραξία της Αρχής.

Σε κάθε περίπτωση, το όργανο αυτό παρουσιάζει ήδη σε συμβολικό και συνειρμικό επίπεδο στοιχεία που αναδεικνύουν τα υπαρξιακά δεδομένα και αδιέξοδα των θεσμών, κατά τρόπο συγκρίσιμο με εκείνα των ανθρώπων. Ενδεικτικά αναφέρονται η σύμπτωση η οποία συνίσταται στον ίδιο αύξοντα αριθμό των άρθρων περί ανεξαρτησίας, στον ιδρυτικό νόμο της Αρχής και στην Οικουμενική Διακήρυξη για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και ο μη ενδεδειγμένος αναδιπλασιασμός των κύριων οργάνων της. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο αναδιπλασιασμός αυτός επήλθε ενώ η Αρχή έστω και καθυστερημένα είχε συμβάλει στο ενδεδειγμένο, αντίστροφο φαινόμενο του υποδιπλασιασμού, ως μία νέα τάση του βιοδικαίου της παρένθετης μητρότητας, π.χ. για να περιοριστούν οι πολύδυμες κυήσεις.

Τέλος, η θεσμική περιπέτεια αυτού του οργάνου εντάσσεται σε μία δυσμενή όχι μόνο για τα πολιτικά ήθη αλλά για το ίδιο το πολίτευμα, ευρύτερη εξέλιξη σχετικά με τις ανεξάρτητες αρχές, όπως αυτή που συνέβη το 2019 όσον αφορά την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αν και είναι μάλλον νωρίς ακόμη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αρχής γενομένης από το 2018, οπότε η Αρχή Ι.Υ.Α. έπαυσε να είναι ανεξάρτητη μοιάζοντας κατά τούτο με την ομόλογή της της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκύπτει ένα φαινόμενο θεσμικής υποβάθμισης ανεξάρτητων διοικητικών αρχών. Αυτό το νέο κύμα μπορεί να παραλληλιστεί με το προηγούμενο της αντικατάστασης της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες μία δεκαετία πριν και – σε απώτερη αναγωγή – με το πρώτο κύμα, το οποίο έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1990[29].


[1] Μ. Δραγώνα - Μονάχου, Ηθική και βιοηθική, Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 2002, Τεύχος 8-9.

[2] Μ. Δραγώνα - Μονάχου, Ηθική και θρησκεία για μια παγκόσμια πολυπολιτισμική κοινωνία: το αίτημα μιας κοινής ηθικής, Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 1999, Τεύχος 2, σ. 147.

[3] Ανώνυμος, Βιοηθική: Σύγχρονα προβλήματα και μέθοδοι απάντησης, Πεμπτουσία, 20 Ιανουαρίου 2014, file:///C:/Users/User/Documents/ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΒΙΟΗΘΙΚΗΣ.pdf. Πρόκειται για συνέντευξη της Cornelia Delkeskap-Hayes προς την Πεμπτουσία (μετάφραση: Φιλοθέη).

[4] Μ. Δραγώνα - Μονάχου, Ηθική και θρησκεία για μια παγκόσμια πολυπολιτισμική κοινωνία: το αίτημα μιας κοινής ηθικής, Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 1999, Τεύχος 2, σ. 147.

[5] Μ. Δραγώνα - Μονάχου, Ηθική και θρησκεία για μια παγκόσμια πολυπολιτισμική κοινωνία: το αίτημα μιας κοινής ηθικής, Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 1999, Τεύχος 2, σ. 148.

[6] S. Osborne, Editorial. Lessons from the health sector for public management, Public Management Review, Volume 4, Number 1 March 2002, p. 1.

[7] Α. Μανιάτης, Δίκαιο Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή 2009, σσ. 65-66.

[8] A. Ball & B. Guy Peters, Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση. Εισαγωγή στην Πολιτική επιστήμη, Εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 2001, σ. 328.

[9] Σ. Λαδή, Β. Νταλάκου, Ανάλυση δημόσιας πολιτικής, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 2016, σσ. 219-220.

[10] Α. Μανιάτης, Δίκαιο Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή 2009, σ. 66.

[11] R. Surrender, L. Locock, D. Chambers, S. Dopson and J. Gabbay, Closing the gap between research and practice in health. Lessons from a clinical effectiveness initiative, Public Management Review, Volume 4 Number 1 March 2002, p. 46.

[12]Α. Μανιάτης, Δίκαιο Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα - Κομοτηνή 2009, σ. 67.

[13]R. Andorno, Global bioethics at UNESCO: in defence of the Universal Declaration on Bioethics and Human Rights, Journal of Medical Ethics, 2007 Mar; 33(3), pp. 150-154.

[14] UNESCO, Explanatory memorandum on the elaboration of the Preliminary Draft Declaration on Universal Norms on Bioethics, (SHS/EST/05//CONF.203/4, Paris, 21 February 2005, p. 13.

[15] R. Andorno, Global bioethics at UNESCO: in defence of the Universal Declaration on Bioethics and Human Rights, Journal of Medical Ethics, 2007 Mar; 33(3), pp. 150-154.

[16] UNESCO, Explanatory memorandum on the elaboration of the Preliminary Draft Declaration on Universal Norms on Bioethics, (SHS/EST/05//CONF.203/4, Paris, 21 February 2005, p. 13.

[17] Ε. Βαγδατλή-Τσικοπούλου, Βιοηθική, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 23.

[18] Ε. Βαγδατλή-Τσικοπούλου, Βιοηθική, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 24.

[19] Β. Αγγουρίδη, «Αναστήθηκε» η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, virus.com.gr, 16/10/2014, https://virus.com.gr/anastithike-i-ethniki-arxi-iatrikos-ypovoithoymenis-anaparagogis/.

[20] Β. Αγγουρίδη, «Αναστήθηκε» η Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, virus.com.gr, 16/10/2014, https://virus.com.gr/anastithike-i-ethniki-arxi-iatrikos-ypovoithoymenis-anaparagogis/.

[21] ‘Αρθρο 16 παρ. 4 in fine.

[22] ‘Αρθρο 17 παρ. 5 in fine.

[23] Αριθ. Οικ 6901 (ΦΕΚ Β 2639 8.12.2015).

[24] ΦΕΚ Α 204/22.10.2020.

[25] Βλ. την Ανακοίνωση της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, της 11-11-2020.

[26] Α. Μανιάτης, Εργασίες προστασίας μνημείων και καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2010, σ. 205.

[27] Α. Μανιάτης, Εργασίες προστασίας μνημείων και καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2010, σ. 205.

[28] Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 73/24-1-2017 της Εθνικής Αρχής ΙΥΑ.

[29] Βλ. Α. Μανιάτης, Δίκαιο Τηλεπικοινωνιών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2005, σ. 87.

Digesta OnLine 2020

ν. 2472/1997 άρθρα 11.1 & 12.2, ν. 2068/1992, ν. 3758/2009

 Για να ανοίξετε την απόφαση και το σχόλιο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

 Για να ανοίξετε την απόφαση, όπως δημοσιεύτηκε σε μορφή pdf πατήστε εδώ


Νομιμότητα της διαβίβασης από Τράπεζα προσωπικών δεδομένων πελάτη της σε εισπρακτική εταιρεία


Αρκεί το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής τους βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της και εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων - ενημέρωσης οφειλετών, ως αποδέκτες των δεδομένων και συνεπώς δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων του σε τέτοιες εταιρίες (αντίθ. μειοψηφία).


πλειοψΟλομΑΠ 3/2020
(Σύνθεση: Ι. Τσαλαγανίδης, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Α. Αλειφεροπούλου και Ειρήνη Καλού, Αντιπροέδροι του Αρείου Πάγου, Α. Μαγιάκου, Α. Κοκκοβού, Δ. Μπιτζούνη, Α. Τζαβάρα, Θ. Γκατζογιάννης - Εισηγητής, Μ. Χατζηγεωργίου, Α. Παπαδιά, Ε. Ερωτοκρίτου, Γ. Κουτσοκώστας, Λ. Μόρφης, Ε. Φραγκάκη, Λ. Καρέλος, Α. Γκάμαρη, Ζ. Στράτα, Π. Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Σ. Δαρέλλης, Ό. Σχετάκη - Μπονάτου, Θ. Μαντούβαλος, Γ. Κόκκορης, Π. Ακάσογλου, Ε. Τσιρακίδου, Κ. Πανά, Ν. Βεργιτσάκης και Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, Αρεοπαγίτες).

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3455/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 3937/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 30-3-2018 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια το αναφερόμενο στο σκεπτικό και στο μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναίρεσης ζήτημα ως προς όλα τα μέρη αυτού και δη εάν η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, γενομένης στο πλαίσιο μιας συμβάσεως, οφείλει να ενημερώνει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα κατά το χρόνο της συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 22/5/2019 κλήσης της καλούσας ανώνυμης εταιρείας.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας και ο αυτοπροσώπως παρασταθείς αναιρεσίβλητος, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης, ο αυτοπροσώπως παρασταθείς αναιρεσίβλητος την απόρριψή της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να δεχθεί το δικαστήριο ότι αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων και (συνακόλουθα) δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και στον αυτοπροσώπως παρασταθέντα αναιρεσίβλητο, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 25η Ιουνίου 2020, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Γ. Κόκκορης και Κ. Πανά, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του Ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μιας ψήφου και γι' αυτό παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 563 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 του Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της από 30.3.2018 αίτησης για αναίρεση της, 3937/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχοντας δικάσει ως Εφετείο. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η από 2-3-2017 έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου και εξαφανίσθηκε η 3455/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε απορρίψει την από 14-4-2016 αγωγή αυτού για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Ήδη, παραδεκτά με την από 22-5-2019 κλήση της αναιρεσείουσας εισάγεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο παραπεμφθείς σ' αυτή λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση οι πλημμέλειες ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 11 παρ. 1, 2 περ. θ' και η' και 5 του Ν. 2472/1997, έκρινε ότι, υπό τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα ήταν παράνομη και προκάλεσε στον αναιρεσίβλητο ηθική βλάβη. Ειδικότερα, το θέμα, που τίθεται κατά την παραπεμπτική απόφαση, είναι, αν η αναιρεσείουσα Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο μιας σύμβασης, οφείλει να ενημερώνει ειδικά τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006).
Εξάλλου, ο Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) …, γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου". Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας … (παρ.2)". Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ' της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων…. β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας ...(παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)". Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως", ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε' , εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή…". Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, κατά την ομόφωνη κρίση των μελών της Ολομέλειας, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του Ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια' του Ν. 2472/1997, και γι' αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ' του Ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του "και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του", αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον "τρίτο", όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ' του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 2004 ο ενάγων συνήψε με την εναγομένη τράπεζα σύμβαση καταναλωτικού δανείου ύψους 30.000,00 ευρώ. Λόγω της οικονομικής κρίσης ο ενάγων άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δόσεων του ως άνω δανείου. Τότε η εναγομένη διαβίβασε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ε", τα προσωπικά του στοιχεία και της ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής του προς αυτήν (εναγομένη), χωρίς προηγουμένως η τελευταία να τον ενημερώσει με τρόπο πρόσφορο και σαφή ως όφειλε για την διαβίβαση και την επεξεργασία τους από την ως άνω εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Ειδικότερα, διαβίβασε τα στοιχεία του ονόματός του, τον αριθμό του τηλεφώνου της οικίας του και το ύψος της οφειλής του, στην ανωτέρω εταιρία της οποίας οι υπάλληλοι άρχισαν να του τηλεφωνούν καθημερινά σχεδόν στην οικία του, ενημερώνοντάς τον για το ύψος της οφειλής του και την υποχρέωσή του για την καταβολή της οφειλής του προς την εναγομένη. Η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί στη σχετική ενημέρωση αυτού και δη, κατά τη με αρ. ΧΧΧ αίτηση που υπέβαλε και υπέγραψε ο ενάγων προκειμένου να του χορηγηθεί το ανωτέρω δάνειο, στον τίτλο "Ενημέρωση υποκείμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (βάσει του Ν. 2472/1997 σε συνδ. με την υπ' αριθμ. 1/1999 κανονιστική πράξη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), αναγράφεται ότι "Η Τ AE, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την παρούσα αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που περιλαμβάνονται στην αίτηση αυτή, καθώς και άλλα προσωπικά τους δεδομένα που η Τράπεζα έχει τυχόν συλλέξει με τη συνδρομή τους ή θα δημιουργηθούν μετά την έγκριση του δανείου θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την Τράπεζα ή και από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της". Στη συνέχεια αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση ότι αποδέκτες των δεδομένων είναι και εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Στη συνέχεια η ανωτέρω αίτηση αναγράφει ότι "τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας καθώς και να προβάλλουν οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που τα αφορούν". Ισχυρίζεται λοιπόν η εναγομένη ότι ο ενάγων της είχε δώσει τη ρητή και ανεπιφύλακτη εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση του δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση από συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης. Το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγομένη - που έχει το βάρος απόδειξης- ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε, ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην ως άνω εταιρία. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγομένη τράπεζα και τη συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Άλλωστε, ως "συγκατάθεση" υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Εξάλλου, εν προκειμένω, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί επιτρεπτής επεξεργασίας των δεδομένων του ενάγοντος χωρίς τη συγκατάθεσή του, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, ο ενάγων θεμελιώνει την παράνομη επεξεργασία σε παράλειψη ενημέρωσής του εκ μέρους της εναγομένης και όχι σε έλλειψη συγκατάθεσής του. ….Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανά της, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών), του πέραν αυτού αιτουμένου ποσού απορριπτομένου ως υπερβολικού". Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) η αναιρεσείουσα δανείστρια Τράπεζα, κατά την κατάρτιση της μεταξύ αυτής και του δανειολήπτη αναιρεσίβλητου σύμβασης δανείου, συνέλεξε από τον ίδιο, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, όπως τα στοιχεία του ονόματός του και τον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του, καθώς, ακολούθως, και της εξέλιξης του ύψους της εκ του δανείου οφειλής, καθόσον το δάνειο δεν είχε ομαλή εξέλιξη, λόγω μη καταβολής από το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο οφειλόμενων δόσεων του δανείου, β) η αναιρεσείουσα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο, διαβίβασε τα ως άνω προσωπικά δεδομένα του τελευταίου, και την επεξεργασία τους, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "E", εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, για να χρησιμοποιήσει αυτά στην ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την οφειλή του και την υπενθύμιση της υποχρέωσης καταβολής αυτής στην αναιρεσείουσα, γ) η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, έγινε χωρίς η αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας αυτών, να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο, υποκείμενο των δεδομένων, ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των προσωπικών του δεδομένων, δ) με την υποβληθείσα για τη χορήγηση του δανείου αίτηση, που ο αναιρεσίβλητος συμπλήρωσε και υπέγραψε, και υπό τον τίτλο "Ενημέρωση υποκειμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", αναγράφεται, εκτός των άλλων, ότι, η αναιρεσείουσα, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που αυτή έχει συλλέξει, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια ή από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, καθώς και ότι αποδέκτες των προσωπικών τους δεδομένων, είναι μεταξύ άλλων, και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων".
Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση αναιρεσίβλητου, από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, αναιρεσείουσα, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της αναιρεσείουσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997. Τούτο διότι, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ε", στην οποία διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, ως εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων" λαμβάνονας υπόψη αφενός μεν ότι εταιρείες με τέτοιο αντικείμενο δραστηριοτήτος θεσπίσθηκαν το πρώτον με το Ν. 3578/2009, δηλαδή πολύ μετά την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε το γεγονός ότι σαφώς, η δραστηριότητα της ως άνω εταιρείας αποτελεί μέρος της δραστηριότητας των "εταιρειών είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες, πέραν του σκοπού της ενημέρωσης των οφειλετών για το χρέος, είχαν σκοπό και την είσπραξη των απαιτήσεων. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση και έκρινε ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα, όφειλε, εκτός από την πραγματοποιηθείσα κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου, να προβεί σε ενημέρωση αυτού για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, κατά το χρόνο διαβίβασης αυτών στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, καταλήγοντας με το πόρισμά της ότι συνεπεία της παράλειψης αυτής της ενημέρωσης, παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' του Ν. 2472/1997, η οποία (παραβίαση) και εν συνεχεία χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού, προκάλεσε σ' αυτόν ηθική βλάβη και θεμελίωσε την αξίωσή του για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε, με εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος.
Κατά τη γνώμη, όμως, δέκα μελών αυτού, και ειδικότερα της Αντιπροέδρου Αλτάνας Κοκκοβού και Αγγελικής Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γρηγορίου Κουτσοκώστα, Πηνελόπης Παρτσαλίδου Κομνηνού, Στυλιανού Δαρέλλη, Πελαγίας Ακάσογλου, Ελισάβετ Τσιρακίδου και Νικολάου Βεργιτσάκη, Αρεοπαγιτών, η γενόμενη, ως άνω, κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων, με την αίτηση δανειοδότησης, ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου των δεδομένων, δεν πληροί την εκ του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 υποχρέωση ενημέρωσης από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου αυτών των δεδομένων, για τους αποδέκτες των δεδομένων του, καθόσον η αναιρεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία "E", η οποία και θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του. Υπό τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αποδειχθέντα, δεν υπήρξε ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την εταιρεία αυτή ως αποδέκτη των προσωπικών του δεδομένων. Με την αίτηση που συμπλήρωσε και υπέγραψε ο αναιρεσίβλητος κατά την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, η αναιρεσείουσα φέρεται να τον ενημερώνει για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του, ήτοι "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Όμως, η ανώνυμη εταιρεία "E", δεν υπάγεται σε κάποια από τις κατηγορίες αυτές και ειδικότερα στην κατηγορία των "εταιριών είσπραξης απαιτήσεων", αλλά, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελεί εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών. Από τη μορφή της εταιρείας αυτής, προκύπτει ότι συστάθηκε και λειτουργεί με βάση τις ρυθμίσεις του Ν. 3758/2009, καθώς και ότι δεν μπορεί να έχει ως σκοπό την είσπραξη απαιτήσεων, αφού αυτή απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 4 παρ. 3 του άνω νόμου. Έτσι, δεν υπάγεται στην κατηγορία αποδεκτών στους οποίους αναφέρεται η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ενημέρωση. Άλλωστε, κατά τον επικαλούμενο χρόνο πραγματοποίησης της ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων, δεν ίσχυε ο Ν. 3758/2009, με τον οποίο προβλέφθηκε και ρυθμίστηκε η λειτουργία των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών, και συνεπώς, δεν υπήρχε αυτή η κατηγορία αποδεκτών, στην οποία εντάσσεται η ως άνω εταιρεία και στην οποία η αναιρεσείουσα κοινοποίησε τα προσωπικά δεδομένα του αναιρεσίβλητου, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπήρξε η απαιτούμενη ενημέρωση.
Συνεπώς, έπρεπε η αναιρεσείουσα, πριν από τη μεταβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου στην εταιρεία αυτή, να τον ενημερώσει ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των δεδομένων του. Έτσι, η ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, απολήγουν σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης του δικάσαντος κατ' έφεση Δικαστηρίου, ήτοι στη μη ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την εταιρεία "EUROBANK REMEDIAL SERVICES", ως αποδέκτη των δεδομένων του και συνεπώς παράβασης του Ν. 2472/1997 από την αναιρεσείουσα, η οποία (παράβαση) θεμελιώνει το παράνομο της επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων και την πρόκληση εξ αυτού ηθικής βλάβης στον αναιρεσίβλητο. Επομένως, κατά την άποψη της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τη διαφορετική, εσφαλμένη, αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία στηρίζεται η μη ενημέρωση του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ'του Ν. 2472/1997 και θα έπρεπε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης.

Συνακόλουθα τούτων και μετά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ: "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα". Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν", συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υπόθεσης απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 25/2001). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για την, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, επανεκδίκαση της υπόθεσης από το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στην ουσία δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση. Ειδικότερα, με την 3455/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η αγωγή απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι είχε υπάρξει ενημέρωση του ενάγοντος-υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών "Ε" και συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση της αναιρεσείουσας αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσιβλήτου. Μετά την αναίρεση της 3937/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκρινε αντίθετα, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα αυτή απόφαση και συνεπώς, αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ήτοι η έφεση, αφού η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Συνεπώς, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, δεσμευόμενο από την παρούσα απόφαση, αναφορικά με το γενόμενο δεκτό λόγο αναίρεσης, υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασής του, με βάση την έκταση της αναίρεσης, ως προς την απόρριψη της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης που έκρινε ορθά και δεν υπάρχει έδαφος για εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο προκειμένου να δικαστεί η από 2-3-2007 έφεση του ενάγοντος, να απορριφθεί δε αυτή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης και της επί της εφέσεως δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 3937/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 2-3-2017 εφέσεως του αναιρεσίβλητου κατά της 3455/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στην αναιρεσείουσα.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Ιουνίου 2020.

Σχόλιο


Ι. Με την υπ’ αριθμ. 3/2020 Απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναίρεσε την υπ’ αριθμ. 3937/2018 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάζοντος κατ’ έφεση), λόγω παραβίασης διάταξης του ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα στις διατάξεις του ν. 2472/1997 που προβλέπουν την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων για τη διαβίβαση αυτών από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε εκτελούντες δια λογαριασμό του την επεξεργασία και σε τρίτους αποδέκτες (άρθρα 11, 12 ν. 2472/1997).
Ειδικότερα, η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης και τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων από την αναιρεσείουσα, λόγω παράλειψης ενημέρωσής του εκ μέρους της για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3455/2016 Απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι είχε υπάρξει επαρκής ενημέρωση του ενάγοντος-υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών "E", καθώς στην υποβληθείσα για τη χορήγηση του δανείου αίτηση, που ο αναιρεσίβλητος συμπλήρωσε και υπέγραψε, υπό τον τίτλο "Ενημέρωση υποκειμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", αναγράφεται, εκτός των άλλων, ότι, η αναιρεσείουσα, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που αυτή έχει συλλέξει, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια ή από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, καθώς και ότι αποδέκτες των προσωπικών τους δεδομένων, είναι μεταξύ άλλων, και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων". Συνεπώς, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν υπήρξε παραβίαση της αναιρεσείουσας αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου.
Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από τον αναιρεσίβλητο, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3937/2018 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε την έφεση και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στον αναιρεσίβλητο, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε ενημερώσει τον τελευταίο κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και ειδικά για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ του Ν. 2472/1997, καθώς, «η εναγόμενη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση».
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατά της ανωτέρω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κρίνει αν η αναιρεσείουσα Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο μιας σύμβασης, οφείλει να ενημερώνει ειδικά τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε να δεχθεί το δικαστήριο ότι αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της από αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων και (συνακόλουθα) δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών.
Με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997, προεχόντως δε του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' του νόμου αυτού, κατά το οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, είτε, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε κατά πλειοψηφία ότι: «η ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση (αναιρεσίβλητου) από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων (αναιρεσείουσα), η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της αναιρεσείουσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997. Τούτο διότι, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "E", στην οποία διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, ως εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων" λαμβάνονας υπόψη αφενός μεν ότι εταιρείες με τέτοιο αντικείμενο δραστηριότητος θεσπίσθηκαν το πρώτον με το ν. 3578/2009, δηλαδή πολύ μετά την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε το γεγονός ότι σαφώς, η δραστηριότητα της ως άνω εταιρείας αποτελεί μέρος της δραστηριότητας των "εταιρειών είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες, πέραν του σκοπού της ενημέρωσης των οφειλετών για το χρέος, είχαν σκοπό και την είσπραξη των απαιτήσεων.»
Σύμφωνα μάλιστα με το Δικαστήριο: «Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη.»
Σύμφωνα, ωστόσο, με τη μειοψηφία 10 μελών της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: «η γενόμενη, ως άνω, κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων, με την αίτηση δανειοδότησης, ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου των δεδομένων, δεν πληροί την εκ του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 υποχρέωση ενημέρωσης από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου αυτών των δεδομένων, για τους αποδέκτες των δεδομένων του, καθόσον η αναιρεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία "E", η οποία και θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του. […..] Με την αίτηση που συμπλήρωσε και υπέγραψε ο αναιρεσίβλητος κατά την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, η αναιρεσείουσα φέρεται να τον ενημερώνει για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του, ήτοι "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Όμως, η ανώνυμη εταιρεία "E", δεν υπάγεται σε κάποια από τις κατηγορίες αυτές και ειδικότερα στην κατηγορία των "εταιριών είσπραξης απαιτήσεων", αλλά, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελεί εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών. Έτσι, δεν υπάγεται στην κατηγορία αποδεκτών στους οποίους αναφέρεται η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ενημέρωση. Άλλωστε, κατά τον επικαλούμενο χρόνο πραγματοποίησης της ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων, δεν ίσχυε ο ν. 3758/2009, με τον οποίο προβλέφθηκε και ρυθμίστηκε η λειτουργία των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών, και συνεπώς, δεν υπήρχε αυτή η κατηγορία αποδεκτών, στην οποία εντάσσεται η ως άνω εταιρεία. […..] Συνεπώς, κατά τη μειοψηφία, έπρεπε η αναιρεσείουσα, πριν από τη μεταβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου στην εταιρεία αυτή, να τον ενημερώσει ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των δεδομένων του.».
ΙΙ. Η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί σημαντική νομολογιακή εξέλιξη που έρχεται πάντως σε σύγκρουση με την έως σήμερα τοποθέτηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής, ΑΠΔΠΧ) επί της ειδικής ατομικής ενημέρωσης του οφειλέτη για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, όπως αυτή είχε διατυπωθεί με την υπ’ αριθμ. 98/2017 απόφαση της ΑΠΔΠΧ.
Η ΑΠΔΠΧ, πριν από απόφαση 98/2017, ειδικά ως προς το ζήτηµα της ενηµέρωσης των υποκειµένων για την ανακοίνωση των δεδοµένων τους σε εταιρείες ενηµέρωσης οφειλετών (άρθρο 11 του ν. 2472/1997 σε συνδυασµό µε άρθρο 4 παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 3758/2009), είχε κρίνει σύμφωνα με τις υπ’ αριθµ. πρωτ. Γ/ΕΞ/4744/12-07-2013 Συστάσεις σε Τράπεζες ότι  « … η ενηµέρωση αυτή µπορεί να πραγµατοποιείται εναλλακτικά: α) Κατά την σύναψη της σύµβασης µε τον πελάτη, με σαφή και ακριβή όρο ενημέρωσής του ότι ο δανειστής έχει δικαίωµα µε βάση το ν. 3758/2009, σε περίπτωση που η οφειλή καταστεί ληξιπρόθεσµη, να ανακοινώσει τα δεδοµένα του πελάτη σε εταιρεία ενηµέρωσης οφειλετών. Οι δε παλαιοί πελάτες, δηλαδή εκείνοι που υπέγραψαν συµβάσεις µε τους δανειστές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3758/2009 (05-05- 2009), πρέπει να ενηµερώνονται για την εν λόγω νέα επεξεργασία µε τρόπο πρόσφορο και σαφή, για παράδειγµα µε συστηµένη επιστολή που θα περιλαµβάνει την ανωτέρω πληροφόρηση ή µε ενσωµάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασµών και β) Κατά την τελευταία έγγραφη ενηµέρωση του οφειλέτη ότι η οφειλή του κατέστη ληξιπρόθεσµη και ότι, σε περίπτωση µη τακτοποίησης αυτής, τα δεδοµένα του (στοιχεία επικοινωνίας και στοιχεία σχετικά µε την οφειλή) θα ανακοινωθούν σε εταιρία ενηµέρωσης οφειλετών µε σκοπό τη σχετική ενηµέρωσή του σύµφωνα µε το ν. 3758/2009. Στο στάδιο αυτό, προτείνεται να ζητείται από τον οφειλέτη να διατυπώσει τυχόν αντιρρήσεις του σχετικά µε την ακρίβεια των στοιχείων του (ιδίως ύψος της οφειλής και στοιχεία επικοινωνίας) εντός ευλόγου προθεσµίας, έτσι ώστε να πραγµατοποιείται ταυτόχρονα και η επικαιροποίηση των δεδοµένων στο αρχείο που τηρεί ο δανειστής».
Στην απόφαση 98/2017 η ΑΠΔΠΧ, λόγω της πληθώρας των καταγγελιών, υιοθετώντας αυστηρότερη θέση, αφού σημείωσε, όπως και η μειοψηφία της σχολιαζόμενης απόφασης της ΟλομΑΠ, ότι οι «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών» αποτελούν νέα κατηγορία αποδεκτών, διαφορετική από τις «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», έκρινε ότι: «όταν η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τη διαβίβαση αυτών στις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών πραγματοποιείται µε τρόπο γενικό, τυποποιημένο και µη ευκρινή (π.χ. ιδίως αν πρόκειται για προδιατυπωµένο όρο σύμβασης που αναφέρεται γενικά στο «δικαίωμα» του δανειστή να διαθέσει τα δεδομένα του οφειλέτη σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών βάσει του ν. 3758/2009), το υποκείμενο των δεδομένων απλώς πληροφορείται για το «ενδεχόμενο» να διατεθούν τα στοιχεία του σε µία ειδική κατηγορία αποδεκτών, σε περίπτωση που οι οφειλές του καταστούν ληξιπρόθεσμες. Ωστόσο, όταν τελικώς ο δανειστής αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, δηλαδή να διαθέσει τα στοιχεία του οφειλέτη σε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών µε σκοπό να διαπραγματευθεί εκείνη για λογαριασμό του δανειστή την αποπληρωμή της οφειλής, το υποκείμενο των δεδομένων δεν ενημερώνεται για την απόφαση αυτή του δανειστή, δηλαδή για την πραγματική διενέργεια της επεξεργασίας (και όχι απλώς για το ενδεχόμενο διενέργειας αυτής) µε όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή συνεπάγεται. Ως αποτέλεσμα της ανωτέρω πρακτικής, ήτοι της µη προσήκουσας ενημέρωσης από τους δανειστές, τα υποκείμενα των δεδομένων δεν ενημερώνονται επαρκώς, µε αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να στερούνται εύλογου χρόνου για την έγκαιρη άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης κατά τα άρθρα 12 και 13 του ν. 2472/1997, καθώς και για κάθε άλλη νόμιμη ενέργεια σχετικά µε τον διακανονισμό της οφειλής τους µε τον ίδιο το δανειστή, ώστε να αποφευχθούν ή έστω να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει η διάθεση των δεδομένων τους σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών. Για όλους τους προαναφερόμενους λόγους, η Αρχή κρίνει αναγκαίο να γίνεται ειδική ατομική ενημέρωση των οφειλετών για τη διάθεση των δεδομένων τους από τους δανειστές σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών, δηλαδή ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενημερώνει τους οφειλέτες για τη διάθεση των δεδομένων τους στην εκάστοτε σ υ γ κ ε κ ρ ι µ έ ν η Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών, να παρέχει ένα εύλογο διάστημα (π.χ., ενδεικτικά, 10-15 ημερών) π ρ ι ν από τη διάθεση για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης και να μεριμνήσει, ώστε η ενημέρωση αυτή να γίνεται µε κάθε πρόσφορο τρόπο, π.χ. µε ενσωμάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασμών και σε ευδιάκριτο σημείο αυτών ή µέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες τούτο καθίσταται εφικτό, και ιδίως εφόσον τα σχετικά στοιχεία έχουν χορηγηθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας από τα υποκείμενα των δεδομένων. Αυτονόητο είναι ότι ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενημερώνει εκ νέου, σύμφωνα µε τα παραπάνω, κάθε φορά που τα στοιχεία των οφειλετών του διατίθενται σε διαφορετική Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών.».
ΙΙΙ. Επισημαίνουμε ότι η ΑΠΔΠΧ, ως Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος, ασκούσα την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν αποστερείται της δυνατότητας να επιληφθεί καταγγελιών/ερωτημάτων που αφορούν στις πρακτικές ενηµέρωσης οφειλετών από πιστωτικά ιδρύµατα, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρείες παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών και να κρίνει διαφορετικά από την σχολιαζόμενη απόφαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 150 GDPR), επιβάλλοντας κυρώσεις (βλ.  άρθρο 83 του G.D.P.R. ), στους υπεύθυνους επεξεργασίας, σε περίπτωση παραβίασης της μέχρι σήμερα νομολογίας, συστάσεων της κ.λ.π.
Οι Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών ως έχουσες διπλό ρόλο, καθώς είναι και εκτελούσες την επεξεργασία για τις πράξεις που διενεργούν κατ’ εντολή και για λογαριασµό του δανειστή και ταυτόχρονα υπεύθυνες επεξεργασίας για τα δυο αρχεία που περιέχουν δεδοµένα σχετικά µε τηλεφωνικές επικοινωνίες (βλ. ά. 6 παρ. 7 και ά. 8 παρ. 2 του ν. 3758/2009), ως προς την επιβολή κυρώσεων εις βάρος τους, υπόκεινται, αφενός μεν στον Υπουργό Ανάπτυξης, όσον αφορά στην παραβίαση του ν. 3758/2009, αφετέρου δε στην ΑΠΔΠΧ, σύµφωνα µε το άρθρο 10 του ν. 3758/2009 [«Ειδικά για τις παραβιάσεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4, της παραγράφου 7 του άρθρου 6 και της παραγράφου 2 του άρθρου 8 από τις οποίες θίγεται το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων φυσικών προσώπων αρμόδια είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.» (άρθρο 36 παρ.5 Ν.4038/2012,ΦΕΚ Α 14/2.2.2012)].
Με δεδομένο ότι ο Κανονισµός (ΕΕ) 2016/679 προτάσσει πλέον ρητώς την αρχή της διαφάνειας της επεξεργασίας και ενισχύει, ακολούθως, το δικαίωµα ενηµέρωσης του υποκειµένου (βλ. άρθρα 5, 13 και 14 του Κανονισµού και αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις στο προοίµιο αυτού), αναμένεται με ενδιαφέρον η θέση της Αρχής Προστασίας επί του σχολιαζόμενης νομολογιακής εξέλιξης, με «ultimum refugium»  την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 20 του ν. 4624/2019 - Δικαστική προστασία κατά της Αρχής- σύμφωνα με την οποία, οι κανονιστικές αποφάσεις και οι ατομικές διοικητικές πράξεις της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ευαγγελία Παλαιολόγου – Δικηγόρος
D.E.A Ευρωπαϊκού Δικαίου
D.E.A Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου
Paris I (Πάνθεον – Σορβόννη)

Digesta OnLine 2020

17, 25 94 Σ, 1ο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ, αρ. 27 Ν. 3867/2010,417 ΑΚ, 1 ΚΠολΔ

Για να διαβάσετε την απόφαση σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε το σχόλιο και την απόφαση σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Διαφορά που πηγάζει από την στερητική αναδοχή χρέους εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου των οφειλών των νοσοκομείων υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Η αναδιαπραγμάτευση όρων των ομολόγων του Δημοσίου είναι δυνατή, εφόσον τα έχει εκούσια αποκτήσει, καθώς η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, αν και ιδιαίτερα σοβαρή, δεν προκύπτει ότι είναι απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα 17, 25 Σ και το 1ο Πρ. ΕΣΔΑ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

Αριθμός Απόφασης 7547/2020

(αριθμός κατάθεσης αγωγής: 69963/8944/2015)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Ρόγγα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα, Ιωάννα Κουφογιαννάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4-4-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «ενάγουσα» και το διακριτικό τίτλο «δρ», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ {αφμ}, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός - , αρ.20 και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Κριμίζη

Κατά του εναγόμενου: Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ 090165560), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Καραγεώργη Σερβίας αρ.10 και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αδαμαντία Λάμπρου.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 25-6-2015 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 69963/8944/29-6-2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10^-3-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο (Η8-4).

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Διοικητικές συμβάσεις ή συμβάσεις δημοσίου δικαίου, από τις οποίες δημιουργούνται διοικητικές διαφορές ουσίας, θεωρούνται μόνο εκείνες, που καταρτίζονται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με τις οποίες επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού που ο νόμος ανάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 21/2009 , ΑΕΔ 12/2007, ΑΕΔ 7 Λ 14/2003, ΟλΑΠ 7/2001, ΟλΑΠ 8/2000 ). Συμβάσεις, στις οποίες δεν I συντρέχουν σωρευτικά τα εκτεθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Επιπρόσθετα, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 28/2011).

Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 471 και 477 ΑΚ συνάγεται ότι στερητική αναδοχή χρέους συνιστά η συναπτόμενη με το δανειστή ρητή ή σιωπηρή σύμβαση, μέσω της οποίας κάποιος αναδέχεται ξένο χρέος, ούτως ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί. Τούτο πρέπει να προκύπτει σαφώς από τη σύμβαση, διά της οποίας ορισμένο πρόσωπο υπόσχεται την εκπλήρωση αλλότριου χρέους, διότι διαφορετικά, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 477 ΑΚ, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή του υποσχεθέντος την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οφειλέτη, οπότε πρόκειται περί σωρευτικής αναδοχής χρέους. Από τη διάταξη του άρθρο^^^ΑΚ δεν προβλέπεται τύπος, ως προς τη σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους, με συνέπεια να τυγχάνει κατ’ αρχήν σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ άτυπη (ΑΠ 1770/2014, ΕφΠειρ 822/2014 ).

Δυνάμει, άλλωστε, της ρύθμισης του άρθρου 419 ΑΚ, για να επέλθει απόσβεση της ενοχής μέσω δόσεως αντί καταβολής απαιτείται να καταρτισθεί συμφωνία δανειστή και οφειλέτη, ότι η έτερη παροχή δίνεται αντί καταβολής και συνάμα να συνοδεύεται η προειρημένη συμφωνία με έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της άλλης παροχής, που δίνεται αντί της οφειλομένης. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρα^287 και 316 επ) ΑΚ, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή το οφειλόμενο ακριβές. Διά της καταβολής η ενοχή του αποσβέννυται (ΑΚ 416). ν, ωστόσο, ο οφειλέτης καταβάλει αντί του οφειλομένου, κάτι διαφορετικό (ΑΚ 419) και ο δανειστής δεχθεί αυτήν την έτερη παροχή, η ενοχή αποσβέννυται αμέσως με την ικανοποίηση του δανειστή. Μέσω της προδιαληφθείσας αποδοχής του δανειστή συνάπτεται επαχθής εκποιητική σύμβαση, η οποία εμπεριέχει τη συμφωνία ότι η ενοχή θα αποσβεσθεί διά της καταβολής άλλης αντί της οφειλομένης παροχής και εκτελείται συγχρόνως με την παράδοση του διδομένου αντί καταβολής. Αντικείμενο της δόσης αντί καταβολής μπορεί, μάλιστα, να είναι κάθε έτερη

παροχή αντί της οφειλομένης, δηλαδή δύναται να έγκειται σε οποιαδήποτε προσπόριση αγαθού και μπορεί, ως εκ τούτου να δοθεί αντί των οφειλόμενων χρημάτων άλλο πράγμα, κινητό ή ακίνητο. Όταν το διδόμενο, αντί καταβολής αντικείμενο, αποτελεί κινητό πράγμα, πρέπει να παραδοθεί η νομή του στο δάνειο], οπότε μέσω της παράδοσης και της αποδοχής συντελείται η δόση αντί καταβολής 1034ΑΚ.

Δεν έχει, εξάλλου, κατ’ αρχήν σημασία αν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας από το αντικείμενο της παλαιάς ενοχής. Δύναται, εντούτοις, να συμφωνηθεί επί τη βάσει της πηγάζουσας από την ιδιωτική αυτονομία αρχής της συμβατικής ελευθερίας (361ΑΚ), ότι όταν το διδόμενο αντί καταβολής αντικείμενο τυγχάνει μεγαλύτερης αξίας ο δανειστής υποχρεούται να αποδώσει τη διαφορά, ενώ εφόσον είναι μικρότερης, η δόση αντί καταβολής πραγματοποιείται προς μερική απόσβεση της παλαιάς ενοχής, ίση με την αξία του έτερου αντικειμένου (ΑΠ 66/2013).

Σύμφωνα, περαιτέρω, με τις παραγράφους 1-9 του άρθρου 27 Ν. 3867/2010 για την εξόφληση προμηθειών νοσοκομείων ορίζεται ότι: Οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκόψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009, δύναται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ως ακολούθως(α) Οφειλές των ετών 2007, 2008 και 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 200.000 ευρώ ανά προμηθευτή, εξοφλούνται με την έκδοση χρηματικού εντάλματος,.

Λοιπές οφειλές του έτους 2007 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 1.100.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους. Λοιπές οφειλές του έτους 2008 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.200.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους, δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.040.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τριετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έτους 2010. Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων.

Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρμόζεται, εφόσον οι προμηθευτές υποβάλλουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος: α) Αίτηση προς την αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία των φορέων της προηγούμενης παραγράφου για την εξόφληση των απαιτήσεών τους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω. Η αίτηση περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου της, όλες τις απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι του φορέα στον οποίο υποβάλλει την αίτηση για καθένα .από τα έτη που προβλέπονται στις περιπτώσεις α', β', γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου, β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ75 Α) με την οποία ο αϊτών προμηθευτής παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω. 3. Το ακριβές ύψος των οφειλών προς κάθε προμηθευτή, που εξοφλείται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, καθορίζεται με βάση τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή άλλων κατά περίπτωση τίτλων πληρωμής θεωρημένων από τα αρμόδια όργανα και αφορούν το πληρωτέο στο δικαιούχο ποσό. 4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγματοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1, καταστάσεων ανά δικαιούχο και έτος έκδοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής. 5. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όρος οι προϋποθέσεις, ο τύπος, η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα που αφορά την έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων και την έκδοση και διάθεση των ομολόγων των περιπτώσεων α', β*, γ' και δ' της παραγράφου 1, καθώς και ο φορέας απόδοσης, η διαδικασία, ο τρόπος και κάθε σχετικό θέμα για την απόδοση των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Φορέων και τρίτων και την κάλυψη της σχετικής δαπάνης, β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία με την οποία δύναται να ανατίθεται σε τράπεζες το έργο της συγκέντρωσης και εξόφλησης των, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, οφειλών με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. 6. Η αξία των ομολόγων που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, αποτελεί έσοδο των φορέων της παραγράφου 1 και εγγράφεται ως ισόποση πίστωση στον προϋπολογισμό του έτους έκδοσης των ομολόγων χωρίς να απαιτείται τροποποίηση του προϋπολογισμού του φορέα. 7. Το κόστος της προεξόφλησης των ανωτέρω ομολόγων εντάσσεται στα φορολογικώς εκπιπτόμενα έξοδα από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των προμηθευτών, κατά τη διαχειριστική περίοδο προεξόφλησής τους. 8. Οι απαιτήσεις των φορέων της παραγράφου 1 έναντι του ΙΚΑ, του ΟΑΕΕ, του ΟΠΑΔ, του ΟΓΑ και του Οίκου Ναύτη οι οποίες έχουν προκόψει από υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τους μέχρι 31-12-2009, εκχωρούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου προς το Δημόσιο. Το ύψος των εν λόγω οφειλών και η διαδικασία της εκχώρησης προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. 9. Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από προμήθειες των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, συμπεριλαμβανομένων των ψυχιατρικών και των πανεπιστημιακών κλινικών, των

Νοσοκομείων «Αρεταίειο» και «Αιγινήτειο», του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης και των νοσοκομείων και των υγειονομικών μονάδων ΙΚΑ, οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή, δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών, καθώς και δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν.2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α), μέχρι την κατάργησή της από το άρθρο 37 του Ν.3784/2009 (ΦΕΚ 137 Α)». Μέσω της υπ’ αριθμόν 2/78600/0023Α/16-11-2010 Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β 1805/17-11-2010), καθορίσθηκαν, εν συνεχεία, ο τρόπος συγκέντρωσης και επεξεργασίας των οικείων οικονομικών στοιχείων των νοσοκομείων, που άπτονται των οφειλών προς τους προμηθευτές αυτών για τα έτη 2007, 2008 και 2009, καθώς και η εξόφλησή τους με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, μέσω, κατ’ επέκταση, του δεύτερου άρθρου της υπ’ αριθμόν 2/88952/0023Α (ΦΕΚ Β 2258/31-12-2010) απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών «Έκδοση ειδικών ομολογιακών δανείων για την ανάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους», όπου ορίσθηκε ότι «Σκοπός των ομολογιακών δανείων είναι η εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο, οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 “Εξόφληση προμηθειών νοσοκομείων και ρυθμίσεις θεμάτων σχετικών διαγωνισμών” του Ν.3 867/2010 “Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κεφαλαίου ιδιωτικής ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών” (ΦΕΚ 128/Α 73-8-2010)».

Το Ελληνικό Δημόσιο αναδέχθηκε, επομένως, τα προμνημονευθέντα χρέη των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., προς τους προμηθευτές των αγορασθέντων από αυτά, ιατροφαρμακευτικών προϊόντων, δυνάμει σύμβασης του με αυτούς, το περιεχόμενο της οποίας προβλέπεται από την προεκτεθείσα ρύθμιση του άρθρου 27 Ν. 3867/2010, ώστε να υπεισέλθει το Δημόσιο στη θέση των νοσοκομείων - αρχικών οφειλετών, με αποτέλεσμα να απαλλαγούν τα τελευταία από τη σχετική υποχρέωση τους προς καταβολή των περί ων ο λόγος χρεών, δοθέντος ότι αφενός κατά το άρθρο 27 Ν. 3867/2010, όπου ρητώς αναφέρεται ότι οι οφειλές των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. για τα έτη 2008 και 2009 εξοφλούνται στους προμηθευτές με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία εκδίδονται από αυτόΓκαι αφετέρου από το περιεχόμενο των ως άνω υπουργικών αποφάσεων συνάγεται ότι ο σκοπός της εκ μέρους του Δημοσίου έκδοσης των εν θέματι ομολογιακών δανείων συνίσταται στην απόσβεση των προειρημένων οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους διά της υπεισελθούσης του Ελληνικού Δημοσίου στη θέση αυτών και της δόσης των προδιαληφθέντων ομολόγων στους προαναφερθέντες προμηθευτές αντί καταβολής. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη ratio της προπαρατεθείσας ρύθμισης του άρθρου 27 Ν.3867/2010, η οποία έγκειται κατά την εισηγητική του έκθεση στην αποτροπή του κινδύνου άμεσης διακοπής του εφοδιασμού των νοσοκομείων με φαρμακευτικό - υγειονομικό υλικό και διατάραξης της ομαλής λειτουργίας αυτών, ένεκα της καθυστέρησης στην εξόφληση των προμηθευτών τους, τα χρέη των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές φαρμακευτικού - υγειονομικού υλικού, τα οποία απορρέουν εκ της πώλησης των σχετικών προϊόντων για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2007 έως και την 31.12.2009 αναδέχθηκε στερητικώς το Ελληνικό Δημόσιο σιωπηρώς, αλλά σαφώς μέσω της έκδοσης και της παράδοσης σε αυτούς των προμνημονευθέντων ομολόγων. Διά στερητικής αναδοχής μεταβιβάσθηκαν συνεπώς στο Δημόσιο τα χρέη των ετών από το 2007 μέχρι και το 2009, τα οποία προέρχονται από την εκ μέρους των νοσοκομείων προμήθεια φαρμακευτικού - υγειονομικού υλικού.

Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται περί στερητικής αναδοχής χρέους, αλλά για άφεση χρέους και ανανέωση της ενοχής κατά τις διατάξεις των άρθρων 454 και 436 αντιστοίχως του ΑΚ, δεν εναρμονίζεται με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 27 Ν. 3867/2010, αφού ο σκοπός αυτής δεν έγκειται στην κατάργηση της ενοχής από την πώληση του φαρμακευτικού - υγειονομικού υλικού, ώστε να αποσβεσθεί με νέα ενοχή, ήτοι την έκδοση και την παράδοση ομολόγων, αλλά στη ρύθμιση των οφειλών των νοσοκομείων εκ της αγοράς του προειρημένου υλικού, τις οποίες αναδέχεται στερητικώς το Δημόσιο μέσω ακριβώς της προπεριγραφείσας εκκαθάρισης των απαιτήσεων των προμηθευτών και της πρόβλεψης του τρόπου εξόφλησης αυτών, είτε με εντάλματα πληρωμής είτε διά διδόμενων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου αντί καταβολής της οφειλόμενης χρηματικής παροχής, που αυτό αναδέχεται.

Η υπαγωγή στην προεκτεθείσα ρύθμιση έχει, άλλωστε, προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του συμβληθέντος με το νοσοκομείο προμηθευτή, ο οποίος επιλέγοντας την υπαγωγή της απαίτησης του εναντίον του νοσοκομείου στην οριζόμενη διά του άρθρου 27 Ν. 3867/2010 διαδικασία, προκειμένου να εξοφληθεί δίχως περαιτέρω καθυστέρηση και διαδικασίες αποδέχεται τις προβλεπόμενες προδιαληφθείσες συνέπειες, έστω κι αν είναι έως ένα βαθμό επαχθείς γι’ αυτόν (ΟλΣτΕ 237/2015, ΟλΣτΕ 239/2015). Η υπαγωγή των προμνημονευθέντων προμηθευτών στην ως άνω ρύθμιση δεν αποτελεί, άλλωστε, συμβιβασμό, διότι η σύμβαση συμβιβασμού προϋποθέτει την ύπαρξη έριδας ή αβεβαιότητας αναφορικά με ορισμένη έννομη σχέση και τη διάλυσή της μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων των συμβαλλόμενων (ΑΚ 87 ΕΑΠ 1663/2013, ΑΠ 1306/2010, ΑΠ 42/2006 ).

Περαιτέρω από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία αιτία μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (ΟλΑΠ 22/2003 ΧρΙΔ 4. 177, ΑΠ 923/2007, ΑΠ 947/2006 , Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 904-913, αριθ. 24 επ. και 33 επ. και άρθ. 904, αριθ. 27 επ.). Κατά συνέπεια η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δε βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση, κατά την οποία ο πλουτισμός επήλθε από έγκυρη σύμβασή.

Αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 36£ ΑΚ και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματα από αυτή. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών, που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως σε περίπτωση λύσης της, λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή έκδοσης δικαστικής απόφασηςιςατάτοάρθ^388 ΑΚ (ΑΠ 457/2001, ΕφΔωδ 125/2014 ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρεία με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2009 προμήθευσε τα αναλυτικός αναφερόμενα στην αγωγή Νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. με είδη ιατροφαρμακευτικού υλικού, για τα οποία εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια - δελτία αποστολής, που επίσης αναφέρονται στην αγωγή και τα οποία παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τα αντισυμβαλλόμενα νοσοκομεία μαζί με τα συμφωνηθέντα εμπορεύματα. Ότι, μολονότι η ίδια εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις από τις διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, τα αντισυμβαλλόμενα δημόσια Νοσοκομεία δεν κατέβαλαν, εντός της νόμιμης προθεσμίας το αντίστοιχο τίμημα για τα πωληθέντα και παραδοθέντα σε αυτά προϊόντα.

Ότι η ενάγουσα υπήγαγε νομότυπα τις συνολικές της απαιτήσεις από τις ένδικες πωλήσεις στη ρύθμιση του άρθρου 27 Ν. 3867/2010, με αποτέλεσμα μετά την ετήσια εκκαθάριση αυτών από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία εκάστου Νοσοκομείου, να εκδοθούν αρμοδίως εντάλματα για την πληρωμή των τιμολογίων της, που αφορούσαν στα έτη 2008 και 2009, ποσού 179.073,57 ευρώ, όπως διαμορφώθηκε αντίστοιχα το ύψος των οφειλών έναντι της ενάγουσας μετά τις προβλεπόμενες παρακρατήσεις φόρου και λοιπές κρατήσεις υπέρ τρίτων. Ότι σε εκτέλεση των ανωτέρω θεωρηθέντων ενταλμάτων πληρωμής και κατόπιν απαλλαγής των αναφερομένων στην αγωγή δημοσίων Νοσοκομείων από οιαδήποτε οφειλή έναντι της ενάγουσας εταιρείας εκδόθηκαν από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προς εξόφληση των παραπάνω απαιτήσεων της ενάγουσας: α) τα με αριθμό ISIN GR0326043263 άυλα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, που αφορούσαν στην πληρωμή τιμολογίων των Νοσοκομείων ΑΤΤΙΚΟΝ, ΠΑΓΝΗ Κρήτης, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, Μυτιλήνης ΒΟΣΤΑΝΕΙΟ, Πανεπιστημιακό Ιωαννίνων, Πύργου «Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ», Λάρισας, Θεσσαλονίκης ΠΑΠΑΓΈΩΡΓΙΟΥ και ΑΡΕΤΑΙΕΙΟ, ίσης ονομαστικής αξίας, ποσού 169.530,73 ευρώ, με ημερομηνία λήξης στις 22.12.2013, β) τα με αριθμούς ISIN GR0326042257 άυλα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, που αφορούσαν στην πληρωμή τιμολογίων του Γ.Ν. Πύργου «Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ», ίσης ονομαστικής αξίας, ποσού 9.542,84 ευρώ, με ημερομηνία λήξης στις 22.12.2012.

Ότι τα ανωτέρω ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διανεμήθηκαν στην ενάγουσα από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», με αντίστοιχες καταχωρίσεις στο Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών Αυλών Τίτλων. Περαιτέρω εκθέτει ότι ενώ ανέμενε την εξόφληση των ομολόγων στην ονομαστική αυτών αξία, δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ την 23η.2.2012 ο Ν. 4050/2012, γνωστός ως PSI (Private Sector Involvement), μέσω του οποίου θεσμοθετήθηκε η διαδικασία «εθελοντικής ανταλλαγής» των ομολόγων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου με άλλους τίτλους μειωμένης αξίας και με τη σχετικώς εκδοθείσα από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, πιστοποιήθηκε ότι επιτεύχθηκε η απαιτούμενη από τον ως άνω Νόμο απαρτία και πλειοψηφία επί του συνόλου της ανεξόφλητης αξίας όλων των επιλέξιμων τίτλων (μεταξύ των οποίων και των ως άνω άυλων ομολόγων), με αποτέλεσμα να ακυρωθούν αυτοδικαίως οι εν λόγω τίτλοι και να ανταλλαγούν με νέους τίτλους έκδοσης του εναγομένου ονομαστικής αξίας ποσού 54.249,84 ευρώ και 4.007,99 ευρώ αντίστοιχα, άνευ της συναίνεσης της ενάγουσας εταιρείας.

Επιπλέον η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με την υπαγωγή της ιδίας στις ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 το Ελληνικό Δημόσιο αναδέχθηκε το σύνολο των βεβαιωθέντων, κατά τα προεκτεθέντα, χρεών των νοσοκομείων, υπεισερχόμενο στη θέση των τελευταίων, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση της πλήρους εξόφλησης αυτής με την έκδοση ειδικών άτοκων ομολόγων, η οποία πλήρης και προσήκουσα εξόφληση της ενάγουσας, θα επερχόταν κατά το χρόνο λήξης των αρχικώς διανεμηθέντων άυλων ομολόγων.

Ότι, αντιθέτως, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δεν κατέβαλε το συμφωνηθέν οφειλόμενο συνολικό ποσό, που αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία των προδιαληφθέντων ομολόγων, κατά τον αρχικώς ορισθέντα χρόνο λήξης αυτών, αλλά, ενεργώντας μονομερώς, πριν από τη λήξη τους, προέβη σε ακύρωσή τους και αντικατάσταση αυτών με άλλους τίτλους, μειωμένης κατά 53,5% ονομαστικής αξίας. Ότι, επομένως, λόγω της μη εκπλήρωσης της ως άνω αναληφθείσας ενοχικής του υποχρέωσης, κατ’ άρθρο 27 του Ν. 3867/2010, το εναγόμενο εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.909,90 ευρώ, που αφορά σε δεδουλευμένους τόκους για τους οποίους παραιτήθηκε η ενάγουσα κατά την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν.3867/2010, καθώς και το ποσό των 179.073,57 ευρώ, που αφορά στο τίμημα των ένδικων πωλήσεων, που αναδέχθηκε στερητικά το εναγόμενο.

Για τους λόγους αυτούς η ενάγουσα, κατά την εκτίμηση των αιτημάτων της από το Δικαστήριο, ζητά με την κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους, να αναγνωριστεί ότι υφίσταται υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου περί καταβολής σε αυτή του ποσού των 16.909,90 ευρώ, το οποίο αφορά σε δεδουλευμένους τόκους επί των ένδικων ποσών, αξίωση από την οποία η ενάγουσα παραιτήθηκε κατά την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν.3867/2010 και κατά τους ισχυρισμούς της αυτή αναβίωσε λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την ένδικη σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επίσης ζητά να αναγνωριστεί ότι υφίσταται υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου περί καταβολής σε αυτή του ποσού των 179.073,57 ευρώ, το οποίο αναδέχθηκε στερητικώς το εναγόμενο αλλά δεν κατέβαλε, λόγω της μείωσης της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που έλαβε η ενάγουσα μετά την εφαρμογή του PSI, υποχρέωση που κατά τους ισχυρισμούς της αναβίωσε λόγω της μη καταβολής της ονομαστικής αξίας των πρώτων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από τις 22-12-2012 για το ποσό των 9.542,84 ευρώ και από τις 22-12- 2013 για το ποσό των 169.530,73 ευρώ, ήτοι από τις ημερομηνίες λήξης των αρχικών ομολόγων.

Επικουρικά ζητά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού να καταδικαστεί το εναγόμενο σε δήλωση βούλησης περί ανασύστασης και αναγνώρισης της οφειλής του περί καταβολής δεδουλευμένων τόκων, ποσού 16.909,90 ευρώ και να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης επικουρικά ζητά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού να καταδικαστεί το εναγόμενο σε δήλωση βούλησης περί ανασύστασης και αναγνώρισης της οφειλής του, ποσού 179.073,57 ευρώ από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης και να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από τις 22-12-2012 για το ποσό των 9.542,84 ευρώ και από τις 22-12-2013 για το ποσό των 169.530,73 ευρώ άλλως από τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης. Τέλος ζητά να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματά της, η αγωγή, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων (άρθρα 94 παρ. 2 Σ και 1 περ. α ΚΠολΔ), καθώς οι ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας εταιρείας δεν απορρέουν από διοικητική διαφορά ουσίας ή ακυρωτική διαφορά πηγάζουσα από διοικητική σύμβαση ή από ενέργεια διοικητικού οργάνου, που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά έχουν ως υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, ήτοι ειδικότερα τη στερητική αναδοχή εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου του χρέους των αναφερομένων στην αγωγή Νοσοκομείων έναντι της ενάγουσας. Τούτο δε, διότι οι εν λόγω απαιτήσεις εκπορεύονται, σύμφωνα με την κύρια αγωγική βάση, από αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης του εναγόμενου στο πλαίσιο ενοχικής σχέσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών, όχι κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας συναλλακτικής δράσης του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ κατά την επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, που έχει ως υποκείμενη σχέση, επίσης, την παραπάνω ιδιωτικού δικαίου διαφορά. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’αριθ.26797067095906030036 παράβολο), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) με την προσήκουσα τακτική διαδικασία.

Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή ως προς την κύρια βάση αυτής τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι μέσω της υπαγωγής στη ρύθμιση του άρθρου 27 Ν. 3867/2010 των επιδίκων οφειλών των αρχικώς συμβληθέντων με την ενάγουσα δημοσίων νοσοκομείων, που έλαβε χώρα με την υποβολή των απαιτούμενων από το νόμο σχετικών αιτήσεων και εγγράφων της ενάγουσας στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία εκάστου νοσοκομείου, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αναδέχθηκε στερητικώς το επίδικο χρέος αυτό κατά τρόπο ώστε αυτό (το Δημόσιο) να υπεισέλθει στη θέση των αρχικών οφειλετών δημοσίων νοσοκομείων, με αποτέλεσμα αυτά να απαλλαγούν κατ’ άρθρο 471 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη προηγηθείσα σχετική μείζονα σκέψη.

Τούτο συνάγεται από τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010, όπου ρητώς μνημονεύεται ότι οι οφειλές των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. για τα έτη 2008 και 2009 εξοφλούνται στους προμηθευτές τους με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία εκδίδονται από αυτό σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των εκτελεστικών της προδιαληφθείσας ρύθμισης υπουργικών αποφάσεων. Η (πλασματική) παράδοση της νομής των ανωτέρω άυλων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έγινε, μάλιστα, προκειμένου να επέλθει η απόσβεση της επίμαχης ενοχής, η οποία συνέδεε την ενάγουσα εταιρεία με τα δημόσια νοσοκομεία και μεταβιβάσθηκε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο διά της σύναψης μεταξύ των διαδίκων μερών και της άμεσης εκπλήρωσης της σύμβασης της δόσης αντί καταβολής (ομολόγων αντί οφειλόμενων ποσών) και όχι χάριν καταβολής.

Και τούτο διότι από τη ρύθμιση του άρθρου 27 Ν. 3857/2010 προκύπτει ότι διά της υποβολής των σχετικών αιτήσεων της ενάγουσας, αυτή αποδέχθηκε ότι οι πηγάζουσες από τις ένδικες πωλήσεις απαιτήσεις αυτής, ως προς την καταβολή του εντεύθεν οφειλόμενου τιμήματος για τα έτη 2008 και 2009, εξοφλούνται άμεσα με την έκδοση και την παράδοση των προμνημονευθέντων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι διά παροχής διάφορης της οφειλομένης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη (ΠΠΑ358/20Ϊ8, ΠΠΑ 5140/2018 [ Ο προσκομιζόμενες, ΠΠρΠατρ 21/2017, ΠΠρΘεσσαλ 3127/2017, ΠΠΑ2488/2015, ΠΠρΗλείας 5/2015 ).

Εξάλλου, η παραλαβή, εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας των κωδικών, που αντιστοιχούσαν σε τίτλους (αποϋλοποιημένων) ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνδυασμό με την υπογραφή από την ίδια των αντίστοιχων προβλεπόμενων στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 καταστάσεων, επέχει κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής. Σημειωτέον ότι η ανατροπή των αποτελεσμάτων των προειρημένων συμβάσεων στερητικής αναδοχής χρέους και δόσης αντί καταβολής δεν εξαρτήθηκε από τη μη πλήρη εξόφληση του κεφαλαίου των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας, διά της αποπληρωμής των προαναφερθέντων ομολόγων, σε ποσοστό μικρότερο από το 100% της ονομαστικής τους αξίας ως εκ τούτου οι ως άνω συμβάσεις δεν περιείχαν διαλυτική αίρεση.

Οι προαναφερόμενες συναφθείσες συμβάσεις στερητικής αναδοχής χρέους και δόσης αντί καταβολής δεν ενείχαν το διαβαθμισμένο σκοπό περί πλήρους εξόφλησης του κεφαλαίου των υπό κρίση αξιώσεων της ενάγουσας, διότι ο σκοπός των συμβαλλόμενων μερών έγκειτο, κατά την κατάρτιση των προειρημένων συμβάσεών τους, στην υλοποίηση της υπαγωγής της ενάγουσας στο καθεστώς του άρθρου 27 Ν. 3867/2010, η οποία συντελέσθηκε (ΠΠΑ 358/2018, ΠΠΑ 5140/2018 προσκομιζόμενες, ΠΠρΠατρ 21/2017).

Τούτο προκύπτει, επιπροσθέτως, από τη ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 2 του Ν. 3867/2010, διά της οποίας θεσπίζεται ως προϋπόθεση της προαναφερθείσας υπαγωγής η υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης (κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1558/1986) του προμηθευτή περί ανεπιφύλακτης παραίτησής του από οποιαδήποτε άλλη αξίωση, η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία, συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα επίμαχα έτη και μέχρι την εξόφληση.

Συνοψίζοντας, από τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή πραγματικά περιστατικά, για τη στοιχειοθέτηση της κυρίας βάσης αυτής, ουδόλως προκύπτει οιαδήποτε παράβαση ενοχικής υποχρέωσης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 ούτε ότι συντρέχει περίπτωση αναβίωσης των ένδικων οφειλών έναντι της ενάγουσας, καθώς ως προς τους τόκους το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε αναδέχθηκε τη οφειλή αυτή αλλά η παραίτηση της ενάγουσας εκ της αξιώσεώς της αποτελούσε προϋπόθεση για τη σύναψη της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους του κεφαλαίου της οφειλής των νοσοκομείων ενώ ως προς την κατά κεφάλαιο οφειλή αυτή εξοφλήθηκε με τη δόση των ομολόγων (αντί καταβολής) και δεν εξαρτήθηκε από διαλυτική αίρεση κατά τα ως άνω εκτεθέντα. Επιπρόσθετα σε κάθε περίπτωση από τη διάθεση ομολόγων και λοιπών τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως γεννάται πιστωτικής σχέση, η)οποία δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής

Απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξης. Τούτο διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί, συνήθως, ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους - εκδότη ή εγγυητή των τίτλων.

Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση, βάσει της ρήτρας «rebus sic standibus», η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου «pacta sunt servanda» (ΟλΣτΕ 238/2015, ΟλΣτΕ 1116/2014, ΣτΕ 1094/2016 ). Υπό τη δεδομένη, μάλιστα, μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, η οποία αιφνιδίασε και αναμφιβόλως έφερε την Ελληνική Δημοκρατία σε κατάσταση αδυναμίας να εκπληρώνει εμπροθέσμως και στο ακέραιο όλες τις οικονομικής φύσης υποχρεώσεις της, ήτοι προ του κινδύνου της στάσης πληρωμών και της κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας, η επιδίωξη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του Ν.4050/2012 μιας επαναδιαπραγμάτευσης μέρους του δημοσίου χρέους, που αναμενόταν να έχει θετική έκβαση, δεν αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ως εκφάνσεις της αρχής του Κράτους Δικαίου) ούτε στην αρχή οικονομικής - συμβατικής ελευθερίας.

Εξάλλου, η επαναδιαπραγμάτευση είναι μια έννομη σχέση διαδικαστικώς οριοθετημένη μεταξύ του εκδότη των άυλων τίτλων και των Ομολογιούχων, οι οποίοι ενεργούν είτε ως έχοντες ίδια δικαιώματα επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου είτε ως, θεματοφύλακες.^^^^ Περαιτέρω, η ακύρωση των τίτλων της ενάγουσας εταιρείας και η αντικατάστασή τους με τους νέους τίτλους, εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΤΧΣ, συνεπάγεται, ουσιαστικώς, απώλεια κεφαλαίου κατά 53,5% ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, λόγω της μεταβολής του χρόνου λήξης που προβλεπόταν στους ακυρωθέντες τίτλους.

Αυτή η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, καθίστατο ιδιαιτέρως σοβαρή, αλλά δεν προκύπτει ότι ήταν απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη, ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα άρθρα 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι υπό τις δεδομένες, όλως εξαιρετικές περιστάσεις, που επέβαλαν τη θέσπιση των διατάξεων του Ν. 4050/2012, όπως αυτές εκτιμήθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και από τον Ιδιωτικό Τομέα με ευρύτατη πλειοψηφία, ήτοι με ψήφους 152.042.932.772,40 επί συνόλου 177.218.697.615,45, ανάλογα με τη συμμετοχή στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του δημοσίου χρέους, ο περιορισμός των δικαιωμάτων του Ιδιωτικού Τομέα επί του δημοσίου χρέους κατά 53,5% ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου συνταγματικότητας της ρύθμισης, δεν εμφανίζεται ως μέτρο που υπερβαίνει το αναγκαίο όριο ή/και ως απρόσφορο (μέτρο) για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους, χάριν της διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν επενδύσει στο δημόσιο χρέος (ΟλΣτΕ 3010/2014, ΟλΣτΕ 1116/2014, ΟλΣτΕ 3724/2014, ΣτΕ 1094/2016 ).

Επιπλέον και ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, που ερείδεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών νομικών και ουσιαστικών παραδοχών, ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση ως αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής προς αναζήτηση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας, η κτήση της ωφέλειας αυτής από μη νόμιμη αιτία, υπό μία από τις ενδεικτικά αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ μορφές.

Ειδικότερα, από τα σχετικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ουδόλως προκύπτει ελαττωματικότητα ή ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας από την οποία προέκυψε ωφέλεια του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας εταιρείας και συνακόλουθα ουδόλως υποχρεούται το Ελληνικό Δημόσιο να αποδώσει την ωφέλεια αυτή επί τη βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, καθόσον ο πλουτισμός δεν είναι αδικαιολόγητος. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ως προς το αίτημα καταδίκης σε δήλωση βούλησης αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο και για τον πρόσθετο λόγο ότι και αληθή υποτιθέμενα τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δεν υφίσταται υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου εκ του νόμου ή εκ της σύμβασης προς ανασύσταση και αναγνώριση των ένδικων οφειλών, ώστε να είναι νόμιμο το αίτημα καταδίκης του σε δήλωση βούλησης με το ως άνω περιεχόμενο.

Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις8/5/2020 χωρίς την παρουσία των

διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχόλιο

Η απόφαση μικρή πρακτική σημασία έχει, διότι ο γράφων έχει την πεποίθηση ότι δεν θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον να εφαρμόσουμε ξανά νόμους για την αποφυγή της πτώχευσης του Δημοσίου. Παρά ταύτα, άξια σχολιασμού δεν είναι η απόφαση μόνο επειδή έκρινε ότι διαφορά που πηγάζει από την στερητική αναδοχή χρέους εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου των οφειλών των νοσοκομείων υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.

Έκρινε ακόμη ότι η αναδιαπραγμάτευση όρων των ομολόγων του Δημοσίου είναι δυνατή, εφόσον τα έχει εκούσια αποκτήσει, καθώς η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, αν και ιδιαίτερα σοβαρή, δεν προκύπτει ότι είναι απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα 17, 25 Σ και το 1ο Πρ. ΕΣΔΑ.

Αυτό που απέφυγε να αποδείξει και το εξέλαβε, άγνωστο πως, ως δεδομένο είναι απόκτηση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έγινε εκούσια από τους προμηθευτές των ελληνικών δημοσίων νοσοκομείων. Η αλήθεια είναι ότι η αναδοχή χρέους έγινε στα πλαίσια των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας και τυπικά οι προμηθευτές είχαν την επιλογή μεταξύ της απώλειας όλων των οφειλών από τα δημόσια νοσοκομεία ή την ανταλλαγή τους με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.

Κανείς δεν γνώριζε και δεν θα μπορούσε να γνωρίζει άλλωστε, ότι στη συνέχεια θα ήταν απαραίτητο να προβεί η χώρα σε κούρεμα ομολόγων, οπότε προφανώς αυτό ήταν ένα περιστατικό που δεν θα μπορούσε κανένας να λάβει υπόψη του ότι εκούσια επέλεξε μεταξύ της μη είσπραξης των απαιτήσεών του ή της μεταφοράς των οφειλών από επίπεδο νοσοκομείου σε επίπεδο δημοσίου.

Κωστής Κριμίζης

Δικηγόρος Αθηνών

 

Digesta OnLine 2020

ν. 2472/1997 άρθρα 11.1 & 12.2, ν. 2068/1992, ν. 3758/2009

 Για να ανοίξετε την απόφαση και το σχόλιο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Νομιμότητα της διαβίβασης από Τράπεζα προσωπικών δεδομένων πελάτη της σε εισπρακτική εταιρεία
Αρκεί το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής τους βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της και εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων - ενημέρωσης οφειλετών, ως αποδέκτες των δεδομένων και συνεπώς δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων του σε τέτοιες εταιρίες (αντίθ. μειοψηφία).


πλειοψΟλομΑΠ 3/2020
(Σύνθεση: Ι. Τσαλαγανίδης, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Α. Αλειφεροπούλου και Ειρήνη Καλού, Αντιπροέδροι του Αρείου Πάγου, Α. Μαγιάκου, Α. Κοκκοβού, Δ. Μπιτζούνη, Α. Τζαβάρα, Θ. Γκατζογιάννης - Εισηγητής, Μ. Χατζηγεωργίου, Α. Παπαδιά, Ε. Ερωτοκρίτου, Γ. Κουτσοκώστας, Λ. Μόρφης, Ε. Φραγκάκη, Λ. Καρέλος, Α. Γκάμαρη, Ζ. Στράτα, Π. Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Σ. Δαρέλλης, Ό. Σχετάκη - Μπονάτου, Θ. Μαντούβαλος, Γ. Κόκκορης, Π. Ακάσογλου, Ε. Τσιρακίδου, Κ. Πανά, Ν. Βεργιτσάκης και Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, Αρεοπαγίτες).

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3455/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 3937/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 30-3-2018 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια το αναφερόμενο στο σκεπτικό και στο μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναίρεσης ζήτημα ως προς όλα τα μέρη αυτού και δη εάν η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, γενομένης στο πλαίσιο μιας συμβάσεως, οφείλει να ενημερώνει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα κατά το χρόνο της συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 22/5/2019 κλήσης της καλούσας ανώνυμης εταιρείας.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας και ο αυτοπροσώπως παρασταθείς αναιρεσίβλητος, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης, ο αυτοπροσώπως παρασταθείς αναιρεσίβλητος την απόρριψή της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να δεχθεί το δικαστήριο ότι αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων και (συνακόλουθα) δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και στον αυτοπροσώπως παρασταθέντα αναιρεσίβλητο, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 25η Ιουνίου 2020, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Γ. Κόκκορης και Κ. Πανά, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του Ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μιας ψήφου και γι' αυτό παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 563 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 του Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της από 30.3.2018 αίτησης για αναίρεση της, 3937/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχοντας δικάσει ως Εφετείο. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η από 2-3-2017 έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου και εξαφανίσθηκε η 3455/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε απορρίψει την από 14-4-2016 αγωγή αυτού για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Ήδη, παραδεκτά με την από 22-5-2019 κλήση της αναιρεσείουσας εισάγεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο παραπεμφθείς σ' αυτή λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση οι πλημμέλειες ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 11 παρ. 1, 2 περ. θ' και η' και 5 του Ν. 2472/1997, έκρινε ότι, υπό τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα ήταν παράνομη και προκάλεσε στον αναιρεσίβλητο ηθική βλάβη. Ειδικότερα, το θέμα, που τίθεται κατά την παραπεμπτική απόφαση, είναι, αν η αναιρεσείουσα Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο μιας σύμβασης, οφείλει να ενημερώνει ειδικά τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006).
Εξάλλου, ο Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) …, γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου". Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας … (παρ.2)". Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ' της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων…. β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας ...(παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)". Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως", ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε' , εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή…". Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, κατά την ομόφωνη κρίση των μελών της Ολομέλειας, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του Ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια' του Ν. 2472/1997, και γι' αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ' του Ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του "και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του", αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον "τρίτο", όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ' του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 2004 ο ενάγων συνήψε με την εναγομένη τράπεζα σύμβαση καταναλωτικού δανείου ύψους 30.000,00 ευρώ. Λόγω της οικονομικής κρίσης ο ενάγων άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δόσεων του ως άνω δανείου. Τότε η εναγομένη διαβίβασε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ε", τα προσωπικά του στοιχεία και της ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής του προς αυτήν (εναγομένη), χωρίς προηγουμένως η τελευταία να τον ενημερώσει με τρόπο πρόσφορο και σαφή ως όφειλε για την διαβίβαση και την επεξεργασία τους από την ως άνω εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Ειδικότερα, διαβίβασε τα στοιχεία του ονόματός του, τον αριθμό του τηλεφώνου της οικίας του και το ύψος της οφειλής του, στην ανωτέρω εταιρία της οποίας οι υπάλληλοι άρχισαν να του τηλεφωνούν καθημερινά σχεδόν στην οικία του, ενημερώνοντάς τον για το ύψος της οφειλής του και την υποχρέωσή του για την καταβολή της οφειλής του προς την εναγομένη. Η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί στη σχετική ενημέρωση αυτού και δη, κατά τη με αρ. ΧΧΧ αίτηση που υπέβαλε και υπέγραψε ο ενάγων προκειμένου να του χορηγηθεί το ανωτέρω δάνειο, στον τίτλο "Ενημέρωση υποκείμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (βάσει του Ν. 2472/1997 σε συνδ. με την υπ' αριθμ. 1/1999 κανονιστική πράξη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), αναγράφεται ότι "Η Τ AE, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την παρούσα αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που περιλαμβάνονται στην αίτηση αυτή, καθώς και άλλα προσωπικά τους δεδομένα που η Τράπεζα έχει τυχόν συλλέξει με τη συνδρομή τους ή θα δημιουργηθούν μετά την έγκριση του δανείου θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την Τράπεζα ή και από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της". Στη συνέχεια αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση ότι αποδέκτες των δεδομένων είναι και εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Στη συνέχεια η ανωτέρω αίτηση αναγράφει ότι "τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας καθώς και να προβάλλουν οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που τα αφορούν". Ισχυρίζεται λοιπόν η εναγομένη ότι ο ενάγων της είχε δώσει τη ρητή και ανεπιφύλακτη εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση του δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση από συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης. Το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγομένη - που έχει το βάρος απόδειξης- ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε, ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην ως άνω εταιρία. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγομένη τράπεζα και τη συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Άλλωστε, ως "συγκατάθεση" υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Εξάλλου, εν προκειμένω, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί επιτρεπτής επεξεργασίας των δεδομένων του ενάγοντος χωρίς τη συγκατάθεσή του, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, ο ενάγων θεμελιώνει την παράνομη επεξεργασία σε παράλειψη ενημέρωσής του εκ μέρους της εναγομένης και όχι σε έλλειψη συγκατάθεσής του. ….Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανά της, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών), του πέραν αυτού αιτουμένου ποσού απορριπτομένου ως υπερβολικού". Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) η αναιρεσείουσα δανείστρια Τράπεζα, κατά την κατάρτιση της μεταξύ αυτής και του δανειολήπτη αναιρεσίβλητου σύμβασης δανείου, συνέλεξε από τον ίδιο, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, όπως τα στοιχεία του ονόματός του και τον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του, καθώς, ακολούθως, και της εξέλιξης του ύψους της εκ του δανείου οφειλής, καθόσον το δάνειο δεν είχε ομαλή εξέλιξη, λόγω μη καταβολής από το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο οφειλόμενων δόσεων του δανείου, β) η αναιρεσείουσα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο, διαβίβασε τα ως άνω προσωπικά δεδομένα του τελευταίου, και την επεξεργασία τους, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "E", εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, για να χρησιμοποιήσει αυτά στην ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την οφειλή του και την υπενθύμιση της υποχρέωσης καταβολής αυτής στην αναιρεσείουσα, γ) η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, έγινε χωρίς η αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας αυτών, να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο, υποκείμενο των δεδομένων, ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των προσωπικών του δεδομένων, δ) με την υποβληθείσα για τη χορήγηση του δανείου αίτηση, που ο αναιρεσίβλητος συμπλήρωσε και υπέγραψε, και υπό τον τίτλο "Ενημέρωση υποκειμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", αναγράφεται, εκτός των άλλων, ότι, η αναιρεσείουσα, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που αυτή έχει συλλέξει, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια ή από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, καθώς και ότι αποδέκτες των προσωπικών τους δεδομένων, είναι μεταξύ άλλων, και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων".
Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση αναιρεσίβλητου, από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, αναιρεσείουσα, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της αναιρεσείουσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997. Τούτο διότι, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ε", στην οποία διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, ως εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων" λαμβάνονας υπόψη αφενός μεν ότι εταιρείες με τέτοιο αντικείμενο δραστηριοτήτος θεσπίσθηκαν το πρώτον με το Ν. 3578/2009, δηλαδή πολύ μετά την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε το γεγονός ότι σαφώς, η δραστηριότητα της ως άνω εταιρείας αποτελεί μέρος της δραστηριότητας των "εταιρειών είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες, πέραν του σκοπού της ενημέρωσης των οφειλετών για το χρέος, είχαν σκοπό και την είσπραξη των απαιτήσεων. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση και έκρινε ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα, όφειλε, εκτός από την πραγματοποιηθείσα κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου, να προβεί σε ενημέρωση αυτού για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, κατά το χρόνο διαβίβασης αυτών στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, καταλήγοντας με το πόρισμά της ότι συνεπεία της παράλειψης αυτής της ενημέρωσης, παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' του Ν. 2472/1997, η οποία (παραβίαση) και εν συνεχεία χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού, προκάλεσε σ' αυτόν ηθική βλάβη και θεμελίωσε την αξίωσή του για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε, με εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος.
Κατά τη γνώμη, όμως, δέκα μελών αυτού, και ειδικότερα της Αντιπροέδρου Αλτάνας Κοκκοβού και Αγγελικής Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γρηγορίου Κουτσοκώστα, Πηνελόπης Παρτσαλίδου Κομνηνού, Στυλιανού Δαρέλλη, Πελαγίας Ακάσογλου, Ελισάβετ Τσιρακίδου και Νικολάου Βεργιτσάκη, Αρεοπαγιτών, η γενόμενη, ως άνω, κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων, με την αίτηση δανειοδότησης, ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου των δεδομένων, δεν πληροί την εκ του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 υποχρέωση ενημέρωσης από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου αυτών των δεδομένων, για τους αποδέκτες των δεδομένων του, καθόσον η αναιρεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία "E", η οποία και θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του. Υπό τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αποδειχθέντα, δεν υπήρξε ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την εταιρεία αυτή ως αποδέκτη των προσωπικών του δεδομένων. Με την αίτηση που συμπλήρωσε και υπέγραψε ο αναιρεσίβλητος κατά την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, η αναιρεσείουσα φέρεται να τον ενημερώνει για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του, ήτοι "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Όμως, η ανώνυμη εταιρεία "E", δεν υπάγεται σε κάποια από τις κατηγορίες αυτές και ειδικότερα στην κατηγορία των "εταιριών είσπραξης απαιτήσεων", αλλά, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελεί εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών. Από τη μορφή της εταιρείας αυτής, προκύπτει ότι συστάθηκε και λειτουργεί με βάση τις ρυθμίσεις του Ν. 3758/2009, καθώς και ότι δεν μπορεί να έχει ως σκοπό την είσπραξη απαιτήσεων, αφού αυτή απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 4 παρ. 3 του άνω νόμου. Έτσι, δεν υπάγεται στην κατηγορία αποδεκτών στους οποίους αναφέρεται η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ενημέρωση. Άλλωστε, κατά τον επικαλούμενο χρόνο πραγματοποίησης της ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων, δεν ίσχυε ο Ν. 3758/2009, με τον οποίο προβλέφθηκε και ρυθμίστηκε η λειτουργία των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών, και συνεπώς, δεν υπήρχε αυτή η κατηγορία αποδεκτών, στην οποία εντάσσεται η ως άνω εταιρεία και στην οποία η αναιρεσείουσα κοινοποίησε τα προσωπικά δεδομένα του αναιρεσίβλητου, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπήρξε η απαιτούμενη ενημέρωση.
Συνεπώς, έπρεπε η αναιρεσείουσα, πριν από τη μεταβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου στην εταιρεία αυτή, να τον ενημερώσει ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των δεδομένων του. Έτσι, η ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, απολήγουν σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης του δικάσαντος κατ' έφεση Δικαστηρίου, ήτοι στη μη ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την εταιρεία "EUROBANK REMEDIAL SERVICES", ως αποδέκτη των δεδομένων του και συνεπώς παράβασης του Ν. 2472/1997 από την αναιρεσείουσα, η οποία (παράβαση) θεμελιώνει το παράνομο της επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων και την πρόκληση εξ αυτού ηθικής βλάβης στον αναιρεσίβλητο. Επομένως, κατά την άποψη της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από τη διαφορετική, εσφαλμένη, αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία στηρίζεται η μη ενημέρωση του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ'του Ν. 2472/1997 και θα έπρεπε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης.

Συνακόλουθα τούτων και μετά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ: "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα". Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν", συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υπόθεσης απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 25/2001). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για την, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, επανεκδίκαση της υπόθεσης από το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στην ουσία δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση. Ειδικότερα, με την 3455/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η αγωγή απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι είχε υπάρξει ενημέρωση του ενάγοντος-υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών "Ε" και συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση της αναιρεσείουσας αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσιβλήτου. Μετά την αναίρεση της 3937/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκρινε αντίθετα, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα αυτή απόφαση και συνεπώς, αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ήτοι η έφεση, αφού η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Συνεπώς, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, δεσμευόμενο από την παρούσα απόφαση, αναφορικά με το γενόμενο δεκτό λόγο αναίρεσης, υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασής του, με βάση την έκταση της αναίρεσης, ως προς την απόρριψη της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης που έκρινε ορθά και δεν υπάρχει έδαφος για εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο προκειμένου να δικαστεί η από 2-3-2007 έφεση του ενάγοντος, να απορριφθεί δε αυτή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης και της επί της εφέσεως δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Αναιρεί την 3937/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 2-3-2017 εφέσεως του αναιρεσίβλητου κατά της 3455/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στην αναιρεσείουσα.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Ιουνίου 2020.


Σχόλιο
Ι. Με την υπ’ αριθμ. 3/2020 Απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναίρεσε την υπ’ αριθμ. 3937/2018 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάζοντος κατ’ έφεση), λόγω παραβίασης διάταξης του ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα στις διατάξεις του ν. 2472/1997 που προβλέπουν την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων για τη διαβίβαση αυτών από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε εκτελούντες δια λογαριασμό του την επεξεργασία και σε τρίτους αποδέκτες (άρθρα 11, 12 ν. 2472/1997).
Ειδικότερα, η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης και τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων από την αναιρεσείουσα, λόγω παράλειψης ενημέρωσής του εκ μέρους της για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3455/2016 Απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι είχε υπάρξει επαρκής ενημέρωση του ενάγοντος-υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών "E", καθώς στην υποβληθείσα για τη χορήγηση του δανείου αίτηση, που ο αναιρεσίβλητος συμπλήρωσε και υπέγραψε, υπό τον τίτλο "Ενημέρωση υποκειμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", αναγράφεται, εκτός των άλλων, ότι, η αναιρεσείουσα, έχει ενημερώσει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν την αίτηση, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα που αυτή έχει συλλέξει, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια ή από τρίτους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, καθώς και ότι αποδέκτες των προσωπικών τους δεδομένων, είναι μεταξύ άλλων, και "εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων". Συνεπώς, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν υπήρξε παραβίαση της αναιρεσείουσας αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου.
Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από τον αναιρεσίβλητο, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3937/2018 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχθηκε την έφεση και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στον αναιρεσίβλητο, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε ενημερώσει τον τελευταίο κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και ειδικά για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ του Ν. 2472/1997, καθώς, «η εναγόμενη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση».
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατά της ανωτέρω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 171/2019 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κρίνει αν η αναιρεσείουσα Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο μιας σύμβασης, οφείλει να ενημερώνει ειδικά τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ή αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η Τράπεζα, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα, θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την ίδια (Τράπεζα) ή και από εκείνους που εκτελούν την επεξεργασία κατ' εντολή και για λογαριασμό της, ως αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε να δεχθεί το δικαστήριο ότι αρκεί, κατά νόμο, το γεγονός ότι η δανείστρια Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων, βάσει περιληφθέντων όρων στη σχετική σύμβαση, είχε ενημερώσει τον οφειλέτη ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας κατ' εντολή και για λογαριασμό της από αποδέκτες των δεδομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εταιρίες εισπράξεως απαιτήσεων και (συνακόλουθα) δεν όφειλε να ενημερώσει ειδικώς τον οφειλέτη για τη διάθεση αυτών των δεδομένων του στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών.
Με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997, προεχόντως δε του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' του νόμου αυτού, κατά το οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, είτε, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε κατά πλειοψηφία ότι: «η ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση (αναιρεσίβλητου) από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων (αναιρεσείουσα), η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων, πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της αναιρεσείουσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' Ν. 2472/1997. Τούτο διότι, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "E", στην οποία διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, ως εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων" λαμβάνονας υπόψη αφενός μεν ότι εταιρείες με τέτοιο αντικείμενο δραστηριότητος θεσπίσθηκαν το πρώτον με το ν. 3578/2009, δηλαδή πολύ μετά την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε το γεγονός ότι σαφώς, η δραστηριότητα της ως άνω εταιρείας αποτελεί μέρος της δραστηριότητας των "εταιρειών είσπραξης απαιτήσεων", οι οποίες, πέραν του σκοπού της ενημέρωσης των οφειλετών για το χρέος, είχαν σκοπό και την είσπραξη των απαιτήσεων.»
Σύμφωνα μάλιστα με το Δικαστήριο: «Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη.»
Σύμφωνα, ωστόσο, με τη μειοψηφία 10 μελών της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: «η γενόμενη, ως άνω, κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων, με την αίτηση δανειοδότησης, ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου των δεδομένων, δεν πληροί την εκ του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 υποχρέωση ενημέρωσης από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του αναιρεσίβλητου, υποκειμένου αυτών των δεδομένων, για τους αποδέκτες των δεδομένων του, καθόσον η αναιρεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή για τη διαβίβασή τους στην εταιρεία "E", η οποία και θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του. […..] Με την αίτηση που συμπλήρωσε και υπέγραψε ο αναιρεσίβλητος κατά την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, η αναιρεσείουσα φέρεται να τον ενημερώνει για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του, ήτοι "εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους". Όμως, η ανώνυμη εταιρεία "E", δεν υπάγεται σε κάποια από τις κατηγορίες αυτές και ειδικότερα στην κατηγορία των "εταιριών είσπραξης απαιτήσεων", αλλά, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελεί εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών. Έτσι, δεν υπάγεται στην κατηγορία αποδεκτών στους οποίους αναφέρεται η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ενημέρωση. Άλλωστε, κατά τον επικαλούμενο χρόνο πραγματοποίησης της ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων, δεν ίσχυε ο ν. 3758/2009, με τον οποίο προβλέφθηκε και ρυθμίστηκε η λειτουργία των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών, και συνεπώς, δεν υπήρχε αυτή η κατηγορία αποδεκτών, στην οποία εντάσσεται η ως άνω εταιρεία. […..] Συνεπώς, κατά τη μειοψηφία, έπρεπε η αναιρεσείουσα, πριν από τη μεταβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου στην εταιρεία αυτή, να τον ενημερώσει ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είναι αποδέκτης των δεδομένων του.».
ΙΙ. Η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί σημαντική νομολογιακή εξέλιξη που έρχεται πάντως σε σύγκρουση με την έως σήμερα τοποθέτηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής, ΑΠΔΠΧ) επί της ειδικής ατομικής ενημέρωσης του οφειλέτη για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στην εκάστοτε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, όπως αυτή είχε διατυπωθεί με την υπ’ αριθμ. 98/2017 απόφαση της ΑΠΔΠΧ.
Η ΑΠΔΠΧ, πριν από απόφαση 98/2017, ειδικά ως προς το ζήτηµα της ενηµέρωσης των υποκειµένων για την ανακοίνωση των δεδοµένων τους σε εταιρείες ενηµέρωσης οφειλετών (άρθρο 11 του ν. 2472/1997 σε συνδυασµό µε άρθρο 4 παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 3758/2009), είχε κρίνει σύμφωνα με τις υπ’ αριθµ. πρωτ. Γ/ΕΞ/4744/12-07-2013 Συστάσεις σε Τράπεζες ότι  « … η ενηµέρωση αυτή µπορεί να πραγµατοποιείται εναλλακτικά: α) Κατά την σύναψη της σύµβασης µε τον πελάτη, με σαφή και ακριβή όρο ενημέρωσής του ότι ο δανειστής έχει δικαίωµα µε βάση το ν. 3758/2009, σε περίπτωση που η οφειλή καταστεί ληξιπρόθεσµη, να ανακοινώσει τα δεδοµένα του πελάτη σε εταιρεία ενηµέρωσης οφειλετών. Οι δε παλαιοί πελάτες, δηλαδή εκείνοι που υπέγραψαν συµβάσεις µε τους δανειστές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3758/2009 (05-05- 2009), πρέπει να ενηµερώνονται για την εν λόγω νέα επεξεργασία µε τρόπο πρόσφορο και σαφή, για παράδειγµα µε συστηµένη επιστολή που θα περιλαµβάνει την ανωτέρω πληροφόρηση ή µε ενσωµάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασµών και β) Κατά την τελευταία έγγραφη ενηµέρωση του οφειλέτη ότι η οφειλή του κατέστη ληξιπρόθεσµη και ότι, σε περίπτωση µη τακτοποίησης αυτής, τα δεδοµένα του (στοιχεία επικοινωνίας και στοιχεία σχετικά µε την οφειλή) θα ανακοινωθούν σε εταιρία ενηµέρωσης οφειλετών µε σκοπό τη σχετική ενηµέρωσή του σύµφωνα µε το ν. 3758/2009. Στο στάδιο αυτό, προτείνεται να ζητείται από τον οφειλέτη να διατυπώσει τυχόν αντιρρήσεις του σχετικά µε την ακρίβεια των στοιχείων του (ιδίως ύψος της οφειλής και στοιχεία επικοινωνίας) εντός ευλόγου προθεσµίας, έτσι ώστε να πραγµατοποιείται ταυτόχρονα και η επικαιροποίηση των δεδοµένων στο αρχείο που τηρεί ο δανειστής».
Στην απόφαση 98/2017 η ΑΠΔΠΧ, λόγω της πληθώρας των καταγγελιών, υιοθετώντας αυστηρότερη θέση, αφού σημείωσε, όπως και η μειοψηφία της σχολιαζόμενης απόφασης της ΟλομΑΠ, ότι οι «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών» αποτελούν νέα κατηγορία αποδεκτών, διαφορετική από τις «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων», έκρινε ότι: «όταν η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τη διαβίβαση αυτών στις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών πραγματοποιείται µε τρόπο γενικό, τυποποιημένο και µη ευκρινή (π.χ. ιδίως αν πρόκειται για προδιατυπωµένο όρο σύμβασης που αναφέρεται γενικά στο «δικαίωμα» του δανειστή να διαθέσει τα δεδομένα του οφειλέτη σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών βάσει του ν. 3758/2009), το υποκείμενο των δεδομένων απλώς πληροφορείται για το «ενδεχόμενο» να διατεθούν τα στοιχεία του σε µία ειδική κατηγορία αποδεκτών, σε περίπτωση που οι οφειλές του καταστούν ληξιπρόθεσμες. Ωστόσο, όταν τελικώς ο δανειστής αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, δηλαδή να διαθέσει τα στοιχεία του οφειλέτη σε συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών µε σκοπό να διαπραγματευθεί εκείνη για λογαριασμό του δανειστή την αποπληρωμή της οφειλής, το υποκείμενο των δεδομένων δεν ενημερώνεται για την απόφαση αυτή του δανειστή, δηλαδή για την πραγματική διενέργεια της επεξεργασίας (και όχι απλώς για το ενδεχόμενο διενέργειας αυτής) µε όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή συνεπάγεται. Ως αποτέλεσμα της ανωτέρω πρακτικής, ήτοι της µη προσήκουσας ενημέρωσης από τους δανειστές, τα υποκείμενα των δεδομένων δεν ενημερώνονται επαρκώς, µε αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να στερούνται εύλογου χρόνου για την έγκαιρη άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης κατά τα άρθρα 12 και 13 του ν. 2472/1997, καθώς και για κάθε άλλη νόμιμη ενέργεια σχετικά µε τον διακανονισμό της οφειλής τους µε τον ίδιο το δανειστή, ώστε να αποφευχθούν ή έστω να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει η διάθεση των δεδομένων τους σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών. Για όλους τους προαναφερόμενους λόγους, η Αρχή κρίνει αναγκαίο να γίνεται ειδική ατομική ενημέρωση των οφειλετών για τη διάθεση των δεδομένων τους από τους δανειστές σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών, δηλαδή ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενημερώνει τους οφειλέτες για τη διάθεση των δεδομένων τους στην εκάστοτε σ υ γ κ ε κ ρ ι µ έ ν η Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών, να παρέχει ένα εύλογο διάστημα (π.χ., ενδεικτικά, 10-15 ημερών) π ρ ι ν από τη διάθεση για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης και να μεριμνήσει, ώστε η ενημέρωση αυτή να γίνεται µε κάθε πρόσφορο τρόπο, π.χ. µε ενσωμάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασμών και σε ευδιάκριτο σημείο αυτών ή µέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες τούτο καθίσταται εφικτό, και ιδίως εφόσον τα σχετικά στοιχεία έχουν χορηγηθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας από τα υποκείμενα των δεδομένων. Αυτονόητο είναι ότι ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενημερώνει εκ νέου, σύμφωνα µε τα παραπάνω, κάθε φορά που τα στοιχεία των οφειλετών του διατίθενται σε διαφορετική Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών.».
ΙΙΙ. Επισημαίνουμε ότι η ΑΠΔΠΧ, ως Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος, ασκούσα την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν αποστερείται της δυνατότητας να επιληφθεί καταγγελιών/ερωτημάτων που αφορούν στις πρακτικές ενηµέρωσης οφειλετών από πιστωτικά ιδρύµατα, ασφαλιστικές εταιρίες, εταιρείες παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών και να κρίνει διαφορετικά από την σχολιαζόμενη απόφαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 150 GDPR), επιβάλλοντας κυρώσεις (βλ.  άρθρο 83 του G.D.P.R. ), στους υπεύθυνους επεξεργασίας, σε περίπτωση παραβίασης της μέχρι σήμερα νομολογίας, συστάσεων της κ.λ.π.
Οι Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών ως έχουσες διπλό ρόλο, καθώς είναι και εκτελούσες την επεξεργασία για τις πράξεις που διενεργούν κατ’ εντολή και για λογαριασµό του δανειστή και ταυτόχρονα υπεύθυνες επεξεργασίας για τα δυο αρχεία που περιέχουν δεδοµένα σχετικά µε τηλεφωνικές επικοινωνίες (βλ. ά. 6 παρ. 7 και ά. 8 παρ. 2 του ν. 3758/2009), ως προς την επιβολή κυρώσεων εις βάρος τους, υπόκεινται, αφενός μεν στον Υπουργό Ανάπτυξης, όσον αφορά στην παραβίαση του ν. 3758/2009, αφετέρου δε στην ΑΠΔΠΧ, σύµφωνα µε το άρθρο 10 του ν. 3758/2009 [«Ειδικά για τις παραβιάσεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4, της παραγράφου 7 του άρθρου 6 και της παραγράφου 2 του άρθρου 8 από τις οποίες θίγεται το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων φυσικών προσώπων αρμόδια είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.» (άρθρο 36 παρ.5 Ν.4038/2012,ΦΕΚ Α 14/2.2.2012)].
Με δεδομένο ότι ο Κανονισµός (ΕΕ) 2016/679 προτάσσει πλέον ρητώς την αρχή της διαφάνειας της επεξεργασίας και ενισχύει, ακολούθως, το δικαίωµα ενηµέρωσης του υποκειµένου (βλ. άρθρα 5, 13 και 14 του Κανονισµού και αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις στο προοίµιο αυτού), αναμένεται με ενδιαφέρον η θέση της Αρχής Προστασίας επί του σχολιαζόμενης νομολογιακής εξέλιξης, με «ultimum refugium»  την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 20 του ν. 4624/2019 - Δικαστική προστασία κατά της Αρχής- σύμφωνα με την οποία, οι κανονιστικές αποφάσεις και οι ατομικές διοικητικές πράξεις της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.


Ευαγγελία Παλαιολόγου – Δικηγόρος
D.E.A Ευρωπαϊκού Δικαίου
D.E.A Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου
Paris I (Πάνθεον – Σορβόννη)

 

Digesta OnLine 2020

ΑΚ 513, 1033, 1094, 1192, 1198 ΚΠολΔ 176 & 191 παρ. 2

Για να διαβάσετε την απόφαση σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε το σχόλιο και την απόφαση σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Αναγνωριστικό αίτημα για δικαίωμα εξ αδιαιρέτου κυριότητας, απόδοση ιδανικού μεριδίου. Δικονομική δυνατότητα δεκτής εν μέρει της αγωγής, λόγω γνήσιας αναβλητικής ένστασης.

Η ενάγουσα αιτείται την αναγνώριση του δικαιώματος εξ αδιαιρέτου κυριότητας και την απόδοση του ιδανικού μεριδίου της στην ιδιοκτησία. Σε περίπτωση που προβληθεί και γίνει δεκτή γνήσια αναβλητική ένσταση, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα για την απόδοση τους πράγματος.

ΜΠρΑθ 3944/2020 (τακτική διαδικασία)

Δικαστής: Ελένη Γκίνη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ

3944 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Γκίνη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τον Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ,

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: κατοίκου οδός αρ. 205, με ΑΦΜ προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της,

για την οποία προκατέθεσε (Α.Μ. Δ.Σ.Α.), που παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) , με ΑΦΜ και 2) με ΑΦΜ κατοίκων αμφοτέρων Αθηνών, οδός αρ. 130, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια · δικηγόρος τους, Άννα Κωνσταντινίδου (Α.Μ. 011646 Δ.Σ.Α.), που παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.02.2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό 21074/2123/05.03.2018, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει την πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, του υπό στοιχεία (Ε1) διαμερίσματος του πέμπτου (Ε') πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, κείμενης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, εντός του υπ’ αριθμ. 59/56 Ο.Τ. της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, στη θέση, με πρόσοψη επί της οδού αρ. 130 και της πλατείας Κουντουριώτη, όπως κατά τα λοιπά αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή. Ότι την ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία απέκτησε από κοινού με τον πρώην σύζυγό της, κατά πλήρη κυριότητα, σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου έκαστος, με παράγωγο τρόπο λόγω πώλησης από τους X, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 25.226/30.12.2005 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταμάτη Καταπόδη, νόμιμα μεταγεγραμμένου.

Ότι οι δικαιοπάροχοί τους, X, απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό X εξ αδιαιρέτου έκαστος, το ανωτέρω οικόπεδο με παράγωγο τρόπο, λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 11.583/1992 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γοντικάκη - Παπαντωνίου, νόμιμα μεταγεγραμμένου. Ότι ο πρώτος των εναγομένων είναι μισθωτής της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, που τη χρησιμοποιεί ως οικογενειακή στέγη, από κοινού με τη δεύτερη των εναγομένων, σύζυγό του, δυνάμει του από 01.09.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης που σύναψε με τον πρώην σύζυγο της ενάγουσας X, επί μία διετία, που έχει συμπληρωθεί αλλά παραμένουν σε αυτή, κατέχοντας το ιδανικό της μερίδιο επ’ αυτής, χωρίς να εισπράττει την αναλογία της σε μισθώματα, αφού έχουν κατασχεθεί εις χείρας του πρώτου των εναγομένων ως τρίτου για οφειλές του X προς το Ελληνικό Δημόσιο.

Ότι η ενάγουσα δεν συναίνεσε σε ανανέωση ή παράταση σιωπηρή ή μη της επίδικης μίσθωσης και ότι οι εναγόμενοι, που αρνούνται να της αποδώσουν το ιδανικό της μερίδιο στο επίδικο ακίνητο, παρά τις εξώδικες δηλώσεις που τους έχει κοινοποιήσει, αμφισβητούν με τον τρόπο αυτό έμπρακτα την κυριότητά της στην προαναφερόμενη ιδιοκτησία της. Για τους λόγους αυτούς ζητεί: α) να αναγνωριστεί ότι είναι κυρία του επίδικου ακινήτου, σε ποσοστό % εξ αδιαιρέτου, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν το ως. άνω ιδανικό της μερίδιο στο επίδικο ακίνητο και να καταδικαστούν στα δικαστικά της έξοδα.

Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή, περίληψη της οποίας έχει καταχωριστεί νομίμως και εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (βλ. το υπ’ αριθμ. 7039/30.03.2018 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών), παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 9, 11 αριθ. 1, 14 παρ. 2, 29 ΚΠολΔ),’ κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 1033, 1094, 1192, 1198 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.’ Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. την από 22.10.2018 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς για το υπ’ αριθμ. 23960761895812170046 ηλεκτρονικό παράβολο της 'Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών) και β) προσκομίζεται στο πλαίσιο του άρθρου )54Α του Ν. 4174/2013, το από 18.10.2018 πιστοποιητικό ΕΝ.ΦΙ.Α. και εξόφλησης ΦΑΠ για τα τελευταία πέντε έτη.

Από τη διάταξη του άρθρου 1095 ΑΚ προκύπτει ότι ο νομέας μπορεί να αρνηθεί την απόδοση πράγματος αν έχει κατά του κυρίου δικαίωμα να νέμεται ή να κατέχει το πράγμα. Κατά τη διάταξη αυτή, ο εναγόμενος με τη διεκδικητική αγωγή μπορεί να προβάλλει γνήσια αναβλητική ένσταση, με την οποία αυτός δεν αρνείται τη ;βάση της αγωγής, δηλαδή. ο δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος, αντιτάσσει, όμως, ένα γεγονός που μπορεί να έχει ως έρεισμα εμπράγματο (π.χ. δουλεία) ή ενοχικό (π.χ. χρησιδάνειο) δικαίωμα, που του παρέχει το δικαίωμα να κατέχει ή νέμεται το πράγμα με αντίστοιχη την υποχρέωση του ενάγοντος να το ανεχθεί (ΑΠ 584/1998, ΕλλΔνη 39, 1271, ΕφΑΘ 6099/2002, ΕλλΔνη 46, 498, Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, εκδ. 1989; παρ. 114, σελ. 260 - 261). Έτσι, αν αποδειχθεί η ένσταση αυτή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, άλλα μόνον κατά το καταψηφιστικό της αίτημα για απόδοση του πράγματος (ΑΠ 684/1976, ΝοΒ 3 25, 42, Παπαδόπουλου οπ. π., Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου τομ. Υ, εκδ. 1985, υπ’ αρθρ. 1095 αρ. 22).

Οι εναγόμενοι συνομολογούν τη συγκυριότητα της ενάγουσας σε ποσοστό Vz εξ αδιαιρέτου στο επίδικο διαμέρισμα, προβάλλουν, όμως, ένσταση ιδίου δικαιώματος κατοχής σε αυτό κατ’ άρθρο 1095 ΑΚ, δυνάμει του από 01.09.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης που σύναψε ο πρώτος εξ αυτών με τον πρώην σύζυγο της ενάγουσας Στέφανο Κεραμιδά, επί μία διετία, που έχει συμπληρωθεί αλλά ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, χωρίς να έχει καταγγελθεί. Ισχυρίζονται ακόμη, ότι έλαβαν γνώση για τη συνιδιοκτησία της ενάγουσας μόλις το έτος 2014, οπότε η ενάγουσα ζήτησε από τον πρώτο εξ αυτών να καταβάλλει σε αυτή την αναλογία της στο μίσθωμα ενώ από το έτος 2017 το μίσθωμα καταβάλλεται στη ΙΖ' ΔΟΥ Αθηνών λόγω της από 18.10.2017 κατάσχεσης εις χείρας του πρώτου των εναγομένων ως τρίτου, για οφειλές του στο Ελληνικό Δημόσιο.

Πρέπει, επομένως να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, από τις έμμεσες ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ από τις έγγραφες προτάσεις τους και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα έχει την πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό (…). Την ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία απέκτησε η ενάγουσα από κοινού με τον πρώην σύζυγό της, του κατά πλήρη κυριότητα, σε ποσοστό X εξ αδιαιρέτου έκαστος, (…). Οι δικαιοπάροχοί τους, X, απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου έκαστος, το ανωτέρω οικόπεδο με παράγωγο τρόπο, λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 11.583/1992 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γοντικάκη Παπαντωνίου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο 3832 και α/α 236. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων είναι μισθωτής της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, που τη χρησιμοποιεί ως οικογενειακή στέγη, από κοινού με τη δεύτερη των εναγομένων, σύζυγό του, δυνάμει του από 01.09.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης που σύναψε με τον πρώην σύζυγο της ενάγουσας επί μία διετία, που έχει συμπληρωθεί αλλά ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, χωρίς να έχει καταγγελθεί. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση για τη συνιδιοκτησία της ενάγουσας στο επίδικο διαμέρισμα μόλις το έτος 2014, όταν η ενάγουσα ζήτησε με τα από 07.07.2014 και 09.10.2014 εξώδικά της από τον πρώτο εξ αυτών, στον οποίο κοινοποιήθηκαν στις 10.07.2014 και 14.10.2014 αντίστοιχα, να καταβάλλει σε αυτή την αναλογία της στο μίσθωμα ενώ από το έτος 2017 το μίσθωμα καταβάλλεται στη ΙΖ' ΔΟΥ Αθηνών λόγω της από 18.10.2017 κατάσχεσης εις χείρας του πρώτου των εναγόμενων ως τρίτου, για οφειλές του στο Ελληνικό Δημόσιο.

Όμως, ο πρώτος των εναγομένων, μισθωτής του επίδικου ακινήτου, τελούσε σε καλή πίστη κατά τη σύναψη του από 01.09.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης με τον πρώην σύζυγο της ενάγουσας αφού είναι πρόδηλο ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει, ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του (δεύτερη εναγομένη), την κυριότητα της ενάγουσας, σε ποσοστό ’Λ εξ αδιαιρέτου, εττί του εκμισθωθέντος διαμερίσματος, αφού πρώτη φορά οχλήθηκαν από αυτή το έτος 2014. Άλλωστε, η ενάγουσα με την από 26.09.2011 σύμβαση ανάληψη χρέους είχε εκχωρήσει στον το δικαίωμα για είσπραξη του ημίσεος του μισθώματος, από την ως άνω μίσθωση που εξαρχής γνώριζε, προκειμένου να καταβάλλεται τούτο στην πιστώτρια και ενυπόθηκη (τότε) Τράπεζα «EMPORIKI BANK», προς αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου για την αγορά του, ενώ όχλησε τους εναγομένους πρώτη φορά στις 10.07.2014 και άσκησε την ένδικη από 22.02.2018 αγωγή μόλις στις 12.03.2018.

Έτσι, με βάση τα παραπάνω, εφόσον οι εναγόμενοι κατέχουν το επίδικο διαμέρισμα, δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης μίσθωσης, η ένδικη αγωγή κατά το καταψηφιστικό της αίτημα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, πρέπει όμως να γίνει δεκτή κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, σύμφωνα με όσα σχετικά προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί η ενάγουσα κυρία, κατά ποσοστό X εξ αδιαιρέτου, του επίδικου διαμερίσματος και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογο με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα κυρία, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, του υπό στοιχεία (Ε1) διαμερίσματος του πέμπτου (Ε') πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, κείμενης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, εντός του υπ’ αριθμ. X Ο.Τ. της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, στη θέση X, με πρόσοψη επί της οδού X αρ. 130 και της πλατείας X, που (…).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων ευρώ (800€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10/3/20.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχόλιο

Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση σώρευσης πολλαπλών αιτημάτων σε μία αγωγή, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει διαφορετικά για το αναγνωριστικό και για το καταψηφιστικό, ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου.

Συγκεκριμένα, δύναται να απορρίψει το καταψηφιστικό αίτημα για παράδοση του αντικειμένου, ενώ ταυτόχρονα δέχεται το αναγνωριστικό της κυριότητας αίτημα, καθιστώντας αυτή μερικώς δεκτή, εάν προβληθεί και γίνει δεκτή γνήσια αναβλητική ένσταση.

Η δυνατότητα αυτή είναι ακόλουθη με την αρχή της οικονομίας της δίκης για την αποφυγή της κατάθεσης διαφορετικών αγωγών και, ως εκ τούτου, εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αντιδικία αφορά, την ιδιοκτησία και τη χρήση συγκεκριμένου ιδανικού μεριδίου οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, η απόφαση ορθά αναγνωρίζει την ιδιοκτησία της ενάγουσας σε ιδανικό μερίδιο επί της συγκεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας.

Σφάλλει όμως, σχετικά με το καταψηφιστικό αίτημα της απόδοσης του ιδανικού μεριδίου επί του ακινήτου. Εάν το αίτημα αφορούσε την πραγματική, φυσική παράδοση του μισθίου, τότε είτε η διαφορά θα ήταν μισθωτική και θα δικάζονταν με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών είτε η αγωγή θα ήταν διεκδικητική. Εδώ, το αίτημα της ενάγουσας δεν φαίνεται να αφορά στην παράδοση ακινήτου, αλλά στην αναγνώριση της κυριότητας ιδανικού μεριδίου.

Οι εναγόμενοι αναγνωρίζουν δικαστικά την έλλειψη κυριότητάς του επί του ακινήτου έμμεσα, αφού καταβάλλουν σε τρίτο μεν, ένεκα κατάσχεσης που έχει επιβληθεί εις χείρας τους ως τρίτων, τακτικά δε το συμφωνημένο μίσθωμα. Η μίσθωση δε έχει καταστεί αορίστου διάρκειας και με την τακτική καταβολή του μισθώματος οι μισθωτές – εναγόμενοι αναγνωρίζουν και η εκμισθώτρια – ενάγουσα δέχεται την ιδανικού μεριδίου κυριότητά επί της οριζοντίου ιδιοκτησίας.

Επομένως, η παράδοση του ακινήτου θα μπορούσε μόνο να απορριφθεί ως αλυσιτελής, όχι όμως ένεκα άλλου δικαιώματος. Αλυσιτελής επειδή η ενάγουσα αναγνωρίζεται τακτικά και μηνιαία ως κυρία από τους ενάγοντες κατά το μερίδιο που της αντιστοιχεί, σε κάθε άλλη περίπτωση, η συγκεκριμένη ένσταση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς ο μισθωτής δεν είναι επ’ ουδενί νομέας, καθώς ελλείπει η διάνοια κυρίου που απαιτεί η έννοια της νομής.

Κωστής Κριμίζης

Δικηγόρος Αθηνών & Νέας Υόρκης

LL.M Columbia