Digesta OnLine 2023

Ο ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ

Αντώνιος Μανιάτης

Επίκουρος Καθηγητής Νομικός στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου, HDR Πανεπιστημίου Rouen Normandie

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Περίληψη

Το ανεξάρτητο Κράτος της Αιγύπτου συμπληρώνει έναν αιώνα από την κύρωση του πρώτου του Συντάγματος, το οποίο αναφερόταν στην ευτυχία του λαού και σηματοδοτούσε το τέλος της απόλυτης εξουσίας του βασιλιά και τη θέσπιση της διάκρισης των εξουσιών. Αυτό που παραλείπεται να αναφερθεί είναι η πλήρης απουσία της λέξεως «δημοκρατία», πράγμα που δείχνει ότι η δημοκρατία αποτελεί μία εφεύρεση δύσκολη όχι μόνο στην υιοθέτησή της αλλά, τουλάχιστον αρχικά, και στην τυπική της αναγνώριση.

Ο αιγυπτιακός συνταγματισμός όχι απλώς συνεχίζει να αναφέρεται στην ευτυχία αλλά βιώνει έντονα την τρέχουσα, δεύτερη κατά σειρά, φάση της περιόδου του αφρικανικού νέο-συνταγματισμού περίπου από την αρχή της φάσης αυτής (2010) με την αραβική άνοιξη. Συνιστά μάλιστα εμβληματική περίπτωση μίας νέας τάσης, η οποία συνίσταται στην άτυπη προστασία του Συντάγματος και περισσότερο στην άτυπη προώθηση του αιτήματος για πραγματικό εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.

Λέξεις-κλειδιά

Αίγυπτος, αραβική άνοιξη, αφρικανικός συνταγματισμός, βασιλευόμενη δημοκρατία, δικαίωμα στην ευτυχία.

Ι. Εισαγωγή

Έχει διαμορφωθεί στη γαλλική γλώσσα μία συνταγματική θεωρία ειδική για την αφρικανική ήπειρο, αποκαλούμενη «africaniste »[1]. Μολονότι πρόκειται για μία  ανεπτυγμένη επιστημονική προσέγγιση, της οποίας στη Γαλλία το κύριο επιστημονικό περιοδικό είναι η επιθεώρηση «Afrilex », παρατηρούνται κατά κανόνα ορισμένα όρια, όπως επικέντρωση κυρίως στη γαλλόφωνη μαύρη Αφρική. Αυτό το ιδιαίτερο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον δεν είναι τυχαίο αλλά εξηγείται από τους στενούς δεσμούς της Γαλλίας με τις τέως αποικίες της, οι οποίοι παρατείνονται και διευκολύνονται με τη διατήρηση των γαλλικών ως της επίσημης γλώσσας των κυρίαρχων Πολιτειών της περιοχής αυτής. Το κατεξοχήν ενδιαφέρον της γαλλικής συνταγματικής επιστήμης αφορά το Μπενίν, του οποίου η σύγχρονη πολιτική ιστορία μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις μείζονες περιόδους, ως εξής: ο καιρός της πολιτικής αστάθειας (1960-1972), η στρατιωτική – μαρξιστική εποχή (1972-1990) και, από τους πρώτους μήνες του 1990, η περίοδος της δημοκρατικής ανανέωσης[2].

Αν και το Μπενίν αξίζει μία ιδιαίτερη ανάλυση, ιδίως λόγω της πρόσφατης αναθεώρησης του Συντάγματός του, η παρούσα μελέτη εστιάζει σε μία περιοχή που ιστορικά συνδέεται κυρίως με το βρετανικό παράγοντα παρά με το γαλλικό, την Αίγυπτο. Αυτή η κομβική Πολιτεία ιδίως της Αφρικής αλλά και της Ασίας είναι προικισμένη  κυριότερα με στοιχεία του ασιατικού πολιτισμού παρά του αφρικανικού.  Έχει  αποκτήσει μία ιδιαίτερη βαρύτητα, από τότε που εγκαινιάστηκε η διώρυγα του Σουέζ. Η Γαλλία του Μεγάλου Ναπολέοντα κατέκτησε μόλις για τρία χρόνια, από το 1798 έως το 1801, την Αίγυπτο, η οποία ήταν τότε οθωμανική επαρχία. Το κατακτημένο μόρφωμα συμμαχώντας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεδίωξε εύκολα τον κατακτητή.

Παρά την επιτόπια σύντομη παρουσία των Γάλλων, η επίδρασή τους υπήρξε σημαντική κυρίως στο επίπεδο της διανόησης και της επιστήμης, την εποχή που η αιγυπτιολογία έκανε τα πρώτα της βήματα, και μάλιστα η επιρροή της Γαλλίας απέβη μακροχρόνια στον πολιτιστικό και στον οικονομικό τομέα, κυρίως λόγω της κατασκευής μεγάλων δημοσίων έργων, όπως το κανάλι του Σουέζ[3], η δημιουργία του οποίου ολοκληρώθηκε το 1869.

Περίπου στο ήμισυ του εικοστού αιώνα σηματοδοτείται η περίοδος όχι απλώς της κυριαρχίας της ναυτιλίας στον κόσμο[4] αλλά και του κινήματος της λήξης της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Και τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν ως σημείο αναφοράς την Αίγυπτο.

Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει το συνταγματισμό, ο οποίος αποτελεί ένα ρεύμα που εμφανίστηκε το δέκατο όγδοο αιώνα στη Βόρειο Αμερική και στην Ευρώπη και βασίζεται στην ιδέα της υπεροχής του γραπτού Συντάγματος το οποίο προορίζεται να εγγυηθεί την κυρίαρχη εξουσία και τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά αυθαίρετων πρακτικών και του δεσποτισμού εκ μέρους των κυβερνώντων[5]. Ειδικότερα, ερευνάται ο συνταγματισμός της Αιγύπτου, με έμφαση στις  συνταγματικές εγγυήσεις, των οποίων κατηγορία αποτελούν τα θεμελιώδη δικαιώματα[6].

Αναλύονται πτυχές της αρχικής περιόδου του συνταγματισμού, με έμφαση στο Σύνταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας (ΙΙ). Μετά γίνεται αναφορά στην αυταρχική περίοδο διακυβέρνησης (IΙΙ). Ύστερα, γίνεται προσέγγιση της τρέχουσας περιόδου του νέο-συνταγματισμού,  στην οποία η Αίγυπτος έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ευρύτερο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων (IV). Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται με την παράθεση τελικών συμπερασματικών κρίσεων σε ιστορικό και συγκριτικό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ελλάδα (V).

ΙΙ. Η αρχική περίοδος του αιγυπτιακού συνταγματισμού (βασιλευόμενη δημοκρατία)

Ο ιδρυτής του νέου αιγυπτιακού Κράτους ήταν ο Μεχμέτ Αλή από την Καβάλα, στην οποία γεννήθηκε το 1770. Μετέβη στην Αίγυπτο το 1801, ως μέλος μίας μεγάλης οθωμανικής δύναμης που συγκεντρώθηκε από τα Βαλκάνια, με σκοπό να εκδιωχθούν οι Γάλλοι από την Αίγυπτο, όπως έχει επισημανθεί. Το 1805, διορίστηκε από το σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως κυβερνήτης της χώρας, θέση στην οποία παρέμεινε για δεκαετίες. Το 1825 ο γιός του, Ιμπραήμ Πασάς, με εντολή του αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση.

Ο γιός του Ιμπραήμ, ο  Ισμαήλ Πασάς, απέκτησε από το σουλτάνο ένα φιρμάνι που εγγυάται τα προνόμια της νέας δυναστείας. Λίγους μήνες μετά, καθιέρωσε μία αντιπροσωπευτική συνέλευση, με τον οργανικό νόμο της 20ης Νοεμβρίου 1866. Είναι αξιοσημείωτο ότι αν το πρώτο αιγυπτιακό Σύνταγμα χρονολογείται από το 1923, η Αίγυπτος είχε ωστόσο γνωρίσει διάφορα κείμενα οργάνωσης των εξουσιών της, όπως μεταξύ άλλων αυτό. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο αυτού του κειμένου, η Συνέλευση, αιρετή από τους κατοίκους που θα ενέπιπταν στο πεδίο των ποικίλων κωλυμάτων του άρθρου 4, θα έχει ως αποστολή να αποφασίζει για τα εσωτερικά θέματα της χώρας. Το όργανο αυτό, το οποίο συγκαλείται για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1866, δεν παίζει παρά ένα μέτριας σημασίας ρόλο.

Η Αίγυπτος παρέμεινε οθωμανική μέχρι το 1867, με εξαίρεση την προαναφερθείσα περίοδο της γαλλικής κατοχής. Από εκείνο το έτος, μετεξελίχθηκε σε τυπικά αυτόνομο, υποτελές κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το όνομα «Χεδιβάτο της Αιγύπτου» αλλά τέθηκε υπό βρετανικό έλεγχο το 1882, μετά τον αγγλοαιγυπτιακό πόλεμο. Με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος του σουλτανάτου και προτεκτοράτου της Μεγάλης Βρετανίας, το 1914, η συνταγματική ζωή της χώρας ανεστάλη για πολλά έτη[7]. Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1919, προέκυψε το Βασίλειο της Αιγύπτου.

Η  επίσημη κατάργηση του καθεστώτος του προτεκτοράτου έγινε από το βρετανικό παράγοντα, ο οποίος κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία στις 28 Φεβρουαρίου 1922, θέτοντας όμως όρια σε αυτήν την κυριαρχία. Στο πλαίσιο της μετατροπής του σουλτανάτου σε βασίλειο, ο σουλτάνος Φουάντ, ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία από το 1917, πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Αιγύπτου. Επρόκειτο για μία χώρα νομικά ανεξάρτητη, στην οποία ωστόσο η αποικιοκρατική δύναμη διατήρησε τον έλεγχο των εξωτερικών υποθέσεων, της άμυνας και άλλων θεμάτων.

Το πρώτο Σύνταγμα, εμπνευσμένο σε μεγάλη έκταση από το Βέλγιο, κυρώθηκε μόλις το 1923, όπως έχει επισημανθεί, και καθιέρωσε ένα πολίτευμα που συνήθως αποκαλείται «κοινοβουλευτική μοναρχία», σηματοδοτώντας το τέλος της απόλυτης εξουσίας του βασιλιά και τη θέσπιση της διάκρισης των εξουσιών[8]

Στο προοίμιο ο Φουάντ ο πρώτος, αυτοαποκαλούμενος στο κείμενο αυτό «ο πρώτος βασιλιάς της Αιγύπτου», αναφέρει ότι όλες οι προσπάθειές του έχουν συνεχώς τείνει να διασφαλίσουν την ευημερία του λαού του και να τον καθοδηγήσουν στην οδό την οποία ο βασιλιάς ξέρει ότι πρέπει να τον οδηγήσει, στην ευτυχία και στην πρόοδο, και να του φέρει τα οφέλη που απολαμβάνουν οι ελεύθεροι και πολιτισμένοι λαοί. Σύμφωνα με το αμέσως επόμενο εδάφιο, ο βασιλιάς θεωρεί ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί αυθεντικά να αποκτηθεί παρά με την απόκτηση ενός συνταγματικού καθεστώτος παρόμοιου με τα συνταγματικά καθεστώτα τα πιο σύγχρονα και τα πιο τελειοποιημένα, και κατάλληλου να διασφαλίσει στο λαό μία ζωή ευτυχισμένη, προσοδοφόρο και πλήρως ελεύθερη.

Η ρητή αναφορά στη συλλογική  ευτυχία όχι απλώς δεν είναι τυχαία αλλά επιρρωνύεται με την εμφατική επανάληψή της. Πρόκειται για μία σημαντική αναφορά στο συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο δεδομένου ότι ένα δικαίωμα στην ευτυχία αποτελεί ακόμη και σήμερα κάτι σφοδρά εριζόμενο, αν όχι ανύπαρκτο. Πιο συγκεκριμένα, η αμερικανική διακήρυξη της ανεξαρτησίας, της 4ης Ιουλίου 1776, προέβλεψε τα απαράγραπτα δικαιώματα όλων των ανθρώπων στη Ζωή, στην Ελευθερία και στην επιδίωξη της Ευτυχίας.

Δεν είναι πολύ ευρέως γνωστό ότι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο πατέρας της διακήρυξης, έστειλε στην Ιταλία  απεσταλμένους του για να έλθουν σε επαφή με το Ναπολιτάνο νομικό, φιλόσοφο και πατριώτη Gaetano Filangeri, ο οποίος είχε ενσωματώσει το σκεπτικό του «δικαιώματος στην ευτυχία» στο έργο του « Η Επιστήμη της Νομοθεσίας»[9]. Η ευτυχία ως ένα απαράγραπτο δικαίωμα αποτελεί μέρος του πολιτισμού και της νομικής παράδοσης  των Ιταλών. Πράγματι, το δέκατο όγδοο αιώνα ένα σχέδιο Συντάγματος του Μεγάλου Δουκάτου της Τοσκάνης καθιέρωνε το «δικαίωμα στην ευτυχία». 

Η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη,  της 26ης Αυγούστου 1789, η οποία είναι  ευθέως επηρεασμένη από τον πρωταρχικό συντάκτη της προαναφερθείσας αμερικανικής διακήρυξης Τόμας Τζέφερσον που βρισκόταν τότε στη Γαλλία, δεν έκανε ρητά λόγο για αυτό το δικαίωμα αλλά χρήση της λέξης  «ευτυχία». Πιο συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά στον αντικειμενικό σκοπό  της «ευτυχίας όλων», πράγμα σημαντικό ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το κείμενο αυτό έχει συνταγματική τυπική ισχύ στη γαλλική έννομη τάξη. Κατά ειρωνεία της ιστορίας, το Προοίμιο του γαλλικού Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958 παραπέμπει στη Διακήρυξη του 1789 εφόσον κατά το πρώτο του χωρίο ο γαλλικός λαός διακηρύσσει την πρόσδεσή του στα δικαιώματα του ανθρώπου και στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας όπως καθορίζονται στη Διακήρυξη του 1789.

Σε κάθε περίπτωση, το προοίμιο των Συνταγμάτων αποτελεί ένα σημείο αρκετά ρευστό και σε μερικές περιπτώσεις μάλλον αντιλεγόμενο. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο εκτίμησε το 2002 ότι « (…) Το Προοίμιο του Συντάγματος δεν διαθέτει ωστόσο κανονιστική ισχύ »  ενώ αλλού η «συνάντηση» του δικαστή με το προοίμιο του τυπικού Συντάγματος της οικείας έννομης τάξης έχει καταστήσει γόνιμο ένα αχανές ουσιαστικό πεδίο το οποίο καλύπτεται από την έννοια της «δέσμης συνταγματικότητας» ή «μπλοκ συνταγματικότητας» (bloc de constitutionnalité)[10].

Όσον αφορά την αιγυπτιακή ανώτατη πηγή του δικαίου, η αναφορά στην ευτυχία παραμένει περιορισμένη στο συλλογικό επίπεδο,  με φορέα δηλαδή το λαό. Δεν φαίνεται να επεκτείνεται στο ατομικό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι η ευτυχία είναι πρωτευόντως ζήτημα προσωπικό, κάθε ατόμου. Η μνεία της ευτυχίας είναι περιορισμένη και νομοτεχνικά, ευρισκόμενη στο προοίμιο, χωρίς να ενυπάρχει και στο κυρίως κείμενο.

Όμως, κατ’ αρχάς θα ήταν φυσικό να τεθεί στον τυπικό για ένα Σύνταγμα κατάλογο δικαιωμάτων (bill of rights), του τίτλου ΙΙ. Με άλλα λόγια, ο τίτλος αυτός, ο οποίος επιγράφεται «Δικαιώματα και καθήκοντα των Αιγυπτίων», πέρα από το γεγονός ότι κατά μάλλον ασυνήθιστο τρόπο κάνει ταυτόχρονη ρητή αναφορά, ήδη στην επιγραφή του, των θεμελιωδών καθηκόντων δίπλα στα θεμελιώδη δικαιώματα των ίδιων προσώπων, παραλείπει οποιαδήποτε μνεία του δικαιώματος στην επιδίωξη της ευτυχίας.

Το πολίτευμα ονομαζόταν συνταγματική μοναρχία αλλά προβλεπόταν ότι η εξουσία πηγάζει από το έθνος. Επρόκειτο για ένα πολίτευμα βασιλευόμενης δημοκρατίας, χωρίς να εμφανίζεται αυτός  ο όρος, όπως και στην ελληνική συνταγματική ιστορία δεν γινόταν ρητή χρήση του στα οικεία πρώτα Συντάγματα. Αντιθέτως, το Σύνταγμα του 1952 διεκήρυσσε το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, ορίζοντας στο άρθρο 21α ότι «Το Πολίτευμα της Ελλάδος είναι Βασιλευομένη Δημοκρατία».  

Επισημαίνεται ότι το αιγυπτιακό Σύνταγμα δεν έμελλε να θεσπιστεί από κάποια συντακτική συνέλευση εκλεγμένη από το λαό, παρά την επιθυμία του πολιτικού κόμματος Βαφντ (Wafd), μίας εθνικιστικής οργάνωσης ευρείας βάσης η οποία αντιτάχθηκε σθεναρά στη  βρετανική κυριαρχία. Κατά συγκρίσιμο τρόπο, συστηματικά αποφεύγεται η οποιαδήποτε χρήση του όρου «δημοκρατία», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το κράτος ονομάζεται «Βασίλειο» λόγω της βασιλευόμενης μορφής του πολιτεύματος. Για παράδειγμα, γίνεται λόγος στο πρώτο άρθρο για «αντιπροσωπευτική μορφή» του Κράτους, η οποία, όπως και η «κοινοβουλευτική μορφή», αποτελεί μη αναθεωρήσιμη ύλη του Συντάγματος, σύμφωνα  με τη σχετική διάταξη του δεύτερου χωρίου του άρθρου 156, το οποίο κατά κανόνα προβλέπει την αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων με καίριο ρόλο του Βασιλιά και μία αρκετά δυσκίνητη διαδικασία ρυθμιζόμενη στα άρθρα 157 και 158.

Ο αρχηγός του Κράτους είχε υπερβολικά διευρυμένο ρόλο γενικότερα στο πολίτευμα, ιδίως μετέχοντας στη νομοθετική εξουσία με δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας και με κύρωση των νόμων που ψηφίζονταν από τη Γερουσία και τη Βουλή, διορίζοντας τα δύο πέμπτα των γερουσιαστών και διαλύοντας τη Βουλή και θεσπίζοντας τους αναγκαίους για την εκτέλεση των νόμων κανονισμούς ενώ του άνηκε η εκτελεστική εξουσία. Είναι αξιοσημείωτη επίσης, όσον αφορά τη δομή του κοινοβουλίου, η ιστορική διελκυστίνδα μεταξύ μονοκαμεραλισμού, ο οποίος είχε προβλεφθεί αρχικά στον οργανικό νόμο του 1866, και δικαμεραλισμού, ο οποίος ήδη είχε εμφανιστεί στο πλαίσιο της τροποποίησης του μοντέλου εκείνου του έτους.

Το άρθρο 149 του Συντάγματος προέβλεπε ότι το Βασίλειο της Αιγύπτου έχει ως κρατική θρησκεία τον ισλαμισμό και επίσημη γλώσσα τα αραβικά, πράγμα άλλωστε που μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ιστορικό σύστημα αξιών δεδομένου ότι ο Μωάμεθ θεμελίωσε τον αραβικό μονοθεϊσμό και το αραβικό έθνος στη βάση ενός παντοδύναμου Θεού. Η αραβική γεννήθηκε στην αραβική χερσόνησο, όπου έγινε τον έβδομο αιώνα η γλώσσα του κορανίου και η λειτουργική γλώσσα του ισλαμισμού.

Εξάλλου, αυτός ο καταστατικός χάρτης του Βασιλείου δεν ίσχυσε από το 1930 έως το 1934 εφόσον  αντικαταστάθηκε από το Σύνταγμα του 1930, που προέβλεπε κάποια προνόμια του βασιλιά σε βάρος του υπουργικού συμβουλίου και των κοινοβουλευτικών συνελεύσεων. Το κείμενο αυτό με τη σειρά του καταργήθηκε το 1934 και ένα χρόνο αργότερα επαναφέρθηκε εκείνο του 1923, το οποίο παρέμεινε σε ισχύ έως το Δεκέμβριο 1952.

ΙΙΙ. Η περίοδος της αυταρχικής διακυβέρνησης της Αιγύπτου

Το 1952 ξέσπασε η αιγυπτιακή Επανάσταση που έφερε στην εξουσία το στρατιωτικό Νάσερ, ο οποίος ηγήθηκε της ανατροπής του προηγούμενου βασιλικού καθεστώτος ενώ η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας έγινε στις 18 Ιουνίου 1953. Η βρετανική κατοχή τερματίστηκε το 1954, οπότε και συνήφθη η Αγγλοαιγυπτιακή Συμφωνία. Το έτος εκείνο ο Νάσερ ανέτρεψε τον πρώτο Πρόεδρο της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, το συνταγματάρχη Μουχάμαντ Ναγκίμπ, έχοντας ως αιτιολογία τη μετριοπαθή στάση του έναντι του Σουδάν, θέτοντάς τον υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Ανέλαβε την προεδρία κατόπιν ανελεύθερων εκλογών το 1956, παραμένοντας στο αξίωμα αυτό μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του, το 1970.

Μετά την απόκτηση της διεθνούς προσωπικότητας από την Αίγυπτο και την καθιέρωση του μοναρχικού πολιτεύματος το 1923, παρατηρείται μία ηγεμονία της εκτελεστικής εξουσίας, ιδίως του αρχηγού του Κράτους, ως προς τη διαμόρφωση και τη διεξαγωγή της γενικής πολιτειακής πολιτικής ενώ το φαινόμενο αυτό γίνεται ακόμη περισσότερο έκδηλο την περίοδο που ακολουθεί την Επανάσταση του 1952 και την καθιέρωση του καθεστώτος της αβασίλευτης δημοκρατίας, το οποίο θέτει τέρμα στους μηχανισμούς του κοινοβουλευτικού συστήματος[11].

Το δεύτερο Σύνταγμα υιοθετήθηκε την επαύριον της εκκένωσης της διώρυγας του Σουέζ από τα βρετανικά στρατεύματα, τον Ιούνιο 1956, και ενώ ήδη την πρώτη Ιανουαρίου του ίδιου έτους είχε κερδίσει το υπό την αγγλική και αιγυπτιακή συγκυριαρχία γειτονικό έδαφος του Σουδάν την ανεξαρτησία του, ως Δημοκρατία του Σουδάν. Το άρθρο 192 του Συντάγματος προβλέπει ρητά μονοκομματικό  πολίτευμα, αναγνωρίζοντας την εξουσία της «Εθνικής ένωσης», ενώ το άρθρο 3 του Συντάγματος του 1964 την  εξουσία της «Αραβικής σοσιαλιστικής ένωσης».

Ωστόσο, το κείμενο αυτό έδωσε σύντομα τη θέση του σε ένα άλλο, που προέβλεπε ομοσπονδιακή δομή του Κράτους, το 1958, δεδομένου ότι διαμορφώθηκε μία ενιαία αραβική Δημοκρατία, που περιλάμβανε την Αίγυπτο και τη Συρία. Παρόμοια, η διακοπή αυτής της κρατικής δομής, το 1961, οδήγησε στη θέσπιση του προσωρινού Συντάγματος του 1964.

Συνολικά, η αποκαλούμενη περίοδος της αβασίλευτης Δημοκρατίας γνώρισε τέσσερα Συντάγματα σε μία δεκαπενταετία (1956, 1958, 1964 και 1971), στα οποία προστέθηκαν για τη διαχείριση της φάσης μετάβασης δύο συνταγματικές διακηρύξεις (1953 και 1962). Από το 1971 ωστόσο, η Αίγυπτος εισήλθε σε μία φάση σταθερότητας[12] ενώ το Σύνταγμά της αυτό  αναθεωρήθηκε ελάχιστες φορές, αν και πολύ ουσιωδώς την πρώτη φορά.  

ΙV. Η περίοδος του αιγυπτιακού νέο-συνταγματισμού

Ο πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ, διάδοχος του Νάσερ, υπήρξε ο ιθύνων νους για το Σύνταγμα που θεσπίστηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1971 και υιοθετήθηκε με δημοψήφισμα. Το κείμενο αυτό καθιερώνει ένα Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και εγγυάται τον πολυκομματισμό αλλά απαγορεύει τα κόμματα θρησκευτικής πίστης, πράγμα το οποίο είναι εξαιρετικά ανελεύθερο και αντιφατικό. 

Αναθεωρήθηκε με το δημοψήφισμα της 22ας Μαΐου 1980, για να διαγραφούν οι σοσιαλιστικές πτυχές του πολιτικού καθεστώτος, να καθιερωθεί ένας πολυκομματισμός στενά ελεγχόμενος και να γίνει μία προσέγγιση του πολιτικού καθεστώτος με τους ισλαμιστές, όπως επίσης για να προστεθεί ένας νέος τίτλος VII. 

Εξάλλου, μία δεύτερη αναθεώρηση έλαβε χώρα με το δημοψήφισμα της 25ης Μαΐου 2005, το οποίο αντικατέστησε το δημοψήφισμα επικύρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναδεικνυόμενου από τη Συνέλευση του λαού με μία εκλογή λίγο ανοικτή.

Η επόμενη αναθεώρηση έγινε με το δημοψήφισμα της 26ης Μαΐου 2007, το οποίο τροποποίησε 34 άρθρα του Συντάγματος και επέφερε τον «εκσυγχρονισμό» του κειμένου αυτού.

Δεν άργησε όμως να επέλθει ο εκσυγχρονισμός του ίδιου του Κράτους και της κοινωνίας, με μία πράξη πολιτικής ασυνέχειας. Ειδικότερα, στις 25 Ιανουαρίου 2011 στο Κάιρο και σε άλλες αιγυπτιακές πόλεις ξεκίνησαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του πολιτικού καθεστώτος του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, ο οποίος κατείχε το προεδρικό αξίωμα από τότε που διαδέχθηκε το Σαντάτ, καθώς ο τρίτος πρόεδρος της Αιγύπτου δολοφονήθηκε από φονταμενταλιστές συνωμότες στρατιωτικούς στις 6 Οκτωβρίου 1981.

Όπως συνέβη με την επανάσταση στην  Τυνησία, η οποία ξέσπασε λίγες εβδομάδες πριν, η αιγυπτιακή επανάσταση εκδηλώθηκε ως απάντηση στις καταχρήσεις της αστυνομίας και στη διαφθορά, αλλά επίσης στη μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η Αίγυπτος τέθηκε  σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης το 1967, λόγω του πολέμου των Έξι Ημερών και είχε παραμείνει σε αυτή, με εξαίρεση μία δεκαοκτάμηνη φάση στην αρχή της δεκαετίας 1980.

Λόγω της αποκληθείσας «Επανάστασης του Λωτού», κατά την οποία το  καθεστώς επιχείρησε σχετική παραπληροφόρηση  της κοινής γνώμης, ο τέταρτος πρόεδρος της χώρας εξωθήθηκε να αποχωριστεί την εξουσία, μολονότι λίγες ημέρες πριν είχε δηλώσει δημοσίως ότι θα προέδρευε για άλλους έξι μήνες, παραχωρώντας ένα μέρος των αρμοδιοτήτων του στον αντιπρόεδρο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η εξουσία μεταβιβάστηκε στις 11 Φεβρουαρίου στο Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό το στρατιωτικό συλλογικό όργανο απέκτησε το βάρος να ασχοληθεί με τις τρέχουσες υποθέσεις του Κράτους μέχρι οι εξουσίες να μεταβιβαστούν σε έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας δημοκρατικά εκλεγμένο.

Η μετάβαση σε αυτό το καθεστώς προσωρινής διακυβέρνησης έγινε ειρηνικά. Το στράτευμα έπαιξε ένα ρόλο θετικό, με την έννοια ότι στην πράξη σημειώθηκε μία έστω και ελαφρώς καλύτερη διακυβέρνηση, σε μία δύσκολη καμπή της πολιτικής ιστορίας της χώρας.  Η ισχύς του Συντάγματος ανεστάλη, μετά έγινε αναθεώρησή του με το δημοψήφισμα της 19ης Μαρτίου 2011, ως απότοκος της Επανάστασης του Λωτού. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο εξέδωσε μία συνταγματική δήλωση, δύο ημέρες αφότου ανέλαβε την αρχηγικό του ρόλο, με την οποία έθετε σε αναστολή το Σύνταγμα του 1971 και όριζε μία επιτροπή για να τροποποιήσει τις διατάξεις του. Μία νέα συνταγματική δήλωση οργανώνει τη μεταβατική περίοδο πριν την επάνοδο σε ένα κανονικό συνταγματικό καθεστώς.

Οι προεδρικές εκλογές έγιναν το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 και οδήγησαν σε ριζική πολιτική αλλαγή, με την ανάδειξη του ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι, υποψηφίου της παράταξης των Αδελφών μουσουλμάνων, στη θέση του προέδρου, στις 17 Ιουνίου. Ο Μόρσι υπήρξε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Αιγύπτου, τουλάχιστον μετά τη μεταπολίτευση του 2011. Στις 30 Νοεμβρίου 2012 ένα σχέδιο Συντάγματος εγκρίνεται από τη συντακτική Συνέλευση, το οποίο υποβλήθηκε επιτυχώς σε δημοψήφισμα το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Στις 26 εκείνου του μήνα, ο Μόρσι υπογράφει το νέο Σύνταγμα. Ωστόσο, οι βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να διεξαχθούν και, κατόπιν μαζικών διαδηλώσεων, ο πρόεδρος καθαιρείται από το στράτευμα, στις 3 Ιουλίου 2013.

Από τότε και μετά, η Αίγυπτος κυβερνάται από τον  Αλ Σίσι,  ο οποίος είναι σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Όντας Υπουργός Άμυνας και πρόσφατα Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, αυτός ο έμπειρος αξιωματικός αναμείχθηκε στο στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του Μόρσι. Μία από τις συζητήσιμες πτυχές αυτής της βίαιης ασυνέχειας είναι ότι ο πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Adly Mansour, οδηγήθηκε στην προεδρία της Πολιτείας.

Ο Μόρσι αντικαταστάθηκε από το συγκεκριμένο μεταβατικό πρόεδρο, ο οποίος διόρισε νέο υπουργικό συμβούλιο. Μερίδα της συνταγματικής θεωρίας επισημαίνει ότι ένας δικαστής, ο οποίος ήταν ανώνυμος, παρά τη θέλησή του ενθρονίστηκε αρχηγός του Κράτους[13]. Σχολιάζει ότι τα γεγονότα τα σχετικά με το πραξικόπημα θα παραμείνουν για τη συνταγματική ιστορία  ένα προηγούμενο του οποίου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αποκωδικοποίηση[14]. Συναφώς επισημαίνεται ότι ένας γνωστός πολίτης, ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι, έγινε αντιπρόεδρος στην καινούρια, de facto κυβέρνηση αλλά παραιτήθηκε στα μέσα Αυγούστου του ίδιου έτους,  διαμαρτυρόμενος για την αιματηρή καταστολή διαδήλωσης ισλαμιστών.

Η περίπτωση του πραξικοπήματος αυτού είναι ιδιάζουσα και ευρύτερα, λόγου χάρη δεδομένου ότι το στράτευμα δεν κινήθηκε ασυντόνιστα προς τη μαζική ειρηνική διαμαρτυρία μίας μερίδας του λαού, ακόμη και αν αυτή ενδεχομένως δεν αντιπροσώπευε την πλειοψηφία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό της τρέχουσας, δεύτερης φάσης της περιόδου του νέο-συνταγματισμού των κρατών της Αφρικής, η οποία ξεκίνησε περίπου το 2010, ότι παρατηρούνται σε ορισμένες χώρες νέες τάσεις προστασίας ορισμένων εννόμων αγαθών. Μία από αυτές συνίσταται στην τάση άτυπης προστασίας της συνταγματικής τάξης, η οποία κάνει να παρεμβαίνουν νέοι παράγοντες όπως ο πολίτης (κύρωση της γνώμης, εξέγερση, επανάσταση) και ο στρατός[15].  

Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτα μία πρόσφατη καινοτομία. Για παράδειγμα, η καθιέρωση του δικαιώματος στην πολιτική ανυπακοή για τη διαφύλαξη της δημοκρατικής μορφής της Πολιτείας χρονολογείται από την αρχή του νέο-συνταγματισμού, τουλάχιστον στις χώρες που φιλελευθεροποιήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μετά την περίοδο της αυταρχικής διακυβέρνησης. Αυτή είναι η περίπτωση του άρθρου 66 του Συντάγματος του Μπενίν και  του άρθρου 121 του Συντάγματος του Μαλί. Πάντως, είναι ακριβές ότι κατά τη δεκαετία του 2010, η πολιτική κοινωνία εκδήλωσε μία τάση εναντίον της υπέρβασης εξουσίας ή της εργαλειοποίησης των συνταγματικών νόμων, όπως είναι η περίπτωση των κινημάτων γύρω από το σύνθημα  «Μη θίγεις το Σύνταγμά μου » στη Σενεγάλη, στη Μπουρκίνα Φάσο, στο Μπενίν και στο Μαλί.

Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι η επιρροή των πολιτών στην εδραίωση της δημοκρατίας και στη συνταγματική σταθερότητα πρέπει να προσεγγίζεται και να αποτιμάται σε σχέση με καθεμία χώρα ξεχωριστά[16]. Όσον αφορά τη γαλλόφωνη Αφρική, ένας ορισμένος αριθμός νέων συνταγμάτων απέρρευσε από εξαιρετικές  πολιτικές καταστάσεις, χαρακτηρισμένες από την κατάλυση των προηγούμενων συνταγμάτων κάτω από το βάρος μίας  διαδικασίας εκχώρησης της εξουσίας την οποία ο κλασικός συνταγματισμός δεν παραδέχεται αλλά η οποία δίνει εκ νέου στο λαό την εξουσία επιλογής[17].

Αυτή είναι η περίπτωση του Συντάγματος στο Νίγηρα το 1999, το οποίο καταλύθηκε το 2010 κατόπιν στρατιωτικού πραξικοπήματος σε συνέχεια σοβαρής πολιτικής κρίσης. Παρόμοια, το Σύνταγμα της Τυνησίας, όπως και αυτό της Αιγύπτου, καταλύθηκε με τις λαϊκές εξεγέρσεις στο πλαίσιο της αραβικής άνοιξης, η οποία άρχισε στην Τυνησία το Δεκέμβριο 2010 και αποτελεί παράδειγμα του ιστορικού φαινομένου που η θεωρία προσεγγίζει ως «τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού», θέτοντας ως απαρχή του το 1974[18]. Πιο συγκεκριμένα, αυτό το κύμα ξεκίνησε με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, η οποία ξέσπασε στις 25 Απριλίου εκείνου του έτους και επανέφερε τη δημοκρατία μετά από 48 έτη.

Εξάλλου, δημοψήφισμα διεξήχθη στις 14 και 15 Ιανουαρίου 2014 στην Αίγυπτο  για την έγκριση της νέας εκδοχής του Συντάγματος. Η ανώτατη εκλογική επιτροπή ανακοίνωσε ότι ψήφισε το 38,6% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ενώ θετικά ψήφισε το 98,1%.

Στο προοίμιο του κειμένου αυτού γίνεται μία φορά χρήση της λέξης «ευτυχίας». Αν και η εμφάνιση αυτού του όρου είναι περιθωριακή, προκύπτει ότι η Αίγυπτος έχει μία διαχρονική εμμονή με ένα ζήτημα κατά κανόνα ανύπαρκτο στις συνταγματικές παραδόσεις των άλλων Κρατών, πράγμα που αναδεικνύει τη μείζονα σημασία της έρευνας για τον αιγυπτιακό συνταγματισμό.

Το άρθρο 1 του κυρίως κειμένου αναγνωρίζει την αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου ως Κράτος κυρίαρχο, ένα και αδιαίρετο, του οποίου κανένα μέρος δεν μπορεί να παραχωρηθεί. Στο άρθρο 2 επιβεβαιώνεται ότι το Ισλάμ είναι η κρατική θρησκεία και η αραβική η επίσημη γλώσσα και ορίζεται ότι οι αρχές της ισλαμικής σαρία είναι η κύρια πηγή της νομοθεσίας. Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή χαλαρώνει στο άρθρο 3, κατά το οποίο οι αρχές της θρησκείας των χριστιανών ή ιουδαϊστών Αιγυπτίων είναι η κύρια πηγή των νομοθεσιών οι οποίες διέπουν την προσωπική κατάσταση αυτών, τις θρησκευτικές τους υποθέσεις και την επιλογή των πνευματικών ηγετών τους.

Υπάρχουν πολλές διατάξεις οι οποίες φαίνονται εμφατικές, αν όχι πομπώδεις, όπως εκείνη του άρθρου 33 η οποία προβλέπει ότι «Το Κράτος προστατεύει την ιδιοκτησία υπό τους τρεις τύπους της: τη δημόσια ιδιοκτησία, την ιδιωτική ιδιοκτησία και  τη συνεταιριστική ιδιοκτησία». Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλά Συντάγματα διαφόρων Κρατών μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διαθέτουν διατάξεις για τους συνεταιρισμούς αλλά η Αίγυπτος αποτελεί μία εμβληματική περίπτωση[19]. Η χώρα αυτή άρχισε να προβλέπει αυτόν τον τύπο επιχείρησης στα συντάγματά της ήδη στη δεκαετία του 1950.

Στη συνταγματική της ιστορία έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα μία παράδοση ρητής διακρίσεως της ιδιοκτησίας σε τρία είδη, το δημόσιο, το ατομικό και το συνεταιριστικό ενώ η χώρα - σύμβολο του τρίτου κύματος του εκδημοκρατισμού, η Πορτογαλία, στο δημοκρατικό της Σύνταγμα του 1976 καθιέρωσε το συνεταιριστικό τομέα ως ισότιμο του δημοσίου τομέα και του ιδιωτικού, στη βάση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.

Το κρατούν φιλοδυτικό καθεστώς της Αιγύπτου μετέβαλε σε ουσιώδη βαθμό την εξωτερική της πολιτική, μεταξύ άλλων με τη βελτίωση των σχέσεων με την  Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της τριμερούς συμφωνίας μεταξύ Αιγύπτου, Ελλάδας και Κύπρου, η οποία υπογράφηκε το 2015, με αποτέλεσμα τα κράτη αυτά να αρχίσουν να διεξάγουν κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με την ονομασία «Μέδουσα» το ίδιο έτος ενώ το καθεστώς Μουμπάρακ ήταν απρόθυμο να φθάσει σε μία λύση με την Ελλάδα για την οριοθέτηση των οικείων, όμορων Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών, πράγμα που επιτεύχθηκε το 2020 με τη σύναψη διμερούς συμφωνίας μερικής οριοθέτησης[20].

Τέλος, το αιγυπτιακό Σύνταγμα, όπως προέκυψε το 2014, αναθεωρήθηκε, με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος το οποίο έλαβε χώρα από τις 20 έως τις 22 Απριλίου του 2019. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην τροποποίηση 14 άρθρων και στην προσθήκη 9 νέων διατάξεων, επιτρέπει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραμείνει στο αξίωμά του μέχρι το 2030, ενισχύει τον έλεγχό του επί της δικαστικής εξουσίας και παρομοίως θυσιάζει τον πολιτικό ρόλο του στρατεύματος[21]. Παράλληλα με το γεγονός αυτό, οι πρόεδροι της Αλγερίας και του Σουδάν εκδιώχθηκαν από την εξουσία με λαϊκές διαδηλώσεις.  

V. Επίλογος

Η Ελλάδα και η Αίγυπτος έχουν κοινό παρελθόν, κυρίως όντας για αιώνες έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ομοιότητά τους συνεχίστηκε και στην περίοδο της εθνικής ανεξαρτησίας τους. Για παράδειγμα, το Σύνταγμα του 1864, στο περιεχόμενο του οποίου εν πολλοίς βασίστηκαν τα επόμενα δημοκρατικά Συντάγματα της Ελλάδας, τόσο από την πλευρά της νομικής του φύσης όσο και ως ενσάρκωση μιας συγκεκριμένης πολιτειακής φιλοσοφίας, βρισκόταν πολύ πιο κοντά στα σύγχρονά του δημοκρατικά συντάγματα, ιδίως του Βελγίου του 1831 και της Δανίας του 1849 παρά στο μοναρχικό σύνταγμα του 1844[22].

Συνεπώς, το πρώτο Σύνταγμα του τυπικά ανεξάρτητου Κράτους της Αιγύπτου, του 1923, και το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας ως Κράτους με βασιλευόμενη δημοκρατία έχουν το βελγικό Σύνταγμα ως κοινό σημείο αναφοράς. Το κείμενο αυτό είχε υποστεί ένα σχετικά μικρό αριθμό ουσιωδών μεταβολών μέσω της αναθεωρητικής οδού, όταν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την αιγυπτιακή συντακτική εξουσία.  

Πάντως, είναι αξιοσημείωτο για τον ευμετάβλητο πολιτικό και συνταγματικό βίο των δύο χωρών του Νότου ότι τα Συντάγματα αυτά αποτελούν προ  πολλού παρελθόν, όπως άλλωστε και η οικεία μορφή του πολιτεύματος, ενώ το βελγικό παρέμεινε σε ισχύ, με σειρά αναθεωρήσεων. Το 1994, χωρίς να επέλθει αλλαγή στην ουσία ή στο πνεύμα του κειμένου, έγιναν ευρύτερες αλλαγές, όπως πλήρης αναρίθμηση, με αποτέλεσμα σήμερα να γίνεται λόγος για «Σύνταγμα της 17ης Φεβρουαρίου 1994».

Επιπλέον, η ιστορία των δύο γειτονικών χωρών έχει να επιδείξει μία ιδιότυπη ώσμωση του στρατεύματος και των ανώτατων κλιμακίων της πολιτειακής εξουσίας, όσον αφορά την Ελλάδα μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974 ενώ στην Αίγυπτο αυτή παραμένει μία σταθερά του πολιτικού γίγνεσθαι, σε σημείο που αποτέλεσε αντικείμενο της συνταγματικής αναθεώρησης του 2019.

Ο συνταγματισμός της Αιγύπτου ακολουθεί σε γενικές γραμμές το κλασικό μοντέλο του αφρικανικού συνταγματισμού. Αυτό περιλαμβάνει δύο περιόδους, την αρχική, η οποία ξεκινά  με τη λήξη της ευρωπαϊκής – κυρίως βρετανικής –  αποικιοκρατίας, και την περίοδο του νέο-συνταγματισμού, μετά το ενδιάμεσο σύστημα της αυτόχθονος, αυταρχικής (μονοκομματικής) διακυβέρνησης, η οποία με τρόπο μη πειστικό αποκαλείται από μερίδα της συνταγματικής θεωρίας «περίοδος του αυτόχθονος συνταγματισμού».

Ωστόσο, στην πραγματικότητα υπάρχει ουσιώδης απόκλιση του αιγυπτιακού συνταγματισμού από το συνήθως συμβαίνον δεδομένου ότι ο πολυκομματισμός αποκαταστάθηκε νωρίτερα από ό,τι στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της Αφρικής, η οποία επανήλθε στο συνταγματισμό περίπου το 1990, λαμβανομένης υπόψη της αλλαγής του πολιτεύματος των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης ήδη από το 1989. Σε αυτό λοιπόν η περίπτωση της Αιγύπτου μοιάζει με εκείνη της Σενεγάλης, η οποία αποκατέστησε τον πολυκομματισμό κατά δόσεις, προβλέποντας αρχικά στο Σύνταγμα, το 1976, ότι επιτρέπονται μέχρι το πολύ τρία πολιτικά κόμματα, τα οποία θα λειτουργούν ανταγωνιστικά.

Ο αιγυπτιακός συνταγματισμός όχι απλώς βιώνει έντονα την τρέχουσα, δεύτερη κατά σειρά, φάση της περιόδου του αφρικανικού νέο-συνταγματισμού περίπου από την αρχή της φάσης αυτής αλλά συνιστά εμβληματική περίπτωση μίας νέας τάσης, η οποία συνίσταται στην άτυπη προστασία του Συντάγματος και περισσότερο στην άτυπη προώθηση του αιτήματος για πραγματικό εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος. Πραγματικά, η αραβική άνοιξη έχει ως εμβληματική περίπτωση, μαζί με την Τυνησία,  την Αίγυπτο. Όσον αφορά την περίπτωση της συνταγματικής εκτροπής του 2013, πρόκειται για μία αμφιλεγόμενη περίπτωση με πολύ ιδιάζοντα στοιχεία διαφόρων θεσμικών παραγόντων, όπως ο λαός, ο στρατός και το συνταγματικό δικαστήριο, χωρίς να υποτιμάται η σημασία της παρέμβασης του ξένου παράγοντα.

***

Αυτό που συνήθως παραλείπεται να αναφερθεί είναι η πλήρης απουσία της λέξεως «δημοκρατία» στο αιγυπτιακό Σύνταγμα του 1923, η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί τη βάση του προβλεπόμενου πολιτεύματος, πράγμα που δείχνει ότι η δημοκρατία έχει διαχρονικά αποτελέσει μία εφεύρεση δύσκολη όχι μόνο στην υιοθέτησή της αλλά, τουλάχιστον αρχικά, και στην τυπική της αναγνώριση. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν γενικά  στο συγκριτικό δίκαιο, για να μη γίνει λόγος και για το ζήτημα της καθημερινής εφαρμογής της δημοκρατίας[23]


[1] B. Ba, Le préambule de la constitution et le juge constitutionnel en Afrique, Afrilex, janvier 2016, p. 2.

[2] A. Maniatis, La justice constitutionnelle béninoise, Pro Justitia, 2021, 4, p. 2.

[3] Α. Νταλαχάνης, Γαλλική αποικιοκρατία και αραβικός κόσμος, Διάλεξη ΕΚΠΑ,  Αθήνα, 8 Απριλίου 2013, σσ. 2-3

[4] T. Lecoq, Ports et transports. Une nouvelle géographie des mers et des océans, Questions internationales, No 70, p. 11.

[5] A. Maniatis, African constitutionalism, e-Jst, 14(4), 2019, p. 37.

[6] Α. Μανιάτης, Τα ΜΜΕ και η συνταγματική τους αποστολή, Δημόσιο Δίκαιο, 2/2016, σσ. 143-145.

[7] E. A. El-Ghafloul, Pouvoir exécutif et processus législatif en Égypte, Égypte/Monde arabe, 2, 2005, p. 106.

[8] N. Bernard-Maugiron, Les constitutions égyptiennes (1923-2000) : Ruptures et continuités, Égypte/Monde arabe, 2001, p. 105.

[9] A. Maniatis, The Right to Pursuit of Happiness and Italian Tourism Law, Tourism Development Journal 2017, p. 50.

[10] B. Ba, Le préambule de la constitution et le juge constitutionnel en Afrique, Afrilex, janvier 2016, p. 7.

[11] E. A. El-Ghafloul, Pouvoir exécutif et processus législatif en Égypte, Égypte/Monde arabe, 2, 2005, p. 105.

[12] N. Bernard-Maugiron, Les constitutions égyptiennes (1923-2000) : Ruptures et continuités, Égypte/Monde arabe, 2001, p. 104.

[13] F. J. Aïvo, Le président de juridiction constitutionnelle. Portrait négro-africain, RDP – No 3-2019, p. 799.

[14] Ibid., p. 799.

[15] É. St. Mvaebeme, Regard récent sur les tendances du constitutionnalisme africain. Le cas des États d’Afrique noire francophone, R.I.D.C., n° 1, 2019, pp. 191, 192.

[16] M. Ndiaye, La stabilité constitutionnelle, nouveau défi démocratique du juge africain, Annuaire international de justice constitutionnelle, XXXIII-2017, p. 675.

[17] F. Hourquebie, Néo-constitutionnalisme et contenu des constitutions de transition: quelle marge de manœuvre pour les constitutions de transition ?, Annuaire international de justice constitutionnelle, 30-2014, pp. 587-588.

[18] G. Alexander, Les défis de la consolidation dans les nouvelles démocraties, Revue internationale de politique comparée, 2011/1 Vol. 18, p. 54.

[19] A. Maniatis, Co-op Icon, 14th Annual Conference of the EuroMed Academy of Business, 2021, p. 494.

[20] A. Maniatis, Egyptian Maritime Law, 13th Annual Conference of the EuroMed Academy of Business, 2020, p. 725.

[21] N. Bernard-Maugiron, Les amendements constitutionnels de 2019 en Égypte : vers une consécration de la dérive autoritaire du régime, Revue Française de Droit Constitutionnel, 2020/1 (No 121), p. 3.

[22] Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία. Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων. Τεύχος Α’ 1821-1941, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1981, σ. 83.

[23] A. Maniatis, Out of Barotseland, Pro Justitia, 2022, 5, p. 68.

Digesta OnLine 2023

Ενεργειακή Αλληλεγγύη και Ασφάλεια Εφοδιασμού: Νέες εξελίξεις στην αγορά Φυσικού αερίου.

Αγγελική Κ. Ζησιού

Δικηγόρος, LLM., Διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ.

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Η ιδέα της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών αποτέλεσε κινητήριο δύναμη και στον τομέα της ενέργειας ήδη από τις απαρχές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Παρόλο που στη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν υπάρχει σαφής ορισμός της έννοιας της αλληλεγγύης, αυτό δεν εμπόδισε την Ένωση να σημειώσει σημαντική πρόοδο στο ζήτημα της ενεργειακής αλληλεγγύης με τη δρομολόγηση μιας σειράς κοινών πρωτοβουλιών σε διάφορους τομείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ασφάλεια εφοδιασμού. Η προσπάθεια οργάνωσης τόσο της μακροπρόθεσμης όσο και της βραχυπρόθεσμης ασφάλειας εφοδιασμού μέσω του δευτερογενούς δικαίου, εντοπισμένου πλέον στην ιδέα της αλληλεγγύης, καταδεικνύει τη βούληση της Ένωσης, αφενός, να οριοθετήσει τον τομέα αυτό και, αφετέρου, να περιβάλει την έννοια της αλληλεγγύης με υποχρεωτικότητα ως προς τη συνεργασία των Κρατών-μελών για την ολοκλήρωση των κοινών στόχων στο πλαίσιο αυτό.

Εισαγωγικά προλεγόμενα

Η αλληλεγγύη αποτελεί θεμελιώδη αρχή της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αντικατοπτρίζεται σε πολλές κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την ενέργεια. Ωστόσο, παρά τα μέχρι τώρα επιτεύγματα της Ένωσης με βάση την αλληλεγγύη (εσωτερική αγορά, ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, κοινές πολιτικές για τη γεωργία, την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και αλλαγή του κλίματος) η αρχή της αλληλεγγύης δεν διατρέχει αναγκαστικά κάθε σφαίρα αρμοδιότητα της ΕΕ. Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, που αντιμετώπισε η ΕΕ, αφενός, υπενθύμισε την ανάγκη για αλληλεγγύη στα Κράτη-μέλη και, αφετέρου, έφερε στο επίκεντρο τη συζήτηση για την έννοια, τα όρια, και, γιατί όχι, τον επαναπροσδιορισμό της αρχής της [αλληλεγγύης] ως μέσο ολοκλήρωσης.

Οι επιδιωκόμενοι στόχοι του άρθρου 194 παρ. 1 ΣΛΕΕ υλοποιούνται «σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ Κρατών-μελών». Η αναφορά εδώ στην αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί περίπτωση κατά την οποία η Συνθήκη της Λισσαβόνας επανέρχεται και ενσωματώνει την αρχή της αλληλεγγύης με διαφορετικές διατυπώσεις, στις επιμέρους τομεακές πολιτικές, χωρίς να αρκείται στην απλή αναφορά αυτής κατά την απαρίθμηση των γενικών στόχων της Ένωσης.[1] Η διάταξη αυτή θα πρέπει να διαβάζεται συνδυαστικά με τη διάταξη του άρθρου 122 ΣΛΕΕ σύμφωνα με το οποίο ενεργοποιείται η οικονομική έκφανση της αλληλεγγύης «για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα, ιδίως στον τομέα της ενέργειας» ή όταν Κράτος-μέλος «αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του».

Η ως άνω διάταξη, αφενός, επιβεβαιώνει την αρμοδιότητα της Ένωσης να υιοθετεί προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση απειλών, κρίσεων και έκτακτων καταστάσεων και, αφετέρου, αυτό που στην πράξη παρατηρείται είναι πως η κινητοποίηση της αλληλεγγύης οφείλεται σε ένα «καλώς εννοούμενο ίδιο συμφέρον» (πεφωτισμένη ιδιοτέλεια) (Η επιδίωξη ατομικού συμφέροντος που τείνει να προωθεί το συμφέρον της κοινότητας).[2] Παρά ταύτα, χωρίς νομική επιβολή η αλληλεγγύη μένει ανεφάρμοστη.[3]

Η νομοθετική απεικόνιση της Ασφάλειας Εφοδιασμού για το Φυσικό αέριο

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάγκης νομικής επιβολής της αλληλεγγύης αποτελεί η υιοθέτηση του Κανονισμού 994/2010/ΕΕ[4] για την ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο που εγκρίθηκε στο τέλος του 2010. Ο Κανονισμός αυτός ήρθε σαν απάντηση στη ρωσο-ουκρανική κρίση για το φυσικό αέριο τον Ιανουάριο του 2009, που φανέρωσε την ανεπαρκή προετοιμασία και ανταπόκριση της Ένωσης σε ενδεχόμενη διαταραχή του εφοδιασμού.[5] Ακόμη, η ενεργειακή τότε κρίση φανέρωσε πως τα μέτρα που μονομερώς θέσπιζαν τα Κράτη-μέλη, περισσότερο έπλητταν παρά βοηθούσαν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, ο Κανονισμός κλήθηκε να εφαρμόσει την αλληλεγγύη μεταξύ των Κρατών-μελών και να οδηγήσει σε μια εναρμονισμένη και συνεπή πια εφαρμογή των μέτρων για την ασφάλεια εφοδιασμού με φυσικό αέριο. Εφαρμόζοντας τον Κανονισμό τα Κράτη-μέλη εμφανίζονται πλέον πιο έτοιμα σε σχέση με το παρελθόν, αλλά δεν πέτυχαν κάτι εξαιρετικό σε σχέση με όσα θα μπορούσαν να επιτύχουν εάν αναλάμβαναν να λύσουν το πρόβλημα της ασφάλειας του εφοδιασμού σε εθελοντική βάση μέσω, για παράδειγμα, της σύναψης διμερών συμφωνιών μεταξύ γειτονικών Κρατών-μελών.

Παρά τα βήματα, όμως, που έγιναν στον τομέα της ασφάλειας εφοδιασμού, η Επιτροπή, αξιολογώντας την εφαρμογή του Κανονισμού 994/2010/ΕΕ[6], διαπίστωσε προβλήματα αναφορικά με την συνεργασία μεταξύ των Κρατών-μελών (τα μέτρα που λαμβάνονταν επικεντρωνόταν σε εθνικό, κατά κύριο λόγο, επίπεδο και ως εκ τούτο δεν ήταν κατάλληλα την αντιμετώπιση τυχόν προβλήματος εφοδιασμού με αέριο) και για το λόγο αυτό πρότεινε την έκδοση νέου Κανονισμού.[7]

Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938[8] προσπαθεί να απομακρυνθεί από την πρακτική των μονομερών εθνικών προσεγγίσεων προτείνοντας υψηλό επίπεδο υποχρεωτικού, αυτή τη φορά, συντονισμού και συνεργασίας σε περιφερειακό επίπεδο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, σημείο εκκίνησης αποτελεί η διαπίστωση πως η ασφάλεια εφοδιασμού είναι κοινή ευθύνη τόσο των επιχειρήσεων φυσικού αερίου, όσο και των Κρατών-μελών και της Επιτροπής και ότι αυτή η κοινή ευθύνη απαιτεί τη μεταξύ τους συνεργασία. Για το λόγο αυτό, τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται να ορίσουν συγκεκριμένη «αρμόδια αρχή» η οποία θα διαχειρίζεται τα συγκεκριμένα ζητήματα. Εκτός όμως από τα διαδικαστικά θέματα που ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 επιχειρεί να επιλύσει, η σημαντική συμβολή του έγκειται στην οργάνωση της ασφάλειας εφοδιασμού με οριζόντιο τρόπο μέσα από τέσσερις άξονες μέτρων, κοινούς για όλα τα Κράτη-μέλη.

Ειδικότερα τα Κράτη-μέλη καλούνται να συστήσουν:

  • Κοινό πρότυπο υποδομής ή αλλιώς Κανόνα για την υποδομή[9]
  • Κοινό πρότυπο εφοδιασμού για προστατευόμενους πελάτες[10], [11]

3)   Μέτρα για συντονισμό (προετοιμασία για διακοπή εφοδιασμού)[12]

4)   Μέτρα αλληλεγγύης για διαχείριση κρίσεων και έκτακτης ανάγκης[13]

Οι επιμέρους διατάξεις των άρθρων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 αποσαφηνίζουν όλες τις προϋποθέσεις αλλά και τα βήματα που τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να ακολουθούν, έτσι ώστε τα μέτρα που τα Κράτη-μέλη υιοθετούν να είναι πλήρως εναρμονισμένα αφενός με τις απαιτήσεις του Κανονισμού και αφετέρου με την ενωσιακή πολιτική στα πλαίσια της ασφάλειας εφοδιασμού.

Η πρόσθετη αξία του σε σχέση με τον προγενέστερο Κανονισμό (2010/994) εντοπίζεται στον τέταρτο άξονα μέτρων και συγκεκριμένα στην εισαγωγή του «Μηχανισμού Αλληλεγγύης».[14] Ο Μηχανισμός Αλληλεγγύης περιγράφει μια διαδικασία συνεργασίας που εκτυλίσσεται σε διακρατικό επίπεδο επιχειρώντας, με αυτό τον τρόπο, την εκ νέου θεσμοθέτηση της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης, με τελικό στόχο την «αδιάλειπτη ροή φυσικού αερίου προς τους πλέον ευάλωτους».[15]

Αναλύοντας τον όρο «πλέον ευάλωτοι ή ευάλωτοι», ο Κανονισμός τυποποιεί τους οικιακούς καταναλωτές και τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, σε «προστατευόμενους εξ αλληλεγγύης πελάτες», [16] διασφαλίζοντας, έτσι, την ενεργειακή ασφάλεια αυτών, ακόμη και σε περίπτωση διαταραχής του εφοδιασμού στο εσωτερικό του εκάστοτε υπό κρίση Κράτους-μέλους. Πρακτικά, ο μηχανισμός αλληλεγγύης εφαρμόζεται όταν ένα Κράτος-μέλος δεν δύναται να εφοδιάσει με φυσικό αέριο τους εξ αλληλεγγύης προστατευόμενούς του πελάτες και, για το λόγο αυτό, ζητάει από τα απευθείας συνδεδεμένα με αυτό Κράτη-μέλη να το συνδράμουν. Σε αυτή ακριβώς τη συνδρομή έγκειται η καινοτομία του μηχανισμού, που προωθεί την ανάληψη, από τα Κράτη-μέλη, της νομικής υποχρέωσης για συνδρομή άλλων Κρατών-μελών στην παροχή φυσικού αερίου στην επικράτειά τους, επί τη βάσει της αλληλεγγύης και τηρώντας τις απαιτήσεις του Κανονισμού.[17]

Διαδικαστικά, η συνδρομή αυτή μεταφράζεται σε «διμερείς ρυθμίσεις» στις οποίες θα πρέπει να έχουν προσχωρήσει τα Κράτη-μέλη εκ των προτέρων με συμβατικό τύπο ελευθέρως καθοριζόμενο, αφού ο Κανονισμός αφήνει αρρύθμιστο το συγκεκριμένο θέμα.[18] Το γεγονός ότι ο Κανονισμός δεν κάνει συγκεκριμένη μνεία στη νομική φύση των διμερών αυτών συμβάσεων, δημιούργησε προβληματισμό στα Κράτη-μέλη και, για το λόγο αυτό, η Επιτροπή επιχείρησε να αποσαφηνίσει τα εν θέματι διαδικαστικά ζητήματα δια της Σύστασης 2018/177.[19] Στην εν λόγω Σύσταση της η Επιτροπή αφενός προτρέπει τα Κράτη-μέλη να συμβληθούν με νομικά δεσμευτική πράξη, εφόσον ένα Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ τους δεν θα ήταν αρκετό και αφετέρου δίνει μία κατεύθυνση σχετικά με τον συμβατικό τύπο που τα Κράτη-μέλη μπορούν, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους, να επιλέξουν.[20] Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει τις «διμερείς ρυθμίσεις» ως «επιχειρησιακές» και όχι «πολιτικές» δυνάμενες να υλοποιηθούν μέσω δεσμευτικών διοικητικών ρυθμίσεων στα πλαίσια μιας διμερούς συνθήκης.[21]

Η προτροπή αυτή της Επιτροπής καταδεικνύει, ενδεχόμενα, την εν τοις πράγμασι νομική αδυναμία του Κανονισμού - και εν γενεί του ενωσιακού δικαίου - να επιβάλλει στα Κράτη-μέλη την εν τέλει προσχώρηση στο Μηχανισμό αλληλεγγύης, εφόσον εναπόκειται στην κυριαρχική ελευθερία των Κρατών-Μελών να προσχωρήσουν ή όχι στις διμερείς αυτές ρυθμίσεις.

Προβαίνοντας σε σχετική κρίση περί της επιλογής του μέσου δια του οποίου ο ευρωπαίος νομοθέτης επέλεξε τη θεμελίωση του Μηχανισμού Αλληλεγγύης, η επιλογή αυτή φαίνεται μάλλον ατυχής. Τούτο διότι ο Κανονισμός, ως νομικά δεσμευτική πράξη με άμεση ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο των Κρατών-μελών και ως μέσο πλήρους εναρμόνισης, δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνει ήπιου χαρακτήρα ρυθμίσεις αναφορικά με τη συμμόρφωση των Κρατών-μελών, τουλάχιστον σε συγκεκριμένα θέματα, όπως εν προκειμένω ο Μηχανισμός Αλληλεγγύης.[22] Επιπλέον, η έλλειψη πρόνοιας κάποιου ελεγκτικού μηχανισμού ή συστήματος επιβολής κυρώσεων αναφορικά με τη συμμόρφωση ή μη των Κρατών-μελών που αυτοβούλως επέλεξαν να προσχωρήσουν σε αυτές τις «διμερείς ρυθμίσεις» και εν τέλει στην υιοθέτηση του Μηχανισμού Αλληλεγγύης, ενισχύει, αφενός, τον χαρακτηρισμό των ρυθμίσεων του Κανονισμού που αφορούν τον Μηχανισμό Αλληλεγγύης ως ηπίου δικαίου και, αφετέρου, απεμπολεί την ενωσιακή αρμοδιότητα στο συγκεκριμένο ζήτημα.

  • Νομοθετική Πρόταση για την Απανθρακοποίηση στην Αγορά Φυσικού Αερίου: Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού

Στις 15 Δεκεμβρίου του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μια σειρά νομοθετικών προτάσεων για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές της αγοράς φυσικού αερίου της ΕΕ, διευκολύνοντας τη χρήση ανανεώσιμων αερίων και αερίων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, με απώτερο στόχο την ενεργειακή ασφάλεια όλων των ευρωπαίων πολιτών.[23] Βασικά στοιχεία της δέσμης αυτής αποτελούν η αναδιατύπωση του Κανονισμού 715/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου (στο εξής «αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο»),[24] και η αναδιατύπωση της Οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου,[25] ως και των αντίστοιχων παραρτημάτων τους. Η ανακοινωθείσα αυτή δέσμη αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα του φυσικού αερίου της ΕΕ και ακολουθεί τη λογική του Χειμερινού Πακέτου[26] για την ηλεκτρική ενέργεια, αντιγράφοντας μάλιστα αρκετές ρυθμίσεις που η δέσμη μέτρων του Χειμερινού Πακέτου υιοθετεί, κυρίως αναφορικά με την ενδυνάμωση της θέσης των καταναλωτών αλλά και την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μέσω της σύστασης νέων διακυβερνητικών φορέων ή της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων των ήδη υπαρχόντων.

Ειδικότερα, ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο επιχειρεί μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις διατάξεις του ισχύοντος Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού και την ενεργειακή αλληλεγγύη. Ουσιαστικά, οι παρεμβάσεις αυτές στόχο έχουν να ρυθμίσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια τα κατάλληλα μέτρα που τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού [στον τομέα του] φυσικού αερίου.

Συστηματοποιώντας τις αλλαγές αυτές σε οριζόντιες παρεμβάσεις επί του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 σημειώνονται τα κάτωθι:

  • Ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 ώστε να συμπεριλάβει και τη χρήση ανανεώσιμων αερίων και αερίων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών στην ασφάλεια εφοδιασμού.[27] Παρά τη μικρή συμβολή που - επί του παρόντος - έχουν τα αέρια αυτά στο ενεργειακό μίγμα της ΕΕ, αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον, καθώς πιστεύεται πως θα αντιστοιχούν περίπου στα 2/3 των αέριων καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα του 2050, ενώ σημαντική αναμένεται να είναι και η συμβολή τους στην ασφάλεια εφοδιασμού.[28]

Η πρόταση της Επιτροπής αναφορικά με την επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο στόχο έχει την προσαρμογή της αγοράς στα νέα δεδομένα αλλά και την άρση κανονιστικών εμποδίων όσων αφορά την πρόσβαση στην αγορά και στο δίκτυο των ανανεώσιμων αερίων και των αερίων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, αίροντας έτσι το όποιο συγκριτικό μειονέκτημα έναντι του φυσικού αερίου μέχρι σήμερα υπάρχει.[29]

  • Πέρα από τους τέσσερις άξονες, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω, με τους οποίους ο ισχύον Κανονισμός οργανώνει την ασφάλεια εφοδιασμού στο εσωτερικό των Κρατών-μελών, ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο προβλέπει, για πρώτη φορά, και τη δυνατότητα λήψης εθελοντικών μέτρων κατόπιν κοινής αξιολόγησης κινδύνου ύστερα από διαβουλεύσεις με τις σχετικές ομάδες κινδύνου για τη διαφύλαξη της ασφάλειας εφοδιασμού.[30]

Η σκέψη πίσω από την πρόταση της λήψης εθελοντικών μέτρων από τα Κράτη-μέλη φανερώνει τη διάθεση της Επιτροπής για υλοποίηση των στόχων αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού μέσα από το πρίσμα της αλληλεγγύης. Οι επιχειρούμενες αλλαγές, με γνώμονα την περιφερειακή συνεργασία, φιλοδοξούν να παρακινήσουν τα Κράτη-μέλη, ώστε να εξεύρουν τα ίδια μηχανισμούς πρόληψης συστήνοντας εθελοντικά μέτρα, για να μπορούν να επιτύχουν ενεργειακή αυτονομία παρέχοντας υψηλό επίπεδο προστασίας στους πολίτες τους αναφορικά με τη ρευστή ασφάλεια εφοδιασμού λειτουργώντας, όμως, πάντα «σε πνεύμα αλληλεγγύης».

  • Η Επιτροπή, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2021, και χωρίς να γνωρίζει τα δεδομένα της ενεργειακής κρίσης που η ΕΕ καλείται να αντιμετωπίσει τον φετινό χειμώνα, ενσωμάτωσε στην πρόταση του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο την επιβολή ελάχιστων υποχρεώσεων αποθήκευσης, την εισαγωγή κινήτρων για αποθήκευση φυσικού αερίου και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των αποθεμάτων αυτών στο σύστημα μεταφοράς των φορέων εκμετάλλευσης [των] δικτύων. Συνεπώς, η Επιτροπή προσβλέπει στην συνεργασία μεταξύ των Κρατών-μελών με ορίζοντα τη «διασφάλιση αποτελεσματικότερης και πιο συντονισμένης χρήσης των ρυθμίσεων αποθήκευσης και επιχειρησιακής αλληλεγγύης» υπό την απειλή μελλοντικών κλυδωνισμών του ενεργειακού συστήματος σε ενωσιακό επίπεδο.[31]
  • Η ολοένα και αυξανόμενη ψηφιοποίηση του ενεργειακού τομέα δημιουργεί, εκτός από ευκαιρίες, και την ανάγκη λήψης μέτρων. Συγκεκριμένα, η διαχείριση κινδύνων στον κυβερνοχώρο είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή βασικών υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, στρατηγικής σημασίας για κρίσιμες ενεργειακές υποδομές.

Προς την κατεύθυνση αυτή, η Επιτροπή ήδη από τον Ιανουάριο του 2021 ξεκίνησε μια προσπάθεια σύγκλισης των Κωδίκων Δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και του συναφούς νομοθετικού πλαισίου με τις προκλήσεις και τις ανάγκες κυβερνοασφάλειας στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές υποδομές. Κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 59 παρ. 2 στοιχείο ε) του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/943,[32] η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε πλήρωση της δεύτερης γενιάς Κωδίκων Δικτύου για την ηλεκτρική ενέργεια και για θέματα κυβερνοασφάλειας. Ο υπό έκδοση Κώδικας Δικτύου για την Κυβερνοασφάλεια (Network Code on Cybersecurity, NCCS)[33] στοχεύει να θέσει ένα ευρωπαϊκό πρότυπο για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο σε σχέση με τις διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας και περιλαμβάνει κανόνες για την αξιολόγηση των κινδύνων στον κυβερνοχώρο, τις κοινές ελάχιστες απαιτήσεις, την πιστοποίηση προϊόντων και υπηρεσιών στον κυβερνοχώρο, την παρακολούθηση, την αναφορά και τη διαχείριση κρίσεων. Επιπλέον, με τον εν λόγω Κώδικα Δικτύου επιχειρείται η οριοθέτηση των ρόλων και των ευθυνών των διαφορετικών δρώντων σε κάθε δραστηριότητα σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια.

Ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο, θέλοντας να εναρμονιστεί με την πρωτοβουλία αυτή αλλά, κυρίως, με τη βούληση της Επιτροπής να δημιουργηθεί ένα ενιαίο πλέγμα κανόνων, αποφεύγοντας τις αποσπασματικές ρυθμίσεις σε θέματα κυβερνοασφάλειας, κάνει πλέον υποχρεωτική τη λήψη κατάλληλων μέτρων σχετικά με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο κατά την κατάρτιση των σχεδίων προληπτικής δράσης και των σχεδίων έκτακτης ανάγκης, που τα Κράτη-μέλη υποχρεούνται να τηρούν κατ’ εφαρμογή των υπαγορεύσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938[34].

  • Με σκοπό την ενιαία ρύθμιση των ζητημάτων κυβερνοασφάλειας, καταδεικνύοντας, παράλληλα, την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων για τη διαφύλαξη των ενεργειακών υποδομών από κακόβουλες επιθέσεις στο λογισμικό των ενεργειακών συστημάτων, ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο εισάγει ένα νέο άρθρο στον ισχύοντα Κανονισμό (ΕΕ) 2017/1938[35]. Η νέα διάταξη του άρθρου θα δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αντιδρά άμεσα στις απαιτήσεις της ψηφιοποίησης του ενεργειακού τομέα και, εν προκειμένω, του φυσικού αερίου, εκδίδοντας κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς) για τη θέσπιση κανόνων σε θέματα κυβερνοασφάλειας που μπορεί να ανακύψουν κατά τη διασυνοριακή ροή αερίου, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για κοινές ελάχιστες απαιτήσεις, σχεδιασμό, παρακολούθηση, υποβολή εκθέσεων και διαχείριση κρίσεων.
  • Ο τελευταίος άξονας παρεμβάσεων που ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο επιχειρεί σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού, αφορά τον Μηχανισμό Αλληλεγγύης και τα όσα η διάταξη του άρθρου 13 του ισχύοντα Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 περιλαμβάνει.[36] Ειδικότερα, η Επιτροπή, θέλοντας να άρει τις όποιες διαδικαστικές δυσκολίες κρατούν τα Κράτη-μέλη μακριά από την εφαρμογή του Μηχανισμού Αλληλεγγύης, εισάγει σαφές συμβατικό πλαίσιο και καθορίζει ρητά τον τρόπο καταβολής αποζημίωσης στο Κράτος-μέλος που ανταποκρίνεται στο αίτημα παροχής αλληλεγγύης από το Κράτος-μέλος αποδέκτη αυτής. Αναλυτικότερα, αντικαθίσταται η παράγραφος 14 της διάταξης του άρθρου 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938, ξεκαθαρίζοντας την συμβατική μορφή των δυσερμήνευτων -επί του παρόντος- «διμερών ρυθμίσεων».[37] Όπως αυτούσια αναφέρεται «…Όταν απαιτείται η λήψη μέτρου αλληλεγγύης για να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός των εξ αλληλεγγύης προστατευόμενων πελατών με αέριο, στο αίτημα και την παροχή του σχετικού φυσικού αερίου εφαρμόζονται εκ προεπιλογής οι ρυθμίσεις που περιέχονται στο (νέο) παράρτημα IX [38]εφαρμόζονται…». Στο νέο αυτό παράρτημα του, ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο περιλαμβάνει, υποδείγματα που περιέχουν προδιατυπωμένους συμβατικούς όρους, όλων των απαιτούμενων εγγράφων που τα Κράτη-μέλη, ως προεπιλογή πλέον, θα πρέπει να συντάσσουν και να συνομολογούν προκειμένου να έχουν ξεκαθαρίσει εκ των προτέρων τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους στην περίπτωση που κάποιο από αυτά θελήσει να θέσει σε εφαρμογή τον Μηχανισμό Αλληλεγγύης.

Προχωρώντας ένα βήμα περαιτέρω, ο αναδιατυπωμένος Κανονισμός για το φυσικό αέριο εισάγει και μηχανισμό ελέγχου του ύψους και των προϋποθέσεων καταβολής της αποζημίωσης που κάθε φορά απαιτείται προκειμένου να λειτουργήσει ο Μηχανισμός Αλληλεγγύης.[39]

Όπως καθίσταται εμφανές, οι παρεμβάσεις στη διάταξη του άρθρου 13 έχουν στόχο να γεφυρώσουν την εξ ορισμού άμεση ισχύ του Κανονισμού με τις ηπίου δικαίου ρυθμίσεις που, επί του παρόντος, διέπουν το συμβατικό πλαίσιο του Μηχανισμού Αλληλεγγύης. Επιπλέον, η σύσταση ελεγκτικού μηχανισμού στον οποίο θα συμμετέχουν τόσο οι ρυθμιστικές αρχές των εμπλεκόμενων Κρατών-μελών όσο και η ίδια η Επιτροπή, στην οποία θα διαβιβάζονται τα αποτελέσματα της όλη ελεγκτικής διαδικασίας,[40] δημιουργούν διαφανείς όρους για τα συναλλασσόμενα μέρη αλλά, κυρίως, υπογραμμίζουν την ενωσιακή αρμοδιότητα.

Επιλογικές Σκέψεις

Αυτό που καθίσταται εμφανές από τα προλεχθέντα είναι πως, η ιδέα της αλληλεγγύης μεταξύ των Κρατών-μελών αποτέλεσε κινητήριο δύναμη και στον τομέα της ενέργειας ήδη από τις απαρχές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Παρόλο που στη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν υπάρχει σαφής ορισμός της έννοιας της αλληλεγγύης[41], αυτό δεν εμπόδισε την Ένωση να σημειώσει σημαντική πρόοδο στο ζήτημα της ενεργειακής αλληλεγγύης με τη δρομολόγηση μιας σειράς κοινών πρωτοβουλιών σε διάφορους τομείς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ασφάλεια εφοδιασμού. Η προσπάθεια οργάνωσης τόσο της μακροπρόθεσμης όσο και της βραχυπρόθεσμης ασφάλειας εφοδιασμού μέσω του δευτερογενούς δικαίου, εντοπισμένου πλέον στην ιδέα της αλληλεγγύης, καταδεικνύει τη βούληση της Ένωσης, αφενός, να οριοθετήσει τον τομέα αυτό και, αφετέρου, να περιβάλει την έννοια της αλληλεγγύης με υποχρεωτικότητα ως προς τη συνεργασία των Κρατών-μελών για την ολοκλήρωση των κοινών στόχων στο πλαίσιο αυτό.

Ειδικότερα, από την επισκόπηση του κανονιστικού πλαισίου του τομέα του φυσικού αερίου αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού, διαφαίνεται πως, η αρχή της αλληλεγγύης διέπει κάθε έκφανση των μέτρων που τα Κράτη-μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν, ώστε η ΕΕ να καταστεί ενεργειακά ασφαλής, περιορίζοντας τα εθνικά μέτρα που μονομερώς τα τελευταία μέχρι πρότινος υιοθετούσαν. Συνεπώς, αν και η αρχή της αλληλεγγύης δεν συνιστά αφηρημένη έννοια μη δυνάμενη να οριοθετηθεί, ωστόσο η εν τοι πράγμασι εφαρμογή αυτής χρήζει νομικής επιβολής.

Για άλλους η έκφραση στη διάταξη του άρθρου 194 παρ.1 ΣΛΕΕ «σε πνεύμα αλληλεγγύης», αποτελεί κάποιου είδους αντιστάθμισμα ή καλύτερα διορθωτικό μέτρο[42] στην αρχή της επικουρικότητας που διατρέχει το 194 παρ.2 ΣΛΕΕ, θέτοντας έτσι έναν υπαινιγμό ότι οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς σε εθνικό επίπεδο. Η αξιολόγηση όμως της αρχής της επικουρικότητας θα πρέπει να γίνεται πάντα σε συνάρτηση με τη φύση των «ενεργειακών δικαιωμάτων» των Κρατών-μελών και όχι αυθαίρετα για κάθε ενεργειακή πολιτική και στόχο της Ένωσης. Εν προκειμένω όμως, ζητούμενο και ευκταίο είναι η εμπέδωση της ενεργειακής αλληλεγγύης, η οποία αν και μερικές φορές νομικά επιβαλλόμενη, θα αποτελέσει το όχημα ώστε η Ενεργειακή Ένωση να καταστεί ευημερούσα, σύγχρονη, ανταγωνιστική και ουδέτερη από κλιματική άποψη οικονομία.


[1]     Χρυσοµάλλης Μ., 2017. Η Αρχή της Αλληλεγγύης στην Έννοµη Τάξη της EE: Έννοια, Πεδίο Εφαρµογής και Νοµική Φύση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 43.

[2]     Hartwig I., Nicolaides P., 2003. Elusive Solidarity in an Enlarged European Union, EPIAScope, 3, σελ. 19-25.

[3]     Braun J., 2011. EU Energy Policy under the Treaty of Lisbon Rules Between a New Policy and Business as Usual, EPIN WORKING PAPER, NO. 31, σελ. 2, ανακτήθηκε από https://epin.org/wp-content/uploads/2019/02/EPIN-WP30-Braun-on-EU-Energy-Policy-under-Lisbon.pdf στις 29.09.18.

[4]     Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με αέριο και την κατάργηση της οδηγίας 2004/67/ΕΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 295 της 12.09.2010, σελ. 1-22.

[5] Γαλάνης Θ., Η ενεργειακή αλληλεγγύη στη Ευρωπαϊκή Ένωση- Επιλεγμένες Πτυχές, Ενέργεια & Δίκαιο, Αριθμός Τεύχους 13/2016, σελ. 24 επ.

[6]     European Commission, 2014. Commission Staff Working Document Report on the implementation of Regulation (EU) 994/2010 and its contribution to solidarity and preparedness for gas disruptions in the EU, SWD (2014) 325 final.

[7]     European Commission, 2016. Proposal for a Regulation of The European Parliament And Of The Council concerning measures to safeguard the security of gas supply and repealing Regulation (EU) No 994/2010, COM (2016) 52 final.

[8] Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010, ΕΕ L 280 της 28.10.10, σελ. 1-56.

[9] Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938.

[10] Άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938, το οποίο θέτει τις απαιτήσεις για ένα κοινό πρότυπο εφοδιασμού για τους προστατευόμενους πελάτες.

[11] Ο ορισμός του προστατευόμενου πελάτη δίδεται στο άρθρο 2 παρ. 5 του Κανονισμού:

 «προστατευόμενος πελάτης»: ο οικιακός πελάτης που είναι συνδεδεμένος με δίκτυο διανομής φυσικού αερίου και, επίσης, εφόσον το αποφασίσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, μπορεί να είναι ένα ή και περισσότερα εκ των ακολούθων, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις ή οι υπηρεσίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν αντιπροσωπεύουν, από κοινού, άνω του 20 % της συνολικής ετήσιας τελικής κατανάλωσης φυσικού αερίου στο εν λόγω κράτος μέλος:

 α) μικρομεσαία επιχείρηση, υπό τον όρο ότι συνδέεται με δίκτυο διανομής φυσικού αερίου·

 β) βασική κοινωνική υπηρεσία υπό τον όρο ότι συνδέεται με δίκτυο διανομής και μεταφοράς φυσικού αερίου·

 γ) εγκατάσταση τηλεθέρμανσης, εφόσον παρέχει θέρμανση σε οικιακούς πελάτες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, υπό τον όρο ότι η εγκατάσταση αυτή δεν έχει τη δυνατότητα αλλαγής καυσίμων πλην του φυσικού αερίου·

[12] Άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938.

[13] Άρθρο 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938.

[14] Χαροκόπος Μ., Απελευθερώνοντας το δέσμιο Γκιούλιβερ: εξ-ασφαλίζοντας τον εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φυσικό αέριο, εις Ενέργεια, Δίκαιο, Οικονομία και Πολιτική, επιμ. Φαραντούρης Ν., Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 448επ

[15] Σύσταση (ΕΕ) 2018/177 της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 2018 για τα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι τεχνικές, νομικές και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μεταξύ κρατών μελών για την εφαρμογή του μηχανισμού αλληλεγγύης δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο, ΕΕ L, 32 της 6.2.2018, σελ. 52-64.

[16] Ο ορισμός του «εξ αλληλεγγύης προστατευόμενου πελάτη» δίδεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του Κανονισμού:

 «εξ αλληλεγγύης προστατευόμενος πελάτης»: ο οικιακός πελάτης που είναι συνδεδεμένος με δίκτυο διανομής φυσικού αερίου και που επιπροσθέτως μπορεί να περιλαμβάνει, ένα ή αμφότερα εκ των ακολούθων:

 α) εγκατάσταση τηλεθέρμανσης, εάν πρόκειται για προστατευόμενο πελάτη εντός του οικείου κράτους μέλους και μόνο εφόσον παρέχει θέρμανση σε νοικοκυριά ή βασικές κοινωνικές υπηρεσίες πλην των υπηρεσιών εκπαίδευσης και δημόσιας διοίκησης·

 β) βασική κοινωνική υπηρεσία εάν πρόκειται για προστατευόμενο πελάτη εντός του οικείου κράτους μέλους, πλην των υπηρεσιών εκπαίδευσης και δημόσιας διοίκησης·

[17] Αργαλιάς Π., 2019, Η ενεργειακή αλληλεγγύη Απόπειρα προσέγγισης της έννοιας και των πτυχών της, Εκδόσεις Digesta OnLine Αθήνα, σελ. 25.

[18] Άρθρο 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938.

[19] Σύσταση (ΕΕ) 2018/177. Οπ. παρ.

[20] Ibid., σελ. 57.

[21] Ibid.

[22] Μπαλτά Ιωάννα, Η διακυβέρνηση ως ακρογωνιαίος λίθος της Ενεργειακής Ένωσης, Ενέργεια & Δίκαιο, Αριθμός Τεύχους 27/2018, σελ. 57.

[23] European Commission, 2021. Press release - Commission proposes new EU framework to decarbonise gas markets, promote hydrogen and reduce methane emissions, IP/21/6682.

[24] Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on the internal markets for renewable and natural gases and for hydrogen (recast), COM (2021) 804 final.

[25] Proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council on common rules for the internal markets in renewable and natural gases and in hydrogen, COM (2021) 803 final.

[26] Στις 30 Νοεμβρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε οκτώ νομοθετικές προτάσεις για τον ανασχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η δέσμη αυτή των νομοθετικών μέτρων τιτλοφορείται ως Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους (Clean Energy for All Europeans) και συχνά απαντάται και ως Χειμερινό Πακέτο. Στις 22 Μαΐου του 2019 το Συμβούλιο ενέκρινε και τους τέσσερις τελευταίους φακέλους τις δέσμης μέτρων του Χειμερινού Πακέτου ολοκληρώνοντας με τον τρόπο αυτό και το τελευταίο βήμα της νομοθετικής διαδικασίας.

[27] Άρθρο 67 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ.

[28] Αιτιολογική έκθεση του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ., σελ. 1.

[29] Ibid., σελ. 2.

[30] Άρθρο 67 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ., και ειδικότερα στοιχείο 10.

[31] Αιτιολογική έκθεση του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ., σελ. 4.

[32] Κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σελ. 54-124.

[33] ENTSO-E and EU DSO entity, 2022, Draft network code for cybersecurity aspects of cross-border electricity flows (Network Code) ανακτήθηκε από: https://eepublicdownloads.entsoe.eu/clean-documents/Network%20codes%20documents/NC%20CS/220114_NCCS_Legal_Text.pdf

[34] Άρθρο 67 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ. , και ειδικότερα στοιχείο 11 όπου περιλαμβάνεται η νέα διάταξη του άρθρου 8α.

[35] Ibid.

[36] Άρθρο 67 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ. , και ειδικότερα στοιχείο 14.

[37] Ibid.

[38] Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on the internal markets for renewable and natural gases and for hydrogen (recast), COM (2021) 804 final, ANNEXES 1 to 4.

[39] Άρθρο 67 του αναδιατυπωμένου Κανονισμού για το φυσικό αέριο, Οπ. παρ., και ειδικότερα στοιχείο 15.

[40] Ibid.

[41] Jacques Delors Institute, 2013. Energy Solidarity in Europe: From Independence to Interdependence, ανακτήθηκε από http://www.institutdelors.eu/wp-content/uploads/2018/01/ energysolidarity-andoura-ne-ijd-july13.pdf?pdf=ok στις 03.10.18.

[42] Pielow J. C., Lewendel B. J., 2011. The EU Energy Policy After the Lisbon Treaty σε Financial Aspects in Energy: A European Perspective, Dorsman A., Westerman W., Karan M. B. (εκδ.), Springer, σελ. 153.

Digesta OnLine 2023

Approche du littoral

Antoine Maniatis

Professeur assistant à l’Académie de la Marine Marchande d’Aspropyrgos

HDR en droit de l’Université de Rouen Normandie

Chercheur-associé du CDMO EA 1165 de l’Université de Nantes

Associé à l’I.R.J.I. François-Rabelais EA 7496 de l’Université de Tours

 

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ


Approche du littoral

Antoine Maniatis

Professeur assistant à l’Académie de la Marine Marchande d’Aspropyrgos

HDR en droit de l’Université de Rouen Normandie

Chercheur-associé du CDMO EA 1165 de l’Université de Nantes

Associé à l’I.R.J.I. François-Rabelais EA 7496 de l’Université de Tours

Résumé

Le littoral fait preuve d’une double littoralisation successive ; il a été combiné initialement avec une zone assimilée en droit de la mer, telle que la mer territoriale, et plus tard avec les trains et le tourisme et il a été embelli par la tendance à faire des bains en mer. Couramment, cet espace convoité est réglé par le droit du littoral, lequel, comme celui des ports, constitue une branche sui generis de la catégorie des droits maritimes. En outre, la Méditerranée est une mer exceptionnelle, avec Venise comme point de référence.

L’approche du littoral devrait être adaptée aux divers défis de la littoralisation et axée sur le principe d’hospitalité. Ce terme est absent inter alia pas seulement à l’article applicable L321 du code de l’environnement dans l’ordre juridique français mais aussi dans la Convention sur la protection du patrimoine culturel subaquatique, laquelle est aussi distanciée du vocable classique «État côtier».

Mots-clés

droit du littoral, hospitalité, littoralisation, Méditerranée, mer territoriale

Abstract

The coast shows a double successive littoralization; it was combined initially with an assimilated zone in the law of the sea, such as territorial sea, and later with trains and tourism and it was embellished by the tendency to bathe at sea. Currently, this coveted space is regulated by the coastal law, which, like that of ports, constitutes a sui generis branch of the category of maritime laws. Besides, the Mediterranean is an exceptional sea, with Venice as a point of reference.

The approach to coast should be adapted to the various challenges of littoralization and be based on the principle of hospitality. This term is absent inter alia not only from the applicable article L321 of the environmental code in the French legal order but also from the Convention on the protection of the underwater cultural heritage, which is also distanced from the classic term ‘’coastal State’’.

Keywords

coastal law, hospitality, littoralization, Mediterranean, territorial sea

Introduction

Le littoral est une zone sinueuse, où s’établit le contact entre la mer ou un lac et la terre tandis qu’il a un champ d’application conceptuelle plus ample que celui du concept du rivage et de la côte[1]. Ces derniers termes désignent respectivement les domaines du littoral soumis directement ou indirectement à l’action de la mer. Il constitue un espace pas seulement à la limite dans l’espace mais aussi assez controversé dans le temps.

Nous supposons que le littoral constitue une zone hospitalière.

La présente étude focalise sur le littoral en tant qu’espace physique, mais en particulier du point de vue social et notamment du droit.

D’abord, elle présente le phénomène historique de métamorphose graduelle du littoral en territoire convoité, suite des évolutions diverses, dont les relatives aux loisirs (I).

Ensuite, elle porte sur la question d’existence d’un véritable faisceau de droits maritimes, selon l’expression consacrée par l’école nantaise (II).

Après cette unité introductive, elle part du général vers le spécial, tout en se référant au contenu de la branche qui régit le littoral (III).

Puis, elle désigne la question de sous-valorisation du patrimoine culturel du littoral et des eaux continentales (IV).

 Suite de cette analyse, elle jette lumière à la projection du pouvoir du pays côtier sur la mer et à l’éclipse du terme répandu « pays côtier » dans la Convention de l’Unesco sur la protection du patrimoine culturel subaquatique, signée le 2001 et mise en vigueur en 2009 (V).

Enfin, elle approfondit au sujet par une analyse spécialisée, qui porte sur une vaste région géographique, telle que la Méditerranée. Cet espace mérite une approche en part, compte tenu qu’il constitue une mer exceptionnelle, dotée d’un grand patrimoine culturel (VI).

  1. La littoralisation

Le littoral a été traditionnellement considéré comme objet de crainte et de répulsion. Il n’était pas question uniquement des dangers liés à des phénomènes physiques mais aussi à des activités humaines, telles que la criminalité des pirates. À titre d’exemple, les habitants de la Crète sont revenus aux côtes à peine environ en 1930, après une distanciation d’ordre de 400 ans à cause du problème de piraterie.

Avec la politique de stabilisation du trait de côte par la plantation des dunes lancée par Napoléon Bonaparte (décret du 14 décembre 1810), puis avec le développement du chemin de fer, de véritables « stations balnéaires » vont être créées sur la plupart des façades littorales: le projet de « chemin de fer de Paris à la mer » est lancé au début des années 1830 et permet la desserte de Rouen en 1842, puis du Havre en 1847 et enfin de Dieppe et de Fécamp en 1849[2]. Avec le développement du phénomène de la nouvelle activité de balnéothérapie, la perception du littoral évolue d’une manière progressive. Il est indicatif de l’inquiétude sur l’avenir de nouvelles destinations que Victor Hugo vilipende l’industrie touristique dans son ouvrage « Le Voyage vers les Pyrénées », de 1843. Il visite Biarritz, qui commence à être à la mode, et il écrit au sujet de ce village : « Je n’ai qu’une peur, c’est qu’il devienne à la mode »[3]. Une trentaine d’années plus tard, Arthur Rimbaud compose le poème « Promontoire », lequel porte sur un promontoire gigantesque vu par un brick au large et illustre le littoral en tant que source d’inspiration poétique[4].

Si au XIXe siècle a émergé un conflit d’usage entre les anciennes activités maritimes et agricoles implantées de longue date sur le littoral et les nouvelles activités touristiques qui ont connu une expansion considérable au XXe siècle, cette situation s’est encore complexifiée au début du XXIe siècle avec le développement de la production d’électricité à partir des sources d’énergie renouvelable[5]. À titre d’exemple, la loi du 17 août 2015 relative à la transition énergétique pour la croissance verte, qui constitue le texte législatif emblématique de la nouvelle ère de la politique française dans le domaine de l’énergie, a facilité l’implantation des éoliennes dans les communes littorales. Il conviendrait d’ajouter qu’il existait déjà des réglementations sectorielles applicables de façon plus ou moins spécifique à certaines filières des énergies renouvelables terrestres, dont les éoliennes, et qui contiennent des mécanismes permettant, préalablement à la réalisation d’un projet, de s’assurer que celui-ci est respectueux des paysages ; on peut d’ailleurs y voir l’expression d’une forme de police de l’esthétique[6]. Il est aussi notable que la loi du 23 novembre 2018 portant évolution du logement, de l’aménagement et du numérique a fait sortir du champ d’application de la loi littoral les ouvrages nécessaires à la production d’électricité à partir d’énergies renouvelables dans certains territoires littoraux isolés.

Dès lors, le littoral est devenu aujourd’hui un des espaces les plus attractifs et les plus convoités[7]. Dans cet ordre d’idées une forte tenance à la littoralisation est constatée, laquelle consiste en processus géographique par lequel les populations et les activités économiques se rapprochent de plus en plus du littoral. La densité de population du littoral en France est actuellement 2,5 fois plus élevée que la moyenne nationale et continue de croître. Mais l’accélération de la littoralisation et la perte de biodiversité constituent des facteurs de dégradation du littoral, lequel, par sa localisation à l’interface entre la terre et la mer, est une zone à forts enjeux environnementaux, sociaux et économiques.

  1. Les droits maritimes

Le littoral est doté de son propre droit, lequel pourrait être classé dans une catégorie des branches thématiques complémentaires, tels que les droits maritimes. Il est d’abord notable que le vocable «maritimiste» pourrait être considéré assez représentatif de l’état des choses, en particulier en ce qui concerne la doctrine française, laquelle l’a introduit[8]. De plus, il conviendrait de signaler que les premières règles ont concerné le transport des marchandises par mer, l’implantation d’installations portuaires, d’établissements humains et les règles de la vie des marins tandis que par la suite, le droit a évolué pour protéger hommes et marchandises, régler le navire de sa naissance à sa mort y compris par démantèlement, avant de s’étendre aux ressources de la mer devenues objet de convoitise[9].

Donc, il serait pertinent de faire parole pas d’un droit maritime mais d’une multiplicité de droits de cette thématique ; en effet il existe plusieurs droits maritimes (droit international de la mer, droit maritime commercial, droit du navire, droit social des gens de mer, droit du littoral, droit des ports, droit des pêches maritimes, droit de l’aquaculture, droit des ressources non vivantes, protection de l’environnement marin), lesquels sont marqués par une forte spécificité du fait de la complexité du milieu physique de l’hydrosphère, de l’importance de la tradition historique remontant à l’Antiquité, du pragmatisme des solutions retenues et de l’esprit de compromis qui a dicté des règles applicables au plus grand nombre[10]. Le statut du droit maritime en tant que droit pluriel[11] constitue un acquis doctrinal ; l’école de pensée de l’Université de Nantes a déjà pu consacrer et répandre depuis trois décennies ce nouveau concept, notamment autour de son initiative éditoriale de l’ouvrage collectif intitulé «Droits Maritimes»[12]. Il faut entendre l’expression «Droits Maritimes» au pluriel, car la matière dépasse les règles concernant les activités des humains en mer; elle concerne autant les espaces marins, mais aussi terrestres, tels que les ports et le littoral[13]. Il en résulte que le droit du littoral et le droit connexe des ports constituent deux branches sui generis, à thématique mixte, terrestre et aquatique à la fois.

  • Le droit du littoral

Selon une approche doctrinale, le droit du littoral n’est pas à proprement parler une branche du droit mais il repose sur un triptyque issu de trois corpus juridiques bien distincts: d’abord le droit de l’urbanisme avec les dispositions particulières au littoral; ensuite le droit de l’environnement avec le développement de politiques publiques et le recours à des instruments de protection spécifiques; enfin, le droit administratif des biens auquel il faut ajouter un certain nombre de polices administratives spéciales[14].

Au tournant des années 1970 le pouvoir en France a pris conscience de la nécessité de protection du littoral. Il en résulte l’adoption de la loi du 10 juillet 1975 portant création du conservatoire de l’espace littoral et des rivages lacustres. Créée par cette loi, la mission du Conservatoire est aujourd’hui définie au sein du code de l’environnement: il mène «une politique foncière ayant pour objets la sauvegarde du littoral, le respect des équilibres écologiques et la préservation des sites naturels ainsi que celle des biens culturels qui s’y rapportent». Cela est assuré par des techniques diverses, telles que l’affectation, l’achat, la préemption et l’expropriation.

En outre, le législateur de la loi emblématique du 3 janvier 1986 relative à l’aménagement, la protection et la mise en valeur du littoral, dite loi littoral, aujourd’hui codifiée à l’article L. 321-1 du code de l’environnement, s’est contenté de citer que «Le littoral est une entité géographique qui appelle une politique spécifique d’aménagement, de protection et de mise en valeur». Cette disposition introductive renvoie essentiellement au contenu d’une science autre que le droit, telle que la géographie, qui fait parole de la limite qui sépare la mer de la terre, laquelle en réalité n’est pas fixe mais dynamique dans le temps.

Il est notable qu’il existe une autonomie de la loi littoral, par rapport à la réalité géographique de cet espace. Cela est bien le cas de l’article 2, selon lequel «sont considérées comme communes littorales au sens de la présente loi les communes de métropole et des départements d’outre-mer riveraines […] des plans d’eau intérieurs d’une superficie supérieure à 1000 hectares». Dans le droit contemporain, le littoral n’est donc plus seulement ce litus maris que les romains définissaient comme la portion de terre «jusqu’ où s’étend le plus haut flot d’hiver», c’est-à-dire l’estran, tandis que l’ouverture vers les communes riveraines des grands lacs ou des étangs salés s’explique par le fait que ces plans d’eau intérieurs sont exceptionnels soit par leur étendue, soit par leur consistance ; ils sont donc assimilés à la mer elle-même[15]. En tout cas, l’estran, appelé aussi en termes administratifs et juridiques «zone de balancement des marées», constitue le centre de gravité de la notion juridique du littoral.

L’approche unitaire de la défense des rivages, qu’il s’agisse des eaux douces ou salées, est conforme à la redéfinition contemporaine de la ressource en eau en droit de l’Union européenne, depuis la directive cadre eau, n° 2000/60/CE[16]. Depuis le début du XXIe siècle, quelques outils caractéristiques du droit de l’eau se sont progressivement maritimisés ; c’est le cas de la littoralisation de la compétence relative à la gestion des milieux aquatiques et à la prévention des inondations (Gemapi), exercée depuis 2018 par les établissements publics de coopération intercommunale à fiscalité propre (Epci-FP), pour l’extension du domaine de la lutte aux risques côtiers[17]. À l’inverse la réflexion des juristes maritimistes sur les déchets, notamment plastiques, interroge aujourd’hui la continuité terre-océan[18].

L’article L321-1 fait preuve d’un équilibre institutionnel lequel repose sur les trois piliers suivants:

  • La préservation du littoral contre les divers types de dégradation, dont l’érosion du territoire et la submersion marine,
  • La préservation et le développement des activités économiques liées à la proximité de l’eau, telles que la pêche, les cultures marines, les activités portuaires, nautiques et balnéaires, la construction et la réparation navales et les transports maritimes,
  • Le maintien ou le développement, dans la zone littorale, des activités agricoles ou sylvicoles, des activités aquacoles, de l’industrie, de l’artisanat et du tourisme.

Les activités aquacoles et l’industrie sont des éléments nouveaux par rapport au contenu classique du loi littoral tandis que le tourisme constitue une constante valable dans le temps. En effet, le littoral pourrait être aussi le théâtre du développement touristique, illustré par le classement des communes en stations de tourisme, conditionné par la mise en œuvre d’une politique tendant à assurer la fréquentation plurisaisonnière de leurs territoires (et, pour être de bonne foi, la mise en valeur « de leurs ressources naturelles, patrimoniales) [19]. Les atteintes au patrimoine ne sont pas négligeables, comme cela est le cas de l’urbanisation forte au détriment des espaces naturels et de la qualité des paysages, du développement des infrastructures comme les ports de plaisance, la multiplication des équipements, l’installation des campings etc.

En bref, il en résulte le triptyque «protection de l’environnement – développement des activités économiques maritimes – développement des activités terrestres implantées sur le littoral». Mais il ne faudrait pas perdre de vue le fait que dès le début on a prévu, dans la loi littoral, un autre objet, lequel occupe la place première parmi les quatre objets de la politique publique sur le littoral : « La mise en œuvre d’un effort de recherche et d’innovation portant sur les particularités et les ressources du littoral ». Il s’agit d’une politique importante étant donné qu’elle considère le littoral comme un véritable point de référence dans la dynamique de la recherche scientifique et de l’innovation, représentée inter alia par de nouveaux moyens de transport comme cela a été auparavant le train, chose qui est dictée par la nature des choses ; le littoral sert de trait d’union entre deux milieux, le terrestre et le marin, et offre divers possibilités de développement économique et aussi de consommation, illustrée par les loisirs et notamment le tourisme.

En outre, l’article L321-9 du code de l’environnement organise l’accès aux plages d’une manière ouverte tout en consacrant une forme de démocratie économique participative, propre à la nature des choses dédiées à l’usage commun: «L’accès des piétons aux plages est libre sauf si des motifs justifiés par des raisons de sécurité, de défense nationale ou de protection de l’environnement nécessitent des dispositions particulières. L’usage libre et gratuit par le public constitue la destination fondamentale des plages au même titre que leur affectation aux activités de pêche et de cultures marines».

D’une manière complémentaire, la loi littoral a explicité les pouvoirs de police du maire au sujet de police des baignades et des activités nautiques. Selon l’article L. 2113-23 du CGCT cet agent administratif exerce la police avec des engins de plage et des engins non immatriculés tandis que cette police s’exerce en mer jusqu’à une limite fixée à 300 mètres à compter de la limite des eaux.

Il est notable qu’un épisode très médiatisé à niveau international a eu lieu en France, à l’été 2016. Certains maires ont pris l’initiative de prohiber le port du burkini sur les plages, en s’appuyant sur leur pouvoir de police. Ils invoquaient des risques de trouble à l’ordre public, menacé selon eux par des tenues manifestant une apparence religieuse. Mais le Conseil d’État a émis une ordonnance le 26 août, saisi en urgence par la Ligue des droits de l’homme et le Collectif contre l’islamophobie en France[20]. À l’anniversaire de la Déclaration des Droits de l’Homme et du Citoyen, le prétoire a décidé de suspendre un arrêté anti-burkini pris le 5 août dans la commune de Villeneuve-Loubet (Alpes Maritimes). La plus haute juridiction administrative a jugé, dans sa décision qui était très attendue, que le maire a selon la loi le pouvoir de prendre des mesures réglementaires pour le maintien de l’ordre public et la protection de la santé publique aux plages, qui doivent être nécessaires et proportionnées par rapport au but à atteindre. Mais «le maire ne peut, sans excéder ses pouvoirs de police, édicter des dispositions qui interdisent l’accès à la plage et la baignade aux personnes qui portent une tenue manifestant de manière ostensible une appartenance religieuse alors qu’elles ne reposent ni sur des risques avérés de troubles à l’ordre public ni sur des motifs d’hygiène ou de décence ». Il en résulte que le prétoire a renforcé l’idéal de tolérance, essentiellement de l’hospitalité de l’univers social dans le paysage du littoral tandis que quelques jours avant l’émission de cette ordonnance, les prohibitions en cause avaient poussé à la Ligurie quelques femmes qui désiraient porter des burkinis, d’où une forme de tourisme international du littoral[21].

  1. Sous-valorisation du patrimoine culturel du littoral et des eaux continentales

Le rapprochement entre le patrimoine naturel et le patrimoine culturel du littoral, semble-t-il voulu par le législateur, est manifeste dans la loi littoral. Il a été formulé dans l’article L. 146-6 du code de l’urbanisme créé par l’article 3 de ce texte. Le législateur voulait en effet appréhender globalement les espaces à protéger en prévoyant que: «Les documents et décisions relatifs à la vocation des zones ou à l’occupation et à l’utilisation des sols préservent les espaces terrestres et marins, sites et paysages remarquables ou caractéristiques du patrimoine naturel et culturel du littoral… Un décret fixe la liste des espaces et milieux à préserver »[22]. Cependant, ce rapprochement tout à fait intéressant est resté sans suite puisqu’il ne s’est pas vraiment retrouvé dans le décret d’application du 20 septembre 1989 précité. Les dispositions précitées de l’article L. 146-6 ont été reprises à l’article L. 121-23 (nouveau) du code de l’urbanisme, tandis que celles de l’article R. 146-1 l’ont été à l’article R. 121-4 (nouveau) du même code. Il en résulte que le droit continue d’envisager séparément les deux aspects du patrimoine littoral, tout en privilégiant le patrimoine naturel sur le patrimoine culturel. En tout cas, il est remarquable que le patrimoine maritime n’est pas un patrimoine comme les autres ; il est plus fragile, plus exposé[23]. La doctrine n’a pas omis de s’interroger sur l’intérêt de l’adoption d’instruments de protection spécifiques[24].

D’une manière comparable, selon l’article 28 de la Convention précitée sur la protection du patrimoine culturel subaquatique, au moment où il ratifie, accepte, approuve la présente Convention ou y adhère ou à tout moment par la suite, tout État partie peut déclarer que les règles de l’annexe s’appliquent à ses eaux continentales qui ne présentent pas un caractère maritime. Quelques pays membres ont fait usage de cette faculté, en déclarant que les règles de l’annexe s’appliqueront aux «eaux intérieures» (au sens d’eaux continentales) n’ayant pas un caractère maritime. Mais il s’agit d’une très faible minorité, laquelle regroupe l’Algérie, la Belgique, l’Estonie, le Guatemala, la Suisse et l’Ukraine, chose qui s’avère problématique. Il semble paradoxal qu’une Convention sur le patrimoine subaquatique et non pas littéralement «maritime» n’ait pas les eaux continentales comme champ d’application a priori. Ce déficit a été combiné dans la pratique inter alia par le manque d’intérêt de la grande majorité des États parties, comme la France, à les y placer. Si l’on tient compte du fait que selon l’article 7 par. 3 de la Convention le pays côtier est exempté de l’obligation d’informer l’État du pavillon partie à la Convention et les autres États ayant un lien vérifiable, en cas de découverte de navires et aéronefs d’État identifiables dans ses eaux intérieures, il en résulte qu’il existe une série de zones à responsabilité restreinte, à savoir le cas échéant inexistante ou du moins limitée, de l’État partie. Cela est le cas surtout des eaux continentales, lesquelles sont juridiquement assimilées à la terre, mais aussi des eaux intérieures, lesquelles constituent la véritable zone grise du droit de la mer; plus on est proche de la terre, plus la souveraineté culturelle du pays riverain est accrue et voire potentiellement éloignée de la normativité de la Convention.

  1. La projection du pouvoir du pays côtier sur la mer et son anonymisation

D’une part, la mer territoriale a émergé en tant que zone du droit de la mer au XVIIe siècle pour des raisons de défense nationale, d’où une « littoralisation » de la zone marine du littoral, à savoir d’une ex-partie de la haute mer, en termes du droit de la mer. D’autre part, il existe comme contre-poids le droit des navires étrangers au passage innocent par la mer territoriale d’un État côtier, lequel est réglé par la Convention des Nations Unies sur le droit de la mer et constitue un facteur de promotion de la navigation internationale. Cette garantie est associée aux nécessités de la navigation lorsqu'elle s'effectuait avec des voiliers, qui pour des raisons de sûreté naviguaient près des côtes. Il conviendrait d’ajouter que les voiliers sont maintenus grâce au fait qu’ils sont dédiés aux loisirs et aux sports nautiques. Qui plus est, le tourisme et le nautisme ont longtemps été, chacun de leur côté, des leviers du développement territorial des régions littorales et intérieures tandis que progressivement le rapprochement institutionnel, fonctionnel et commercial des deux activités a donné naissance à un «tourisme nautique» qui contribue à dynamiser les espaces concernés[25].

Depuis les années 1970, la jurisprudence du Conseil d’État admet que le territoire des communes s’étend en mer : dans un arrêt du 25 septembre 1970, la Haute assemblée a considéré que les pouvoirs de police du maire, et la responsabilité qui en découle, incluent « la prévention des noyades et les secours à porter à leurs victimes »[26]. Le dialogue visuel terre-mer forme la consistance de l’espace des eaux nationales du pays côtier, que l’on nomme parfois aussi, plus poétiquement, « mer des rivages » ou « mer du littoral », et que le droit appréhende, pour sa part, en tant que « partie de la mer sous la souveraineté de l’Etat riverain : eaux intérieures et mer territoriale »[27]. En tout cas, on ne peut pas considérer que le territoire communal s’étend sur le sol et le sous-sol de la mer territoriale – qui fait pourtant partie du domaine public maritime – c’est-à-dire jusqu’à 12 miles marins des côtes[28]. À titre d’exemple, le Conseil d’État dans un arrêt du 5 juillet 1999 a jugé qu’une concession de sable marin située à 4 miles marins et demi du rivage ne se situe pas sur le littoral et donc qu’on ne peut pas lui appliquer la loi littoral qui limite ou interdit les extractions de matériaux lorsqu’elles risquent de compromettre directement ou indirectement l’intégrité des plages.

Il est notable que le terme «État côtier» de la Convention des Nations Unies sur le droit de la mer, de 1982, n’a pas été retenu dans la Convention précitée de l’Unesco. Durant la négociation pour la conclusion de cet instrument juridique, la grande majorité des délégations présentes étaient prêtes à étendre la juridiction du pays riverain en matière du patrimoine culturel subaquatique sur le plateau continental et dans la ZEE mais une turbulente minorité y était résolument opposée, craignant qu’une telle extension puisse altérer l’équilibre délicat obtenu en 1982[29]. La négociation a eu comme résultat la radiation de l’expression « État côtier » du texte entier, laquelle selon une minorité d’États, aurait évoqué une extension de juridiction des États côtiers[30]. Il conviendrait de signaler que le texte entier de la Convention, l’annexe incluse, ne fait aucun usage du terme « hospitalité » tandis que l’hospitalité est intrinsèquement liée au principe consacré de la collaboration entre le pays côtier et les autres États parties intéressés.

  1. Le cas de la Méditerranée en tant que mer exceptionnelle

La Méditerranée a été caractérisée en tant que mer exceptionnelle[31]. Le droit de la mer, tel qu’il est défini dans la Convention de 1982, est souvent appelé droit des océans (Ocean Law) dans la mesure où il n’a pas été conçu pour les Mers fermées ou semi-fermées, auxquelles la Convention consacre sa Partie IX, chose qui en partie explique pourquoi il y a toujours eu des lectures méditerranéennes de la Convention, et une interprétation adaptée du droit de la mer, ce qui est d’autant plus nécessaire compte tenu des caractéristiques géographiques et géopolitiques de cette mer exceptionnelle[32]. Si la doctrine a éloquemment désigné la Méditerranée en tant que mer exceptionnelle, il conviendrait d’ajouter que le patrimoine culturel méditerranéen est unique du fait qu’il englobe les racines historiques et culturelles communes de nombreuses civilisations[33]. La zone méditerranéenne (qui se prolonge jusqu’en Afghanistan) est censée être la seule au monde où l’été – l’époque des grandes chaleurs – est aussi la saison où il ne pleut guère[34]. Il est aussi notable que les vestiges préhistoriques subaquatiques, qui consistent notamment en grottes habitées pendant la préhistoire et qui se trouvent à l’heure actuelle submergées, sont particulièrement nombreuses dans le sud de la France, comme cela est le cas de la grotte du corail à Villefranche-sur-Mer (Alpes Maritimes) ou la grotte de Cosquer, découverte en 1985 par le plongeur Henri Cosquer dans les Calanques, près de Marseille[35]. De plus, les pays méditerranéens sont dotés de nombreux vestiges de villas englouties, chose qui fait preuve d’une grande tradition historique de tourisme terrestre.

Qui plus est, couramment ils font preuve d’un grand développement touristique et certains lieux sont emblématiques pour le phénomène de surtourisme à climax mondial, comme cela est le cas de Venise et de l’île de Santorin. La cité des Doges est régulièrement submergée : en novembre 1966, en novembre 2012, en octobre 2013, près de 90% de la ville ont été inondés tandis que la situation de fréquentes inondations tient à la montée du niveau marin liée au changement climatique et à l’affaiblissement du sol de la lagune due à l’histoire même de ce littoral et à l’exploitation des eaux souterraines[36]. Elle constitue un cas particulier, sinon exceptionnel, inter alia quant au cas des gondoles. En effet, les gondoles seraient en principe disparues dans les années 1950, à cause de l’utilisation des moyens motorisés de transport[37]. Venise fait preuve de particularités même face à des autres sites du patrimoine mondial de l’Unesco, dont l’inscription à ce titre peut ne pas avoir uniquement des effets bénéfiques d’ordre socioculturel et écologique[38]. Cela est valable d’autant plus à partir de 2016, année marquée par la hausse de visiteurs au nombre de 30.000.000. Venise essaie de gérer les flux des touristes, en adoptant des mesures qui peuvent même dissuader les gens pour une future visite. À titre indicatif, on a séparé les lignes des bateaux de transport interne pour les résidents de celles des touristes et une interdiction a été introduite quant à la circulation des valises à roulettes sur le pavé.

À l’afflux courant très élevé de touristes de la Méditerranée s’ajoutent 150 millions de personnes résidant sur ses côtes (environ 17% de plus qu’en 2000) tandis que le nombre de villes riveraines de plus de 10000 habitants a presque doublé en 50 ans mais la qualité de l’eau à proximité des agglomérations est souvent déplorable[39]. Il est aussi notable que la Méditerranée n’est pas seulement un théâtre de développement touristique par excellence, avec 300 millions de touristes par an en 2016, mais aussi une région fortement contradictoire puisqu’en même temps elle faisait preuve d’une zone de littoral fermé au tourisme international, comme cela est le cas de la Syrie et de la Libye.

En ce qui concerne le tourisme littoral, à la ville côtière grecque de Marathon, qui est le symbole d’une destination unique en son genre et au passé chargé d’histoire, la municipalité a investi dans des installations dont la haute qualité assure un accès aisé aux personnes à mobilité réduite[40]. À ce titre, Marathon a reçu en 2013 le titre de destination européenne d’excellence « EDEN », selon une indication de la Commission européenne[41]. L’ironie du sort est là, cinq ans plus tard la région de Marathon en pleine saison balnéaire, compte tenu, inter alia, de la morphologie adverse du littoral et des constructions privées arbitraires bloquant l’accès à la mer, a été devenue le théâtre d’une centaine de victimes d’un incendie[42]. Cet incident, à Mati, est placé premier, pas seulement au niveau de l’Europe mais à climax mondial, à la seule exception de deux cas précédents en Australie. Quelques citoyens ont tenté de sauver leur vie en trouvant refuge à l’espace marin, chose qui a provoqué l’immixtion de la capitainerie du port et a indirectement désigné, d’une manière dramatique, une des maintes valeurs de la flotte de pêche. Il en résulte le principe de l’unicité de diverses catégories de navires, particulièrement en cas d’incident de protection civile. La tentative d’attribuer la tragédie située à Mati au changement climatique n’a pas été couronnée par succès étant donné que ce phénomène, lequel à l’entre-temps a été transformé en crise climatique à climax international, n’est pas suffisant pour servir de justification pour la perte de ces gens et les erreurs des services publics impliqués.

En outre, au plan écologique, la Méditerranée est emblématique pour le problème de perturbation de son écosystème à cause de la mauvaise gestion du ballast ; l’arrivée d’espèces invasives dans les eaux de ballast de navires a généré le terme « espèces envahissantes de Lesseps ». Plus de la moitié des 900 espèces non indigènes qui ont été observées en Méditerranée et en mer Noire se sont établies de manière permanente et sont en train de se développer, ce qui suscite l’inquiétude du fait de la menace que ces organismes représentent pour les écosystèmes marins et les communautés locales vivant de la pêche[43]. Dans cet ordre d’idées, il est notable que la Méditerranée connaît un processus de « tropicalisation » à mesure que la température de ses eaux augmente, et ce en grande partie à cause du changement climatique.

Conclusion

Ce qui se dégage de la présente analyse est que le littoral fait preuve historiquement d’une double littoralisation successive ; initialement, dans une ère préindustrielle il a été combiné avec une zone assimilée en droit de la mer, telle que la mer territoriale, qui a promu l’activité maritime de pêche, et plus tard, il a été combiné physiquement et fonctionnellement avec les trains pour le transport de personnes et de marchandises et le tourisme. Qui plus est, il a été embelli par la nouvelle tendance à faire des bains en mer.

Il est étroitement lié aussi à l’autre version des eaux de souveraineté nationale, les eaux intérieures. Donc, il est comparable avec le terme polyvalent «maritime», lequel est tout à fait apte à regrouper des activités variées, dont le tourisme maritime.

D’ailleurs, la Méditerranée constitue une mer exceptionnelle. Si cela semble être un profil bien évident au champ du droit de la mer, cette mer est extraordinaire sous divers aspects à la fois hétéroclites et importants. Qui plus est, parallèlement la doctrine a esquissé le profil d’un centre urbain hydraulique à littoral particulier, tel que Venise, laquelle est la destination touristique leitmotiv avec des caractéristiques exceptionnelles.

Enfin, pendant les dernières décennies pas seulement la littoralisation constitue une réalité mais elle a acquis un profil particulier et implique des dangers augmentés, notamment à cause du phénomène survenu de changement climatique. Parallèlement, les catégories du droit de l’eau se construisent, se reconfigurent, se réadaptent face au changement climatique[44].

L’hypothèse de travail a été confirmée étant donné que la zone du littoral s’est avérée hospitalière, même pour les nouvelles technologies et activités, illustrées par la production des énergies renouvelables, et les droits de l’homme, comme cela est le cas de l’affaire de l’interdiction du port de burkini. En tout cas, l’approche recommandée du littoral devrait être adaptée aux nouveaux défis de la littoralisation et être axée d’une manière systématique sur le principe fondamental d’hospitalité. Ce terme est absent inter alia pas seulement à l’article applicable L321 du code de l’environnement mais aussi de la convention sur la protection du patrimoine culturel subaquatique. Il est à souligner que l’hospitalité constitue une garantie polyvalente dotée d’une importance transversale, bien au-delà du domaine du tourisme...

 

[1] La présente étude a une thématique relative à l’« Axe 3. Mer protégée » du programme de recherche 2022-2026 du Centre de Droit Maritime et Océanique (CDMO) de l’Université de Nantes.

[2] N. Huten, Chapitre 511. Objectifs et champ d’application de la loi du 13 janvier 1986, dite loi littoral, in P. Chaumette (dir.), Droits Maritimes, 4e édition, Dalloz, 2021, p. 1168.

[3] R. Vainopoulos, S. Mercier, Le Tourisme, Le Cavalier Bleu Editions, 2009, p. 19.

[4] L. Forestier (éd.), Rimbaud. Poésies. Une saison en enfer. Illuminations, Gallimard, 1984, p. 188.

[5] N. Huten, Chapitre 511. Objectifs et champ d’application de la loi du 13 janvier 1986, dite loi littoral, op. cit., p. 1168.

[6] B. Le Baut-Ferrarese, Les énergies marines renouvelables et la protection des paysages, in Boilet, G. Goffaux Callebaut (dir.), Le patrimoine maritime : entre patrimoine culturel et patrimoine naturel. Actes du colloque de Brest 23 et 24 juin 2016, Éditions A. Pédone, Paris, 2018, pp. 139.

[7] B. Kalaora, Le conservatoire du littoral ou l’invention d’une autre raison patrimoniale, Petites affiches, 2 janvier 1995, n° 1, p. 14.

[8] Voir P. Chaumette, Avant propos, in P. Chaumette (dir.), Droits Maritimes, 4e édition, Dalloz, 2021, p. VIII.

[9]M. Joyau, Existe-t-il un droit maritime du patrimoine ?, in N. Boilet, G. Goffaux Callebaut (dir.), Le patrimoine maritime : entre patrimoine culturel et patrimoine naturel. Actes du colloque de Brest 23 et 24 juin 2016, Éditions A. Pédone, Paris, 2018, p. 71.

[10] P. Chaumette, Chapitre 011. Textes applicables, in P. Chaumette (dir.), Droits Maritimes, 4e édition, Dalloz, 2021, p. 3.

[11] M. Joyau, Existe-t-il un droit maritime du patrimoine ?, op. cit., p. 71.

[12] Voir P. Chaumette, Avant propos, op. cit., p. V.

[13] P. Chaumette, Avant-Propos, ADMO, Tome XL-2022, p. 13.

[14] Anonyme, Livre 5. Le droit du littoral, in P. Chaumette (dir.), Droits Maritimes, 4e édition, Dalloz, 2021, p. 1161.

[15] N. Huten, Chapitre 511. Objectifs et champ d’application de la loi du 13 janvier 1986, dite loi littoral, op. cit., p. 1167.

[16] Ph. Marc, F. Mynard, La littoralisation de la compétence Gemapi : l’extension du domaine de la lutte aux risques côtiers, Droit de l’environnement n° 306 – Décembre 2021, p. 441.

[17] Ibid.

[18] Ibid.

[19] L. Touzeau­-Mouflard, A. Verjat, La protection et la mise en valeur du patrimoine maritime immobilier, in Boilet, G. Goffaux Callebaut (dir.), Le patrimoine maritime : entre patrimoine culturel et patrimoine naturel. Actes du colloque de Brest 23 et 24 juin 2016, Éditions A. Pédone, Paris, 2018, p. 109.

[20] A. Maniatis, Les droits au tourisme et à l’hospitalité. Étude de droit du tourisme, Éditions universitaires européennes, 2022, p. 96.

[21] S. Franchi, I divieti francesi spingono in Liguria veli e burkini, Il Secolo XIX Martedì 23 agosto 2016, p. 1.

[22]M. Joyau, Existe-t-il un droit maritime du patrimoine ?, in Boilet, G. Goffaux Callebaut (dir.), Le patrimoine maritime : entre patrimoine culturel et patrimoine naturel. Actes du colloque de Brest 23 et 24 juin 2016, Éditions A. Pédone, Paris, 2018, pp. 68-69.

[23] L. Touzeau­-Mouflard, A. Verjat, La protection et la mise en valeur du patrimoine maritime immobilier, in Boilet, G. Goffaux Callebaut (dir.), Le patrimoine maritime : entre patrimoine culturel et patrimoine naturel. Actes du colloque de Brest 23 et 24 juin 2016, Éditions A. Pédone, Paris, 2018, p. 110.

[24] P.-L. Frier, La qualification juridique du patrimoine culturel et maritime, in M. Cornu et J. Fromageau (dir.), Le patrimoine culturel et la mer. Aspects juridiques et institutionnels, L’Harmattan, 2002, tome I, p. 97.

[25] N. Bernard, Nautisme et tourisme : une convergence au bénéfice des territoires, Études caribéennes, décembre 2018.

[26] N. Huten, Chapitre 511. Objectifs et champ d’application de la loi du 13 janvier 1986, dite loi littoral, op. cit., p. 1171.

[27] B. Le Baut-Ferrarese, Les énergies marines renouvelables et la protection des paysages, op. cit., pp. 121-122.

[28] N. Huten, Chapitre 511. Objectifs et champ d’application de la loi du 13 janvier 1986, dite loi littoral, op. cit., p. 1172.

[29] V. Mainetti, La protection du patrimoine culturel subaquatique, in A. Camara & V. Négri (dir.), La protection du patrimoine archéologique. Fondements sociaux et enjeux juridiques, L’Harmattan, Paris, 2016, p. 194.

[30] T. Scovazzi, La convention sur la protection du patrimoine culturel sub-aquatique, Annuaire français de droit international, volume 48, 2002, p. 587.

[31] A. Maniatis, La Convention sur la protection du patrimoine culturel subaquatique, Neptunus e.revue 2023/1.

[32] N. Ros, Le droit international de la mer à l’épreuve en Méditerranée orientale, ADMO Tome XXXIX – 2021, pp. 19-20.

[33] T. Scovazzi, La convention sur la protection du patrimoine culturel sub-aquatique, op. cit., p. 589.

[34] Y. Lacoste, La Méditerranée, un bassin identitaire, L’Atlas de l’eau et des océans, La Vie - Le Monde, Hors-série, p. 107.

[35] V. Mainetti, La protection du patrimoine culturel subaquatique, op. cit., p. 144.

[36] Y. Veyret, Puissance et fragilité des villes hydrauliques, L’Atlas de l’eau et des océans, La Vie - Le Monde, Hors-série, p. 70.

[37] A. Maniatis, Aspects de la Politique Commune des Pêches (PCP) avec emphase au tourisme, Neptunus e.revue, vol. 25, 2019/3.

[38] A. Maniatis, Les droits au tourisme et à l’hospitalité. Étude de droit du tourisme, op. cit., pp. 87-88.

[39] A. Salles, M. Valo, Plages et blessures de la grande bleue, L’Atlas de l’eau et des océans, La Vie - Le Monde, Hors-série, p. 109.

[40] A. Maniatis, Aspects de la Politique Commune des Pêches (PCP) avec emphase au tourisme, op. cit.

[41] Commission européenne, Une stratégie européenne pour plus de croissance et d’emploi dans le tourisme côtier et maritime, https://ec.europa.eu/maritimeaffairs/sites/maritimeaffairs/files/docs/body/coastal-and-maritime-tourism_fr.pdf.

[42] A. Maniatis, Actualité du droit hellénique. Le droit à la protection contre les incendies de forêt, RSC - 1 - janvier – mars 2019, pp. 221-222.

[43] Organisation des Nations Unies pour l’alimentation et l’agriculture, Des espèces envahissantes sont en train de changer la mer Méditerranée, fao.org, 05/09/2022, https://www.fao.org/fao-stories/article/fr/c/1603776/.

[44] Ph. Marc, F. Mynard, La littoralisation de la compétence Gemapi : l’extension du domaine de la lutte aux risques côtiers, op. cit., p. 441.

Digesta OnLine 2023

Μετακινήσεις πληθυσμών λόγω κλιματικής αλλαγής

Ζαφείρη Αθηνά
Ζωγράφου Δάφνη
Μούντριχας Ανδρέας
Φοιτητές ΔΠΘ
Επίβλεψη: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Καθηγητής ΔΠΘ

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Περιεχόμενα
Α. Εισαγωγή –Μούντριχας Ανδρέας
Β. Το Νομικό Πλαίσιο της Διεθνούς Κοινωνίας – Μούντριχας Ανδρέας
Γ. Ευρωπαϊκή Προσωρινή Προστασία – Ζαφείρη Αθηνά
1.    ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
2.    ΟΔΗΓΙΑ 2001\55\ΕΕ 
3.    ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 
Δ. Περιφερειακή  Προστασία -  Ζαφείρη Αθηνά
KAMPALA CONVENTION
Ε. Soft Law- Ζαφείρη Αθηνά
SOFT LAW ΣΤΟΥΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
SOFT LAW-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ 
ΣΤ. Η νομολογία – Ζωγράφου Δάφνη
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Ζ. Συμπέρασμα – Ζαφείρη Αθηνά


Α. Εισαγωγή*
Εξ απαλών ονύχων της ύπαρξης των κοινωνιών, ομάδες ανθρώπων αναγκάζονται να αλλάξουν τον τόπο διαβίωσής τους , όταν απειλούνται οι ζωές τους . Αυτή η ανάγκη της προστασίας της ζωής, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι φυσική και αυτό ,διότι  παρατηρείται γενικώς στη φύση: ομάδες ζώων αποδημούν για να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη συνεχώς. Αυτή η αποδήμηση οφείλεται  στο ότι κινδυνεύει η ζωή τους, είτε επειδή δεν έχουν τα μέσα να τραφούν, είτε επειδή κινδυνεύουν από άλλα ζώα , είτε επειδή το κλίμα δεν είναι ευδόκιμο γι’ αυτά.
Έτσι και οι άνθρωποι, πολύ πριν την γέννηση του δικαίου και μέχρι σήμερα, όταν αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους τίθεται σε κίνδυνο παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Προ της αγροτικής επανάστασης, γιατί η γη πλέον δεν τους παρείχε όλα όσα χρειάζονταν για να τραφούν και έπειτα κατά την βιομηχανική επανάσταση, διότι η ζωή στην ύπαιθρο έτεινε προς την εξαθλίωση, ενώ το άστυ μπορούσε να τους «προσφέρει» μια αξιοπρεπή ζωή.
Τον ίδιο δρόμο παίρνουν οι άνθρωποι διαχρονικά , για να γλιτώσουν από την μαχαίρα του πολέμου ή επειδή κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους - φυσικά ή μη- τους φέρνουν αντιμέτωπους με αυταρχικά καθεστώτα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξή τους .
Πλέον,  κάποιοι αναγκάζονται να αφήσουν την mater terram τους επειδή η κλιματική αλλαγή και άλλες ανθρωπογενείς φυσικές καταστροφές θέτουν τη ζωή και την αξιοπρεπή διαβίωσή  τους εν αμφιβόλω.
Η ερημοποίηση της Υποσαχάριας Αφρικής, η ευθυγράμμιση των ακτογραμμών και η οικονομική εξάρτηση του πληθυσμού από την γεωργία, που από φυσικά φαινόμενα πλήττεται ανεπανόρθωτα, οδηγεί τους εκεί πληθυσμούς σε μετακινήσεις, είτε εντός της χώρας τους, είτε εκτός αυτής  . Την ίδια μοίρα έχουν και άνθρωποι στη Τυνησία   , στην Αλγερία  και στο Μαρόκο , όπου αντιμετωπίζουν τις αυξημένες ελλείψεις νερού ταυτόχρονα με την αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Στη Νότια Ασία οι πληθυσμοί πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από τις πλημμύρες και την λειψυδρία  και σε άλλες περιοχές του κόσμου φυσικά ανθρωπογενή φαινόμενα καταστρέφουν σπίτια, χωράφια και δουλειές.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, οι καύσωνες και τα λοιπά φαινόμενα θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά και έτσι  κάποιες περιοχές του πλανήτη θα γίνονται μη κατοικήσιμες. Ήδη στο Πακιστάν οι πλημμύρες έχουν σκοτώσει 1.700 ανθρώπους, έχουν καταστρέψει περισσότερες από 2 εκατομμύρια κατοικίες και έχουν οδηγήσει στον εκτοπισμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι δε πλημμύρες έχουν καταστρέψει την εγχώρια αγροτική οικονομία, ωθώντας τον αγροτικό πληθυσμό στην καταστροφή. Οι καταστροφές αυτές έχουν αυξήσει ιδιαίτερα και τις ασθένειες, αφού η διαβίωση στις πληγείσες περιοχές έχει καταστεί απολύτως ανθυγιεινή.  
Μόνο το 2017, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου για την Οικονομία και την Ειρήνη, 18 εκατομμύρια ανθρώπων αναγκάστηκαν για κλιματικούς λόγους να εγκαταλείψουν τους τόπους τους, δηλαδή το 61,5% των παγκόσμιων μετατοπίσεων. Περισσότεροι από τους «κανονικούς» πρόσφυγες, περισσότεροι και από τους οικονομικούς μετανάστες
Το Πακιστάν και οι προαναφερθείσες χώρες είναι μόνο κάποια παραδείγματα περιοχών που η κλιματική αλλαγή απειλεί τις ζωές των κατοίκων τους. Ας αναλογιστούμε τι θα συμβαίνει σε λίγα χρόνια που το κλίμα θα έχει μεταβληθεί κατά πολύ και οι ήδη επικίνδυνες περιοχές θα έχουν γίνει απολύτως μη κατοικήσιμες, ενώ άλλα μέρη στα οποία τώρα κείνται σπίτια και επιχειρήσεις ειρηνικά, θα χτυπηθούν ανεπανόρθωτα από ανθρωπογενή καιρικά φαινόμενα.
Η παγκόσμια τράπεζα προειδοποιεί, στην έκθεση “Groundswell”, ότι μέχρι το 2050, θα έχουν μετακινηθεί περίπου 216 εκατομμύρια ανθρώπων εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, ενώ στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων το προσφυγικό αυτό κύμα θα αποτελείται από περίπου 50 εκατομμύρια ξενιτεμένους . Για να έχουμε ,όμως, 166 εκατομμύρια λιγότερες μετατοπίσεις θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι παγκόσμιοι βιομηχανικοί ρύποι, κάτι που ίσως μείνει μονάχα στην ελπίδα μας και αυτό διότι αυτό δε θα ήταν συμφέρον για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, αφού προϋποθέτει την μείωση της έντασης της παραγωγής και άρα την μείωση του κέρδους τους. Είναι , μάλιστα, πιθανό να μετακινηθούν εντός των εθνικών συνόρων έως και 86 εκατομμύρια ανθρώπων για να σώσουν τη ζωή τους.  
Πως, όμως, προστατεύονται και καλύπτονται αυτοί οι άνθρωποι;
Ονομάζονται πρόσφυγες;
Μπορούν να αιτηθούν άσυλο;
Β. Το Νομικό Πλαίσιο*
Αρχικά, πρέπει να διερευνήσουμε  το τι ορίζεται ως «πρόσφυγας».
Ανά διαστήματα έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί. Τον Ιούλιο του 1951 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη μία Διακυβερνητική Διάσκεψη, με τη συμμετοχή 26 κρατών, μετά από πρωτοβουλία του ΟΗΕ, η οποία κατέληξε με την υπογραφή της Σύμβασης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Η σύμβαση αυτή, που τέθηκε σε ισχύ 3 χρόνια μετά, στο πρώτο άρθρο της δίνει τον ορισμό του πρόσφυγα που ισχύει μέχρι και σήμερα , ελαφρώς παραλλαγμένος.
Σύμφωνα με το Αρ1A§2 , πρόσφυγας είναι κάθε άτομο που συνεπεία γεγονότων που συνέβησαν πριν την 1η Ιανουαρίου του 1951, βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ' αυτήν.  
Αυτός ο ορισμός γεννά μια σειρά ερωτημάτων , που πρέπει να απαντηθούν για να καταστεί σαφές ποιοι τυγχάνουν της προστασίας του:
Αρχικά, Τι συμβαίνει  με όσους αποδήμησαν μετά τη 1η Ιανουαρίου ;
Όσοι αποδήμησαν μετά τη 1η Ιανουαρίου, δεν μπορούν κατά το γράμμα του Άρθρου 1 να τύχουν της προστασίας του πρόσφυγα. Αυτό, δημιούργησε ένα τεράστιο κενό, αφήνοντας άνευ προστασίας έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων από την Αφρική. Έτσι, το 1965 έλαβε χώρα στο Bellagio της Ιταλίας, υπό το ίδρυμα Carnegy, με την υποστήριξη της Ελβετικής κυβέρνησης  και σε συνεργασία με το γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας ΗΕ για τους πρόσφυγες το συνέδριο «νομικές πλευρές των προβλημάτων των προσφύγων», το οποίο ολοκληρώθηκε με τη συγγραφή ενός σχεδίου Πρωτοκόλλου, στο οποίο τονίζονταν η αδήριτη ανάγκη κατάργησης του χρονικού περιορισμού του Άρθρου 1 της Σύμβασης . Το σχέδιο αυτό εξετάστηκε, τροποποιήθηκε, εγκρίθηκε    και ετέθη σε ισχύ ως Πρωτόκολλο το 1967 από όργανα του ΟΗΕ και έτσι ο χρονικός περιορισμός δεν έχει πλέον εφαρμογή  .
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι : Ποιος φόβος θεωρείται δικαιολογημένος ;
Για να μπορέσουμε να πούμε ότι ο φόβος κάποιου που εγκατέλειψε τη χώρα του ήταν δικαιολογημένος και άρα να μπορεί να θεωρηθεί πρόσφυγας πρέπει να τον εξετάσουμε από δύο οπτικές : i. Υποκειμενικά και ii. Αντικειμενικά  .Πιο αναλυτικά :
i.    Κατά Υποκειμενικό τρόπο πρέπει να εξεταστεί αν όντως το πρόσωπο αυτό φοβούνταν. Αν , δηλαδή, με βάση την προσωπικότητα του, την οικογενειακή του κατάσταση και την πιθανή ένταξη του σε κάποια ομάδα ( φυλετική, θρησκευτική, εθνική, κοινωνική, πολιτική)  αυτό το πρόσωπο πίστευε ότι η ζωή του ή η ελευθερία του τίθεται σε κίνδυνο και γι’ αυτό ο φόβος του να επιστρέψει στην χώρα μόνιμης διαμονής του είναι αληθινός.
ii.    Κατά Αντικειμενικό τρόπο πρέπει να εξεταστεί το αν αυτός ο αληθινός και υπαρκτός φόβος του ατόμου είναι δικαιολογημένος. Αν , δηλαδή, δικαίως φοβάται να επιστρέψει στην χώρα του, αφού πέρα από τον φόβο , αληθινός και υπαρκτός είναι και ο κίνδυνος. Έτσι, πρόσωπα που από υπερβολή ή αδικαιολόγητα φοβούνται δεν μπορούν να θεωρηθούν πρόσφυγες.
Το τρίτο και τελευταίο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι :
Τι αποτελεί δίωξη  ;
Η δίωξη είναι μια έννοια η οποία δεν προσδιορίζεται από το διεθνές δίκαιο και έτσι το τι αποτελεί δίωξη εξετάζεται κατά την διακριτική ευχέρεια των κρατών. Η Σύμβαση για την προστασία του πρόσφυγα  δεν δίνει ξεκάθαρο ορισμό , εν τούτοις από το άρθρο 31  μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι με τον όρο δίωξη αναφερόμαστε σε άτομα που η ζωή τους ή η ελευθερία τους απειλείται  .
Ως δίωξη έχουν θεωρηθεί : οι απειλές κατά της ζωής, κατά της σωματικής ακεραιότητας, κατά της ελευθερίας, η λήψη δυσμενών οικονομικών μέτρων κατά του ατόμου ή της ομάδας που ανήκει , δικονομικές παρανομίες σε βάρος του ατόμου ( πχ. Άνευ νόμιμου λόγου συλλήψεις, μέτρα κράτησης, εκτοπίσεις μέσα στη χώρα) και η έκδοση σε χώρα που η ζωή του τίθεται σε κίνδυνο.  
Θα μπορούσαν, λοιπόν , αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες που μετατοπίζονται εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, να υπαχθούν στη προστασία της σύμβασης της προστασίας του πρόσφυγα και να αιτηθούν άσυλο;
Κατ’ αρχάς, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εκτός της χώρας διαμονής τους και δικαιολογημένα φοβούνται να επιστρέψουν σε αυτή, καθώς και υποκειμενικά και αντικειμενικά η ζωή τους και η σωματική τους ακεραιότητα σε αυτά τα εδάφη απειλούνται. Παρά ταύτα δεν υπάρχει , με το παρόν νομικό πλαίσιο, δίωξη και άρα δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας του πρόσφυγα και αυτό διότι αυτή την προσβολή των εννόμων αγαθών τους δεν γίνεται από άνθρωπο ή κράτος αλλά από την ακραία μεταβολή του κλίματος.
Ίσως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε διασταλτικά το γράμμα της διάταξης και να θεωρήσουμε ως δίωξη τις φυσικές αυτές καταστροφές, επειδή είναι ανθρωπογενείς και αυτό αφού δεν αποτελούν απλά ακραία καιρικά φαινόμενα αλλά είναι αποτελέσματα της ανθρώπινης υπέρμετρης επέμβασης στη φύση. Αν ο άνθρωπος, τα κράτη και οι εταιρίες δεν είχαν δημιουργήσει αυτή την περιβαλλοντική κρίση, αυτά τα φαινόμενα δεν θα υπήρχαν και άρα αυτοί οι πληθυσμοί δεν θα απειλούνταν. Ούτως ή άλλως και ο πόλεμος, που δημιουργεί προσφυγικά ρεύματα, απόρροια λανθασμένων ανθρώπινων χειρισμών είναι. Η περιβαλλοντική κρίση και τις ζωές των ανθρώπων απειλεί και οικονομικά εμπόδια τους βάζει, άρα κατά κάποιον τρόπο τους διώκει. Παρόλα αυτά, η νομολογία δεν δέχεται αυτή τη γνώμη και έτσι  η σύμβαση του 51 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που εξετάζουμε.
Υιοθετείται ο όρος κλιματικοί μετανάστες, κάτι το οποίο θεωρούμε λάθος, αφού ο μετανάστης εγκαταλείπει την χώρα του για να βελτιώσει τον τρόπο διαβίωσης του και έχει την επιλογή οποιαδήποτε στιγμή θελήσει να επιστρέψει  . Οι ομάδες που λόγω της κλιματικής κρίσης εγκαταλείπουν την χώρα μόνιμης διαμονής τους, δεν το κάνουν από επιλογή αλλά από ανάγκη και η επιστροφή πίσω στη χώρα τους δεν είναι απλά μια απόφαση αλλά η επιστροφή «στην κόλαση», όπου κάθε τι δικό τους, ακόμα και η ίδια η ζωή τους κινδυνεύει.
Συμπερασματικά, το νομικό κενό που προκύπτει σε συνδυασμό με την διάσταση που πρόκειται να λάβει στο μέλλον το φαινόμενο των κλιματικών μετατοπίσεων , καθιστά αναγκαία την δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, κάτι που τονίστηκε και στην COP26, στη Γλασκόβη το  Δεκέμβρη 2021.
Γ. Ευρωπαϊκή Προσωρινή Προστασία*
1.    ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Οι περιβαλλοντικές καταστροφές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής έχουν ως απόρροια τον βίαιο εκτοπισμό μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Αυτή η κατάσταση διαδραματίζεται κυρίως σε χώρες που έρχονται καθημερινά αντιμέτωπες με τις συνέπειες των επισφαλών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στα εδάφη τους. Λαμβάνοντας υπόψιν την δυσχερή τους θέση, με συνοπτικές διαδικασίες έγινε η απαρχή των συζητήσεων περί αποτελεσματικής προστασίας τους το 2009 στην Βόνη της Γερμανίας. Τότε σημειώθηκε από καταξιωμένους επιστήμονες νομικούς και περιβαλλοντολόγους πως κρίνεται επιτακτική η αναζήτηση νέων εξατομικευμένων μεθόδων καθώς τα τελευταία 25 χρόνια ο πλανήτης έχει περιέλθει σε μια νέα κατάσταση ιδιάζουσας σημασίας αναφορικά με τα περιβαλλοντολογικά ζητήματα.
Ο ομικός χώρος δεν φαίνεται να έμεινε άπρακτος καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ΕΣΔΑ φαίνεται να προσφέρει κάποιο πλαίσιο προστασίας. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με το Α3 ΕΣΔΑ απαγορεύονται τα βασανιστήρια και η εξευτελιστική μεταχείριση. Για αυτόν τον λόγο κανένας δεν μπορεί να επιστρέψει σε τόπο όπου ενδέχεται να συντρέχει κίνδυνος για την ζωή του ή την σωματική του ακεραιότητα. Το άρθρο επομένως προστατεύει τις ομάδες από την πιθανότητα επαναπροώθησης. Αναλύοντας το άρθρο προκύπτει το γεγονός ότι η επαναπροώθηση και η απαγόρευση της έχουν χαρακτήρα απόλυτου δικαιώματος ταυτόχρονα θετικής υποχρέωσης από πλευράς των κρατών- μελών.
Πρέπει λοιπόν να προβούν στην λήψη μέτρων για την τήρηση του παρόντος άρθρου. Περί του πρακτέου απαγορεύεται η μετακίνηση η εγκατάσταση ατόμων σε μέρος που κινδυνεύουν η σωματική τους ακεραιότητα η ζωή τους καθώς και η αξιοπρέπεια τους ή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι θα συμβεί αυτό στο μέλλον. Με μια τελεολογική ερμηνεία της συνθήκης συνάγεται ότι στο επίπεδο προστασίας συμπεριλαμβάνονται και οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες-μετανάστες. Είναι προφανές ότι σε μια περιοχή που έχει διαταραχθεί η κοινωνική ζωή και το περιβάλλον έχει υποστεί καταστροφές ανυπόφορες προς τον πληθυσμό του να μπορεί να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής καθώς αν και το γενεσιουργό γεγονός διαφέρει από τα την συνηθισμένη κατάσταση δεν παύει να έχει καταστροφικές συνέπειες.  
Ωστόσο εμφανίζονται μειονεκτήματα καθώς η ολική τους προστασία σε κάθε περίπτωση δεν καθίσταται δυνατή.Αυτό συμβαίνει διότι το άρθρο 3 χρειάζεται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί, όπως αυτή του μεγέθους της καταστροφής που έχει υποστεί η πληθυσμιακή ομάδα. Επίσης η ΕΣΔΑ μειονεκτεί καθώς η προστασία της είναι για μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που καθιστά την δημιουργία ενός πλαισίου προστασίας των περιβαλλοντικών προσφύγων ακόμη πιο επιτακτικό. Ενδεχομένως η υπαγωγή του κλιματικού παράγοντα στο άρθρο 3 ενδέχεται να παραχθεί νομολογιακά. Έτσι θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί ένα σύστημα που να στηρίζει τον κανόνα της απαγόρευσης της μη επαναπροώθησης για σύντομο και εύλογο χρονικό διάστημα. Αν και ακόμη βρίσκεται σε πρώιμη μορφή υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να τελεσφορήσει. Τέλος ενδέχεται να αποδειχθεί και η ύπαρξη opinio juris στην πρακτική αυτή και ίσως συμβάλλει στην δημιουργία διεθνούς εθιμικού δικαίου.  
2.    ΟΔΗΓΙΑ 2001\55\ΕΕ
Ένα ακόμη πλαίσιο προσωρινής προστασίας αποτελεί η οδηγία 2001\55\ΕΕ .Μέσω αυτής προστατεύονται οι μαζικές εισροές προσώπων για σύντομο χρονικό διάστημα. Μάλιστα κρίνεται από το μέγεθος και τον λόγο της εκτόπισης η δυνατότητα περαιτέρω προστασίας. Αν και στην Οδηγία περιγράφονται με σαφήνεια και λεπτομερώς τα μέτρα, δεν γίνεται κάποια νύξη για τους περιβαλλοντολογικούς πρόσφυγες-μετανάστες. Ωστόσο η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική γεγονός που αφήνει ανοιχτά πεδία διεύρυνσης του γράμματος της ρύθμισης. Αρμόδιο όργανο είναι το Συμβούλιο της ΕΕ με αποφασιστικές αρμοδιότητες. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το συμβούλιο είναι ένα πολιτικό όργανο, η απουσία της πολιτικής συνοχής πολλές φορές έχει αποτελέσει τροχοπέδη στην εφαρμογή της. Αν και όντας οδηγία είναι υποχρεωτικό για το κράτος μέλος να λάβει θετικά μέτρα για την εφαρμογή της, πολλές φορές βλέπουμε ότι αυτό το μείζον ζήτημα βρίσκεται υπό την διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών.
3.    ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Από το 2009 και μετά, προβλέπεται η επανεγκατάσταση σε διαφορετικές χώρες της ΕΕ ένας θεσμός που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού κοινού συστήματος ασύλου παρέχεται αποζημίωση από το Ευρωπαϊκό ταμείο σε κάθε κράτος-μέλος που αναλαμβάνει την επανεγκατάσταση κάθε πρόσφυγα-μετανάστη, όπου είναι φυσικά εφικτή. Η όλη διαδικασία κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, λόγου χάρη, της καταλληλότητας του τόπου, της έντασης της καταστροφής. Δίνεται προτεραιότητα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.  
Δ. Περιφερειακή  Προστασία*  
KAMPALA CONVENTION
Η Αφρική είναι μια ήπειρος με ιδιαίτερες ανάγκες, κυρίως λόγω γεωγραφίας αλλά κατεξοχήν εξαιτίας της πολιτικής της ιστορίας. Η αποικιοκρατία και η χρόνια καταδυνάστευση της από χώρες του Δυτικού κόσμου δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα αφύπνισης της κοινωνίας που είχε ως απότοκο την καθιέρωση διαφορών προστατευτικών πλαισίων που ανταποκρίνονταν στις τοπικές ανάγκες.  
Η Σύμβαση της Kampala υιοθετήθηκε το 2009 από την Αφρικανική Ένωση και στην πορεία προσχώρησαν και άλλα κράτη της Αφρικανικής ηπείρου. Σήμερα έχει 30 συμβαλλόμενα μέρη από τα 50 κράτη-μέλη της. Η συγκεκριμένη Σύμβαση αποτελεί νομική πρωτοτυπία καθώς περιλαμβάνεται και ο κλιματικός παράγοντας σχετικά με τις βίαιες εκτοπίσεις. Τα κράτη μέλη της Αφρικανικής Ένωσης είναι υποχρεωμένα να προβούν σε θέσπιση νομοθεσίας προστασίας πληθυσμών που κινδυνεύουν από τέτοιες καταστάσεις. Μια ακόμη ρηξικέλευθη ρύθμισή της αποτελεί η δυνατότητα προσέλκυσης ανθρωπιστικών οργανώσεων με σκοπό την ανάληψη δράσης. Τόσο η εξεύρεση πόρων όσο και η μελέτη νομικών μηχανισμών περιλαμβάνονται στις δράσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Η δομή του μηχανισμού δράσης της Σύμβασης κινείται στα εξής πλαίσια.1.πρόληψη των κλιματικών καταστροφών, β. Επικοινωνία και συνεργασία για την ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας με βάση τις γεωγραφικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες του τόπου και γ. με την παροχή ανθρωπιστικής ενημέρωσης. Ο ίσως σημαντικότερος στόχος της Σύμβασης είναι η προώθησης μιας διεθνούς γραφειοκρατίας και συλλογής δεδομένων που θα είναι σε θέση να εξορθολογούν το σύστημα προστασίας. Κάποιες από τις θετικές ενέργειες είναι η από πριν διαμόρφωση χώρων φιλοξενίας σε τόπους που πλήττονται από καταστροφές. Συνοψίζοντας η Σύμβαση της Kampala αποτελεί πρότυπο νομικών μηχανισμών καθώς εδράζεται στις ιδιόμορφες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Αφρική  
Ε. Soft Law*
Οι soft Law ρυθμίσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο στο διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για μη δεσμευτικά κείμενα και επικουρική πηγή opinio juris. Συνήθως είναι ένα προ-στάδιο για την δημιουργία διεθνών συνθηκών όπως επίσης συμβάλλει στην έναρξη πρακτικής, που ενδέχεται να εξελιχθεί σε διεθνές έθιμο.  
Σ’ αυτού του είδους τις ρυθμίσεις περιλαμβάνονται αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ καθώς και απόψεις ορισμένων διακεκριμένων διεθνολόγων. Πολλοί χαρακτηρίζουν το soft law ένα περίπλοκο μέσο αφού αγγίζει τα όρια της δεσμευτικότητας σχετικά με το περιεχόμενο του χωρίς να περιέχει δεσμευτικούς όρους ή ενιαία πρακτική.
SOFT LAW ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
1. Αρχές για την εσωτερική μετακίνηση-εκτόπιση (Principles on internal displacement)
Διατυπώθηκαν το 1998 με σκοπό να καλύψουν πιθανά κενά στο διεθνές δίκαιο αναφορικά με την καθοδήγηση της διεθνούς κοινότητας και των κυβερνήσεων σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών. Εφαρμόζονται αναλογικά και στο μεταναστευτικό δίκαιο σε περιπτώσεις βίαιης εκτόπισης. Βρίσκουν εφαρμογής σε καταστροφές μεγάλης κλίμακας.
2. Η Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους Πρόσφυγες και Μετανάστες (The Νew York declaration for refugees and Migrants) (2016)
Αποτελεί ρύθμιση ομπρέλα και κάνει παραπομπές σε άλλα νομικά κείμενα. Είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς αναβαθμίζει το επίπεδό προστασίας και λαμβάνεται έμπρακτη καταλυτική δράση. Υιοθετήθηκε από την ΓΣ του ΟΗΕ και αναγνωρίζει ξεκάθαρα την σημασία που έχει η κλιματική αλλαγή ως απόρροια των μεταναστευτικών ρευμάτων.
SOFT LAW-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Ένα καίριο ερώτημα που απασχολεί τόσο την κοινότητα του διεθνούς δικαίου αλλά και τα αρμόδια θεσμικά όργανα είναι κατά πόσο είναι αποτελεσματικές οι ρυθμίσεις soft law.
Οι θιασώτες του soft law υποστηρίζουν πως η φύση του soft law διευκολύνει την θέση που βρίσκεται το διεθνές νομικό σύστημα προστασίας των προσφύγων. Δηλαδή επειδή ακριβώς η κλιματική αλλαγή και ο αντίκτυπος που έχει είναι ένα δυναμικό και νεοσύστατο  διεθνές φαινόμενο η δικαιική του αντιμετώπιση βρίσκεται υπό διαμόρφωση όσον αφορά τις ρυθμίσεις για πληθυσμούς που μετακινούνται λόγω κλιματικής αλλαγής. Άρα κρίνεται αποτελεσματικότερη η υιοθέτηση διαρκώς εναλλασσόμενων αλλά μη δεσμευτικών μέτρων αντί ενός πρώιμου νομικά δεσμευτικού κειμένου το οποίο θα έχει ανάγκη συνεχούς αναθεώρησης.
Ένα αρκετά σοβαρό επιχείρημα είναι το ότι μέσο του soft law επιτυγχάνεται η πολιτική συναίνεση. Η διαμόρφωση soft law μέσω μιας διαδικασίας ανοιχτού διαλόγου αποτελεί ένα προ-στάδιο διεθνούς συμβάσης. Εξάλλου, η ρύθμιση που έχει προέλθει από μια δημοκρατική διαδικασία ανταλλαγής οπτικών, όπου τα κράτη διατηρούν την πολιτική τους άποψη είναι αποδεδειγμένο πως έχει μεγαλύτερη ευελιξία σε αντίθεση με μία ουδέτερη πολιτικά συνθήκη απαλλαγμένη από τις κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική ταυτότητα του εκάστοτε κράτους.  
ΣΤ. Η νομολογία*
Η νομολογία επί του θέματος είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς όπως εκτέθηκε και παραπάνω ουσιαστική νομοθέτηση προς το παρόν δεν υφίσταται ώστε να αποτελέσει βάση διεκδίκησης δικαιωμάτων. Θα εξετάσουμε τη μοναδική ουσιαστικά περίπτωση αίτησης ασύλου στη βάση της κλιματικής αλλαγής. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι κατά κύριο λόγο η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η ξηρασία. Η συνήθης πρακτική για τα άτομα που πλήττονται από τέτοια φαινόμενα είναι η μετακίνηση προς άλλες περιοχές της χώρας τους που κινδυνεύουν λιγότερο, όπως για παράδειγμα μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα ή προς περιοχές μακριά από τα παράλια, όταν το πρόβλημα είναι η αυξανόμενη στάθμη των υδάτων .
Μετακινήσεις στο εσωτερικό κρατών  
Πολλοί άνθρωποι μετακινούνται προς άλλες χώρες, ωστόσο, όπως αναφέραμε προηγουμένως, προς το παρόν δεν αναγνωρίζονται και δεν προστατεύονται ως πρόσφυγες. Επιπλέον, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πλήττουν σε μεγαλύτερο βαθμό αναπτυσσόμενες χώρες αφενός λόγω της ραγδαίας βιομηχανοποίησής τους και αφετέρου διότι οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών είναι λιγότερο προετοιμασμένες να προστατευτούν και να προλάβουν τις κλιματικές καταστροφές. Αυτό το υπόβαθρο των θυμάτων των καταστροφών έχει ως συνέπεια να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη σπανιότερα.
Η πρώτη περίπτωση αίτησης ασύλου από άτομο με επίκληση της κλιματικής αλλαγής αφορά τον Ioane Teitiota. Ο κάτοικος του Κιριμπάτι κατέθεσε αίτηση ασύλου στην Νέα Ζηλανδία για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Το Κιριμπάτι είναι κράτος στον Ειρηνικό Ωκεανό που αποτελείται από μικρά νησιά εκ των οποίων μάλιστα δύο έχουν ήδη εξαφανιστεί εξαιτίας της ανόδου της στάθμης των υδάτων. Ο λόγος της αίτησης, σύμφωνα με τον Teitiota, ήταν η ανάγκη να εγκαταλείψει τη χώρα με την οικογένειά του καθώς η κλιματική αλλαγή είχε καταστήσει αδύνατη την παραμονή τους εκεί και η ζωή τους απειλούνταν. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας είχε ως παρεπόμενες συνέπειες, πέρα από τις πλημμύρες, τη  διάβρωση της γης με συνέπεια τη στεγαστική κρίση, τη μόλυνση των υδάτων (ανάμειξη γλυκού νερού με θαλασσινό) και άρα την έλλειψη νερού για κατανάλωση και για χρήση στις καλλιέργειες. Τέλος, παρατηρούνταν διαμάχες μεταξύ των κατοίκων όσο οι κατοικήσιμες εκτάσεις συρρικνώνονταν και ο πληθυσμός αυξανόταν.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Αρχικά, επιλήφθηκε της υπόθεσης το Δικαστήριο Μετανάστευσης και Προστασίας της Νέας Ζηλανδίας , το οποίο εξέδωσε αρνητική απόφαση. Στη συνέχεια το Ανώτερο Δικαστήριο (High Court) , το Εφετείο  και το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court)  απέρριψαν τις προσφυγές του Teitiota. Η αιτιολογία ήταν κοινή. Σύμφωνα με τον Μεταναστευτικό Νόμο της Νέας Ζηλανδίας  για να αναγνωριστεί κάποιος ως πρόσφυγας ή προστατευόμενο πρόσωπο πρέπει να πληροί τα κριτήρια είτε της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των Προσφύγων του 1951  (για αναγνώριση ως πρόσφυγα), είτε της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης του 1984  (για αναγνώριση ως προστατευόμενου προσώπου), είτε του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα του 1966  (για αναγνώριση ως προστατευόμενου προσώπου).
Όσον αφορά στη Σύμβαση για το καθεστώς των προσφύγων, κρίθηκε από τα Δικαστήρια όλων των βαθμών πως το συγκεκριμένο άτομο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στον νομικό ορισμό του πρόσφυγα, καθώς έλειπε το στοιχείο του κινδύνου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα προέλευσης. Ακόμα και αν δεχτούμε την διασταλτική ερμηνεία του όρου «δίωξη», είδαμε πως επιπλέον πρέπει αυτή να οφείλεται σε ορισμένο χαρακτηριστικό του διωκόμενου όπως η θρησκεία ή η φυλή. Ούτε αναλογική εφαρμογή των ρυθμίσεων για τους πρόσφυγες χωρεί καθώς οι περιπτώσεις έχουν πολλές ουσιαστικές διαφορές. Παράλληλα, παρόλο που υπάρχουν διαμάχες σχετικά με την ιδιοκτησία γης, ο αιτών δεν εμπλεκόταν σε κάποια διένεξη ούτε υπήρχε ένδειξη ότι θα εμπλακεί και θα απειληθεί η σωματική του ακεραιότητα. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι κινδυνεύει η ζωή του. Μπορούσε να εμπίπτει στον κοινωνιολογικό ορισμό του πρόσφυγα λοιπόν αλλά δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νομικού ορισμού.
Σχετικά με την Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων δεν προβλήθηκε κάποιος ισχυρισμός από την πλευρά του αιτούντος.
Τέλος, όσον αφορά το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ο Teitiota υποστήριξε πως η κατάσταση που επικρατεί στο Κιριμπάτι απειλούσε το δικαίωμα του στην ζωή, το οποίο προστατεύεται από το Σύμφωνο στο άρθρο 6(1) . Όπως προκύπτει όμως, το δικαίωμα αυτό προφυλάσσει τα άτομα από την αυθαίρετη στέρηση της ζωής, όχι τον κίνδυνο για την ζωή από οποιαδήποτε αιτία και κρίθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο κίνδυνος δεν προερχόταν από την εθνική νομοθεσία για να πληρωθεί αυτό το κριτήριο. Η δυσκολία καλλιέργειας της γης λόγω της έλλειψης γλυκού νερού δεν θεωρήθηκε επαρκές τεκμήριο παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή, καθώς η καλλιέργεια είναι δύσκολη, όχι αδύνατη. Σε σύνδεση με αυτό, το πόσιμο νερό έχει μολυνθεί σε μεγάλο βαθμό από θαλασσινό καθιστώντας την κατάποσή του επικίνδυνη για την υγεία, όμως η κυβέρνηση του Κιριμπάτι κατανέμει με μία διαδικασία παρόμοια με συσσίτιο καθαρό νερό σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επομένως, υπήρχε έλλειψη όχι όμως παντελής αδυναμία εξεύρεσης νερού κατάλληλου για κατανάλωση και καλλιέργεια. Ακόμα, όπως φαίνεται, οι διενέξεις σχετικά με την γη ήταν σποραδικές και δεν υπήρχε γενικευμένη κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ των κατοίκων του Κιριμπάτι. Ούτε το επιχείρημα της δυσκολίας εξεύρεσης στέγης λόγω της διάβρωσης του εδάφους κρίθηκε τεκμηριωμένο. Τονίστηκε επίσης ότι η κατάσταση του αιτούντος δεν ήταν δυσμενέστερη από αυτή των υπόλοιπων κατοίκων του Κιριμπάτι. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη του Συμφώνου έχουν υποχρέωση να δρουν θετικά για την προστασία του δικαιώματος στη ζωή και από τα μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι ήταν φανερό πως δεν υπήρξε παράλειψη όσον αφορά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Η κυβέρνηση πέρα από την διανομή καθαρού νερού επιπλέον είχε κατασκευάσει σε πολλά σημεία της ακτογραμμής τείχη προστασίας από το νερό. Τα τείχη εμποδίζουν το θαλασσινό νερό και ιδιαίτερα τα εξαιρετικά ψηλά κύματα που προκαλούν πολλά προβλήματα.  Επομένως ούτε εδώ μπορούσε να στηριχθεί κάποιος ισχυρισμός από τον αιτούντα για παραβίαση του δικαιώματός του.  Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η επίκληση αυτού του δικαιώματος είναι αδύνατη είναι ότι ο κίνδυνος για την παραβίασή του πρέπει να είναι παρών ή επικείμενος, ενώ στην προκειμένη κατάσταση θεωρήθηκε ότι ο κίνδυνος για την ζωή ήταν απλά υποθετικός, καθώς δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να υποδεικνύουν το αντίθετο. Με άλλα λόγια δεν υπήρξαν αποδείξεις για να στηρίξουν τον ισχυρισμό για άμεσο κίνδυνο αυθαίρετης στέρησης της ζωής του Teitiota και της οικογένειάς του. Ούτε αποδείχθηκε από τις περιστάσεις ότι η απέλαση του αιτούντος θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 7 , το οποίο προστατεύει τα άτομα από απάνθρωπη μεταχείριση, αν και ο αιτών υποστήριξε πως η απέλασή του σε μία χώρα όπου διατρέχει κίνδυνο συνιστούσε στην πραγματικότητα απάνθρωπη μεταχείριση.
Συμπερασματικά, στον αιτούντα δεν μπορούσε να απονεμηθεί ούτε καθεστώς προστατευόμενου προσώπου σύμφωνα με τον μεταναστευτικό νόμο της Νέας Ζηλανδίας ούτε του πρόσφυγα. Πάντως, όπως τονίστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι διαπιστώσεις αφορούσαν στη συγκεκριμένη κατάσταση και δεν απέκλειαν την πιθανότητα στο μέλλον να υπάρξει νομολογία κατά την οποία να απονέμεται άσυλο με αιτία την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αφού άλλωστε δεν υπάρχει τεκμήριο μη εφαρμογής σε αυτές τις περιπτώσεις, τα περιστατικά κάθε υπόθεσης πρέπει να κρίνονται ξεχωριστά. Τονίστηκε επίσης και από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η απόφασή του δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως απαγόρευση για τη μελλοντική επέκταση της νομολογίας και των διεθνών συνθηκών και για τέτοιες περιπτώσεις, σε υποθέσεις πιο πρόσφορες προς αυτόν τον σκοπό.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
 Στη συνέχεια ο Teitiota προσέφυγε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά της Νέας Ζηλανδίας  καθώς θεώρησε ότι η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας έδρασε αντίθετα προς το άρθρο 6(1) του διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα απελαύνοντάς τον . Για να αναγνωριστεί παραβίαση δικαιώματος που θεμελιώνεται στο Σύμφωνο ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι μία πράξη ή παράλειψη κράτους μέλους έχει ήδη επηρεάσει την απόλαυση αυτού του δικαιώματος ή ότι αυτό επίκειται να συμβεί. Η Επιτροπή εξέτασε εκ νέου τους ισχυρισμούς του αιτούντος και όσα αποδεικτικά στοιχεία αυτός υπέβαλε προς εξέταση καθώς και την αιτιολογία των Νεοζηλανδικών δικαστηρίων. Στο διάστημα από την απέλαση ως την εξέταση από την Επιτροπή της υπόθεσης μάλιστα, λόγω της ποιότητας του νερού, ένα από τα παιδιά του αιτούντος υπέστη σοβαρή βλάβη της υγείας του, κατάσταση που λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή χωρίς όμως να αλλάξει την γνώμη της. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα δικαστήρια της Νέας Ζηλανδίας παρείχαν στον αιτούντα μια εξατομικευμένη αξιολόγηση όσον αφορά στην ανάγκη του για προστασία και έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία που αυτός υπέβαλε. Επιπλέον, αποφάσισε ότι δεν φαινόταν να υπάρχει στη διαδικασία που ακολουθήθηκε αυθαιρεσία, σφάλμα ή άρνηση απονομής δικαιοσύνης λόγω της αλλοδαπής καταγωγής του αιτούντος. Ούτε και παραβιάστηκε από τα δικαστήρια η υποχρέωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Παράλληλα, θεώρησε ότι ο αιτών δεν παρείχε πληροφορίες που να υποδεικνύουν πως η ζωή του υπόκειται σε πραγματικό κίνδυνο που θα οδηγούσε σε ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω της επιστροφής του στο Κιριμπάτι, επομένως η απόφαση και πάλι δεν ήταν ευνοϊκή για τον Teitiota.
Παρά την αρνητική για τον προσφεύγοντα απόφαση, η υπόθεση αυτή και η δημοσιότητα που έλαβε, την έχουν καταστήσει κομβικό σημείο για το δίκαιο προστασίας των κλιματικών προσφύγων.  Αυτό συμπεραίνεται από την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή, ότι δηλαδή πράγματι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μπορεί να εκθέσουν άτομα σε παραβίαση των δικαιωμάτων που προστατεύονται στα άρθρα 6 και 7 του Συμφώνου . Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι φαίνεται να επεκτείνεται η υποχρέωση μη επαναπροώθησης των κρατών υποδοχής και στα άτομα που εκτοπίζονται λόγω της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, θεωρείται πλέον πως πιθανόν κινδυνεύει η ζωή αυτών των ατόμων στην χώρα τους που πλήττεται από την κλιματική αλλαγή. Πάντως, σε κάθε περίπτωση θα κρίνεται ατομικά το αν υπάρχει πράγματι κίνδυνος για τη ζωή. Στην περίπτωση του Teitiota, ειδικά λόγω της λήψης αρκετών μέτρων από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι, κρίθηκε ότι δεν πληρείται το κριτήριο αυτό.
Μειοψηφούσες Γνώμες μελών της Επιτροπής:
1.    Σύμφωνα με την πρώτη διιστάμενη άποψη, ο αιτών παρουσίασε γεγονότα που υποδείκνυαν ότι υπήρχε παραβίαση του δικαιώματός του στην ζωή. Το συγκεκριμένο μέλος της Επιτροπής υποστήριξε ότι καταρχάς εναποτέθηκε  παράλογο βάρος απόδειξης στον Teitiota και πως θα έπρεπε να επαρκεί η κατάσταση στο Κιριμπάτι και οι συνθήκες ζωής του για να θεμελιωθεί κίνδυνος πραγματικός, προσωπικός και άμεσος. Άλλωστε τα πραγματικά γεγονότα που υπέβαλε προς εξέταση ο αιτών δεν αμφισβητήθηκαν και επιπλέον μετά την απέλαση του ίδιου και της οικογενείας του ένα από τα παιδιά του αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας λόγω της κακής ποιότητας του νερού, γεγονός που εξετάστηκε από την Επιτροπή χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, αν και ο κίνδυνος πρέπει να είναι προσωπικός και όχι γενικευμένος σε όλο τον πληθυσμό δεν μπορεί αυτό να υπερβαίνει κάποια όρια, δηλαδή να αγνοείται μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση απλά επειδή από αυτή κινδυνεύει συνολικά μία ομάδα ατόμων. Όταν μιλάμε για το δικαίωμα στην ζωή εννοούμε μία ζωή με αξιοπρέπεια κατά την οποία δεν κινδυνεύει το άτομο από πρόωρο ή αφύσικο θάνατο. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι η σημαντική έλλειψη καθαρού νερού δεν χρειάζεται να γίνει παντελής έλλειψη για να αναγνωριστεί ο κίνδυνος. Ούτε και χρειάζεται οι θάνατοι να φτάσουν υψηλό αριθμό και συχνότητα για να θεωρηθεί υπαρκτός, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με τον σκοπό του άρθρου, δηλαδή την προστασία της ζωής. Τέλος, αν και λαμβάνονται μέτρα από την κυβέρνηση του Κιριμπάτι, όπως φαίνεται δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση επομένως πράγματι οι κάτοικοι της χώρας βρίσκονται σε κίνδυνο ως προς την ζωή και την αξιοπρέπειά τους.
2.    Σύμφωνα με την δεύτερη διιστάμενη γνώμη, το κύριο πρόβλημα αφορούσε την έλλειψη πόσιμου και ασφαλούς για την υγεία νερού. Ειδικότερα, το μέλος της Επιτροπής θεώρησε ότι η αξιολόγηση των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τον αιτούντα υπέπεσε στην κατηγορία είτε της αυθαίρετης, είτε της προδήλως εσφαλμένης απονομής, είτε της άρνησης της δικαιοσύνης, καθώς ενώ έγιναν αποδεκτά από τα δικαστήρια και λήφθηκε υπόψη και η έκθεση της ειδικής εισηγήτριας για το ανθρώπινο δικαίωμα στο ασφαλές πόσιμο νερό και την υγιεινή διαβίωση αυτό δεν αντικατοπτρίστηκε στην απόφαση και η Νέα Ζηλανδία υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την έλλειψη ασφαλούς πόσιμου νερού. Για αυτούς τους λόγους το μέλος της Επιτροπής θεώρησε ότι η ύπαρξη αυτής της συνθήκης θα έπρεπε να αποδειχθεί από την Νέα Ζηλανδία, όχι από τον αιτούντα, ώστε να ικανοποιηθεί η θετική υποχρέωσή της να προστατεύσει την ζωή του από φυσικές καταστροφές. Δηλαδή αντί να κληθεί ο Teitiota να αποδείξει τον κίνδυνο θα έπρεπε η Νέα Ζηλανδία να αποδείξει την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει απασχοληθεί ακόμα με υποθέσεις σχετικές με την κλιματική αλλαγή, όπως αυτή του Teitiota. Είναι πιθανή η υιοθέτηση μίας κοινής με την Επιτροπή άποψης και η μελλοντική υποχρέωση μη επαναπροώθησης ατόμων λόγω απειλητικών για την ζωή συνθηκών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, με βάση τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου . Αντίθετα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται πιο πιθανό να εξαιρέσει τους εκτοπισμένους λόγω κλιματικής αλλαγής από το πεδίο προστασίας του. Πάντως, θα μπορούσε και να λάβει υπόψη τέτοιες περιπτώσεις στο πλαίσιο των άρθρων 2 και 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Το διακυβερνητικό πάνελ για την κλιματική αλλαγή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών έχει προειδοποιήσει ότι το Κιριμπάτι είναι ένα από τα έξι νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού που απειλούνται περισσότερο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Θα μπορούσε να γίνει μη κατοικήσιμο μέχρι το 2050.
Ζ. Συμπέρασμα*
Oι οικολογικές καταστροφές ανέκαθεν υπήρχαν στην ιστορία. Οι λεγόμενες θεομηνίες επηρέαζαν την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων από τους αρχαίους χρόνους. Ωστόσο στην σημερινή εποχή τα παραπάνω φαινόμενα έχουν πάρει ακραία έκταση και ένταση λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ο Οργανισμός για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη (Environmental Justice Foundation) έχει προειδοποιήσει ότι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να εκτοπιστούν λόγω της κλιματικής αλλαγής μέσα στην επόμενη δεκαετία και το 2018 η Παγκόσμια Τράπεζα επεσήμανε πως η κλιματική αλλαγή θα εξαναγκάσει πάνω από 140 εκατομμύρια να αφήσουν τα σπίτια τους στην νότια Ασία, την υποσαχάρια Αφρική και την Λατινική Αμερική μέχρι το 2050. Τα επακόλουθα της άρχισαν να φαίνονται την τελευταία εικοσαετία όποτε επόμενο είναι να μην υπάρχει ακόμα ένα ώριμο νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης των κρίσεων. Δυστυχώς η παρούσα νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και ολικά στις ανάγκες των πληθυσμών. Και όσον αφορά στην θεωρία, η διχογνωμία μεταξύ των  νομικών είναι έντονη. Από την άλλη, τα κράτη δεν είναι έτοιμα να αποδεχτούν την σοβαρότητα του φαινομένου. Ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πρόοδο σε θεσμικό επίπεδο, υπήρξε μερική αναγνώριση της κρίσης και ενδεχομένως θα μπορούσε να παρασχεθεί προστασία. Δυστυχώς και αυτή φαίνεται να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η διεθνής κοινότητα ευελπιστεί ότι στο άμεσο μέλλον θα έχουμε ένα ώριμο νομικό πλαίσιο όπου θα προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και ενδεχομένως η απονομή του καθεστώτος του πρόσφυγα στους πληγέντες.

Digesta OnLine 2023

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΡΡΑΞΕΙΣ: ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΛΙΒΥΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΕΜΕΝΗΣ

Ανδρεάς Γεωργαντής, Παναγιώτης Ρισκάκης, Ευγαγγελία Τουλουπάκη - Φραγκοπούλου, Ελισάβετ Φουρκιώτη

Επιμέλεια: Κ. Αντωνόπουλος. Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΔΠΘ

 Για να διαβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η χρήση βίας φαίνεται να είναι σχεδόν σύμφυτη με την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Ιδίως σε επίπεδο κρατών, αναδεικνύονται σταδιακά οι πρώτες προσπάθειες περιορισμού της ένοπλης βίας, από την θεωρία του «δικαίου - αδίκου πολέμου» (bellum iustum – bellum injustum), έως και την απαγόρευση της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας στις σχέσεις μεταξύ των κρατών – μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Η προσέγγιση του Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών επικεντρώνεται στο ότι η χρήση βίας σε διεθνές επίπεδο απαγορεύεται, ωστόσο, γίνονται δεκτές εξαιρέσεις στον κανόνα, οι οποίες είναι η μονομερής προσφυγή σε ένοπλη βία σε άσκηση του δικαιώματος ατομικής ή συλλογικής άμυνας (Άρθρο 51 Χάρτη ΟΗΕ) και η χρήση βίας με βάση το Κεφάλαιο VII του Χάρτη, κατ’ εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας (Άρθρο 42 Χάρτη ΟΗΕ). Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει τις περιπτώσεις των στρατιωτικών επεμβάσεων σε εμφύλιες συρράξεις, συγκεκριμένα  στις χώρες της Συρίας, της Λιβύης και της Υεμένης, με σκοπό να αναδείξει τα ζητήματα διεθνούς δικαίου που αναδύθηκαν σε κάθε μία από αυτές και να καταλήξει σε μία συνολική αποτίμηση των επεμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα: Όταν είναι εμφανής η κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομιμοποιούνται τα Κράτη να επέμβουν αποτελεσματικά, ή οι κανόνες της μη χρήσης βίας και μη επέμβασης στις υποθέσεις ενός άλλου κράτους θα υπερκεράσουν την επιθυμία προστασίας;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΡΡΑΞΕΙΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

Η ένοπλη σύρραξη στη Συρία κατέστη ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και πολυσυζητημένα θέματα την τελευταία δεκαετία, με την παγκόσμια κοινότητα να παρακολουθεί διαρκώς τις εξελίξεις. Αν έπρεπε συμβατικά να τεθεί χρονικά η αρχή του ζητήματος, αυτή θα ήταν τον Μάρτιο του 2011. Οι ειρηνικές διαμαρτυρίες εναντίον του προέδρου της χώρας Bashar al-Assad εξελίχθηκαν στη σύλληψη και βασανισμό 15 ανήλικων αγοριών , εξαιτίας των συνθημάτων που έγραψαν σε τοίχους, υποστηρίζοντας την Αραβική Άνοιξη. Ένα από τα αγόρια, μάλιστα, κατέληξε από τα βασανιστήρια της αστυνομίας. Σε όλες τις επόμενες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, οι δυνάμεις ασφαλείας της Συριακής κυβέρνησης συνέχισαν να χρησιμοποιούν θανατηφόρα βία εναντίον των πολιτών. Στην αρχή για να αμυνθούν, έπειτα για να αντεπιτεθούν, οι διαδηλωτές ξεκίνησαν να προμηθεύονται όπλα. Τα γεγονότα αυτά σημαδεύουν και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία.

Αποσαφήνιση κυρίων όρων
Αραβική Άνοιξη

Το πλαίσιο των γεγονότων, τόσο στη Συρία, αλλά και γενικότερα στη Μέση Ανατολή είναι η Αραβική Άνοιξη. Αν και είναι δύσκολο να αποσαφηνισθεί η έννοια της Αραβικής Άνοιξης (Arab Spring) σε ένα σύντομο ορισμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το επαναστατικό κίνημα σε πολλές Αραβικές χώρες με αίτημα τη δημοκρατία. Η Τυνησία, το Μαρόκο, η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Μπαχρέιν και φυσικά η Σύρια είναι οι κυριότερες χώρες όπου εκδηλώθηκε το κίνημα, το οποίο ξεκίνησε από το 2010. Το όνομα άνοιξη (Spring) δίνεται γενικότερα σε κινήματα εκδημοκρατισμού  και μοιάζει μάλλον συμπτωματικό το ότι στη Συρία ξεκίνησε την άνοιξη του 2011. Παραμένει ακόμα το ερώτημα πώς το κίνημα δραστηριοποιήθηκε ταυτόχρονα σε όλες αυτές τις αραβικές χώρες και έχει υποστηριχθεί έντονα, κυρίως λόγω της φανερής στήριξης των ΗΠΑ σε αυτά, ότι το κίνημα προωθήθηκε από τη CIA, χωρίς κάτι τέτοιο προς το παρόν να έχει επιβεβαιωθεί ή διαψευστεί. Μετά την αποτυχία όλων των κινημάτων και χωρίς πλέον κανένα από αυτά να είναι ενεργό, κυρίως από την αλλαγή της δεκαετίας κι έπειτα, πολλοί συγγραφείς και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης του Δυτικού κόσμου έχουν χαρακτηρίσει την σημερινή εποχή ως Αραβικό Χειμώνα (Arab Winter) ως αντιδιαστολή προς την Αραβική Άνοιξη.

ISIL- ISIS

Το Ισλαμικό κράτος - ISIS  (The Islamic State of Iraq and al-Sham) ή όπως αναφέρθηκε σε αυτό ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama ISIL (The Islamic State of Iraq and the Levant) αποτελεί μια ισλαμική Σουνιτική ομάδα με βίαιη ιδεολογία και πρακτική, αυτοαποκαλούμενο το «Χαλιφάτο» και αυτό-ανακηρυσσόμενο ως θρησκευτική αρχή όλων των μουσουλμάνων. Από την αρχή της ύπαρξης του, ο δυτικός κόσμος χαρακτήρισε τον ISIS ως τρομοκρατική οργάνωση, ακόμα και πριν τις πρώτες του ενέργειες. Ο χαρακτηρισμός επιβεβαιώθηκε από τα πραγματικά περιστατικά με τον ISIS να προβαίνει σε μια σειρά από εξαιρετικά βίαιες ενέργειες, όπως εκτελέσεις ανθρώπων σε ζωντανή μετάδοση. Το «Χαλιφάτο» κατέρρευσε, αλλά οι πράξεις του παραμένουν χαραγμένες στις συνειδήσεις όλων των ανθρώπων.
Η ύπαρξη του ISIS ξεκινά από την απόσπασή του από την al-Qaeda το 2000, ενώ έγινε ιδιαίτερα γνωστό το 2014 μετά τις πολεμικές του νίκες στο Ιράκ, οπότε και αυτοανακηρύχθηκε σε «Χαλιφάτο». Η ακμή του ήταν το 2016 οπότε και ήλεγχε 78.000 τετ. χιλιόμετρα σε Συρία και Ιράκ με εκτιμήσεις να δείχνουν ότι εκεί κατοικούσαν 2.800.000 έως 5.300.000 άτομα. Ως πρωτεύουσά του ανακήρυξε την αλ Ράκα της Συρίας, θέσπισε διοικητικό σύστημα και σε όλη την επικράτεια του επέβαλε τον ιερό ισλαμικό νόμο («σαρία»). Ο πληθυσμός που κατοικούσε στην περιοχή ήταν κατά κύριο λόγο σουνίτες, όπως και ο ISIS. Όσοι αντιτάχθηκαν στην ιδεολογία του κράτους δολοφονούνταν, συχνά με τελετουργικό τρόπο.
Το Ισλαμικό Κράτος είχε την ιδιαιτερότητα ότι ήταν η μόνη τρομοκρατική οργάνωση της νεότερης ιστορίας με εδαφική υπόσταση. Ωστόσο, ζήτημα προκύπτει ως προς το χαρακτηρισμό αυτού ως κράτος. Αν και, πιθανώς, κατείχε τα τέσσερα στοιχεία που απαιτούνται για την ύπαρξη κράτους (λαός, έδαφος, κυβέρνηση και ανεξαρτησία) κανένα κράτος δεν προέβη στην αναγνώριση του ως τέτοιο. Μάλιστα, ήδη από το 2015 το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να «εξαφανίσει» το ασφαλές καταφύγιο που είχε δημιουργήσει σε Ιράκ και Σύρια. Η διεθνής κοινότητα ήταν αποφασισμένη να εμποδίσει το Ισλαμικό Κράτος από το να γίνει κράτος.

Κύριες εμπλεκόμενες δυνάμεις

Μια ξεχωριστή εισαγωγική αναφορά για τις εμπλεκόμενες δυνάμεις αξίζει να γίνει για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων. Αρχικά, σημαντικότερες εμπλεκόμενες δυνάμεις είναι, φυσικά, οι δυνάμεις του συριακού κράτους κι οι ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης. Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου είχε η Ρωσία τόσο στην αρχή όσο και στην συνέχεια αυτού, βοηθώντας τον Assad να επικρατήσει έναντι του επαναστατικού στρατού, αλλά και στη σύναψη συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός. Στην αντίθετη πλευρά, η Τουρκία, η οποία αν και τάχθηκε με τον (ηττημένο) επαναστατικό στρατό κατάφερε να αποκομίσει τα ιδιαίτερα οφέλη τα οποία στόχευε: προστάτευσε τα εδάφη της τόσο από την σύρραξη που μαινόταν στη Σύρια, αλλά και αντιμετώπισε τη μόνιμη απειλή για εκείνη, τους Κούρδους. Ο κύριος λόγος για τον οποίο η Τουρκία πρέπει να θεωρηθεί ένα από τα κύρια εμπλεκόμενα μέλη είναι από τη μια η συνεισφορά της με τη σύναψη συμφωνίας με τη Ρωσία για τον τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά κυρίως για την εμπλοκή που έχει στο προσφυγικό ζήτημα, αφού λόγω της γεωγραφικής θέσης της υποδέχτηκε ένα μεγάλο αριθμό Σύριων προσφύγων, από τους οποίους πολλοί προωθήθηκαν μέσω των βουλγαρικών, αλλά και μέσω των ελληνικών της συνόρων στην Ευρώπη.
Τέλος, σημαντική ήταν και η συνεισφορά των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες ακολούθησαν φανερά πολιτικές υπέρ των επαναστατών και της Αραβικής Άνοιξης, κυρίως στην αρχή του πολέμου. Επίσης, στην πολιτική σφαίρα παρείχαν υποστήριξη στις κοσμικές ένοπλες οργανώσεις, τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ, όσο και στο ΝΑΤΟ. Από την εκλογή του προέδρου Trump, οπότε και οι ΗΠΑ ακολούθησαν μια γενικότερη πολιτική αποχής από τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, η συμμετοχή της Αμερικής έπαψε να είναι τόσο έντονη. Ωστόσο, η εκλογή του προέδρου Biden επανάφερε την εξωτερική πολική της κυβέρνησης Obama στη Μέση Ανατολή και όσον αφορά τη Συρία οι ΗΠΑ επανήλθαν με την επιβολή κυρώσεων στη συριακή κυβέρνηση.
Ιστορική Αναδρομή

Ο πόλεμος των έξι ημερών

Για την πλήρη κατανόηση του συγκεκριμένου ζητήματος καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η ανάλυση των ιστορικών δεδομένων. Η κατάσταση ξεκινά να οξύνεται ήδη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1948  με τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Οι ηγέτες των αραβικών χωρών ξεκίνησαν να χάνουν δύναμη μετά από συνεχείς αποτυχημένες στρατιωτικές κινήσεις και εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι πρόσφυγες βρέθηκαν στη Συρία, το Λίβανο και την Ιορδανία, όπου και ξεκίνησαν το ανταρτοπόλεμο εναντίον του Κράτους του Ισραήλ. Το Ισραήλ προέβη σε αντίποινα με την καταστροφή ενός χωριού στην περιοχή ελέγχου της Παλαιστίνης και με την ρίψη έξι συριακών πολεμικών αεροπλάνων. Οι εντάσεις συνεχίστηκαν έως το 1967, και κορυφώθηκαν με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (5-10 Ιουνίου 1967). Ήταν ο τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος, που έληξε με νίκη των ισραηλινών δυνάμεων που κατέλαβαν την Δυτική Όχθη του Ιορδάνη ποταμού, τη λωρίδα της Γάζας, τη χερσόνησο του Σινά και τα Υψώματα Γκολάν. Στο μέσο του πολέμου και συγκεκριμένα την 7η Ιουνίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών κάλεσαν τις εμπλεκόμενες δυνάμεις σε ανακωχή. Το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Αίγυπτος ανταποκρίθηκαν, ενώ η Συρία αγνόησε το κάλεσμα και συνέχισε να επιτίθεται σε χωριά του βόρειου Ισραήλ. Ο πόλεμος τελείωσε στις 10 Ιουνίου μετά την ήττα του συριακού στρατού στα Υψώματα του Γκολάν .
Η σημασία του Πολέμου των Έξι Ημερών στο ζήτημα της Συρίας αλλά και γενικότερα της Μέσης Ανατολής έγκειται στην αλλαγή του γεωπολιτικού καθεστώτος στη Μέση Ανατολή. Με τη νίκη του το Ισραήλ απέκτησε ισχυρή εθνική υπερηφάνεια, ενώ αντίθετα οι αραβικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν την επαύριον του πολέμου υιοθετώντας το ψήφισμα των τριών όχι: «όχι ειρήνη, όχι αναγνώριση και όχι διαπραγματεύσεις» με το Ισραήλ . Αυτός είναι και ο λόγος που από το 1963 έως και το 2011 η Συρία τελούσε υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης (Emergency Law) αναστέλλοντας όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, με αιτιολογία την εμπόλεμη κατάσταση με το Ισραήλ.

Η άνοδος των Assad

Η οικογένεια των Assad καθόρισε το σύγχρονο πολιτικό τοπίο της Συρίας με τον Hafez al-Assad να χαρακτηρίζεται ως ο αρχιτέκτονας της σύγχρονης Συρίας. Ο Hafez al- Assad ανέλαβε τη θέση του Σύριου υπουργού Αμύνης το 1966, μαζί με τον τίτλο του επικεφαλής της συριακής αεροπορίας. Αδιαμφισβήτητα με την πολιτική divide et impera που δημιούργησε κατάφερε να συγκεντρώσει πολύ μεγάλη ισχύ κι επιρροή που υποστηρίχθηκε ότι μόνος του συγκρατούσε το συριακό πολιτικό σύστημα ενωμένο. Διετέλεσε πρόεδρος της Συρίας από το 1971 έως και το θάνατό του το 2000. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας της Συρίας είναι ότι ο Hafez προετοίμαζε ως διάδοχό του στην εξουσία τον μεγαλύτερο γιό του Bassel al-Assad ο οποίος έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1994. Διάδοχος στη συριακή ηγεσία, μετά το θάνατο του πατέρα του, ήταν ο μικρότερος γιός Bashar al-Assad.
Στην αρχή, υποχρεωμένος από τις ήδη διαμορφωμένες συνθήκες, ο Bashar al-Assad συνεργάστηκε με την παλιά πολιτική ελίτ, όπως είχε αυτή διαμορφωθεί γύρω από τον πατέρα του, ξεκινώντας όμως σταδιακά να απομακρύνεται από αυτή. Αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010 υπήρξε μια έντονη ρητορική που υποστήριζε ότι ο διάδοχος ήταν ένας φυσικός εκσυγχρονιστής που στόχευε στον ανασχηματισμό του συριακού πολιτικού συστήματος, απομακρυνόμενος από τις πολιτικές που ακολουθούσε ο πατέρας του, αλλά εμποδιζόταν από την παλαιά γενιά πολιτικών. Άλλωστε, πολύ προσεκτικά προσέγγισε και χειραγώγησε τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης και ακαδημαϊκούς, ώστε να φανεί διαλλακτικός και διαλεκτικός προς τις χώρες τις Δύσης. Με τα γεγονότα που ακολούθησαν αυτή η ρητορική υποχώρησε.

Εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Οι πρώτες εντάσεις ξεκίνησαν ήδη από το 2002 όταν υψηλόβαθμα στελέχη των ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Bush κατέταξαν τη Σύρια στις μη-φιλικές χώρες. Ως αιτιολογία η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστήριξε ότι η Δαμασκός προμηθευόταν όπλα μαζικής καταστροφής. Δύο χρόνια αργότερα ο Assad έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Συρίας που επισκέφθηκε τη γειτονική Τουρκία. Με αυτή την κίνηση οι επί σειρά ετών παγωμένες σχέσεις των δύο κρατών βελτιώθηκαν. Το ίδιο έτος οι ΗΠΑ επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στη Σύρια με την αιτιολογία της υποστήριξης της τρομοκρατίας και της αποτυχίας παρεμπόδισης της εισόδου Ιρακινών προσφύγων στην επικράτεια της.

Η Αραβική Άνοιξη και η Αρχή του Εμφυλίου Πολέμου

Το Μάρτιο του 2011 δεκαπέντε ανήλικοι συλλαμβάνονται και βασανίζονται μετά από τοιχογραφία τους που υποστήριζε την Αραβική Άνοιξη, η οποία μεταφράζεται σε «Ο λαός επιθυμεί την πτώση του πολιτεύματος». Ένας από τους ανηλίκους χάνει τη ζωή του. Με αυτή την είδηση ξεκινάει μια σειρά από διαδηλώσεις σε όλη την επικράτεια με αίτημα την απελευθέρωση των υπολοίπων ανηλίκων, μαζί με περισσότερες ελευθερίες για όλους τους πολίτες της χώρας. Η κυβέρνηση Assad αγνοώντας πλήρως τα αιτήματα προχωρά σε εκτεταμένη καταστολή που οδηγεί στον θάνατο πολλών διαδηλωτών. Στην επαύριον αυτών των γεγονότων η κυβέρνηση αρνείται να παραιτηθεί και οι Σύριοι διαχωρίζονται σε υποστηρικτές και αντιπάλους του καθεστώτος.
Ιδιαίτερη μνεία σε αυτό τη σημείο αξίζει να γίνει στη δήλωση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Barack Obama: «Η συριακή κυβέρνηση επιβάλλεται να σταματήσει τις εκτελέσεις διαδηλωτών και να επιτρέψει να λάβουν χώρα ειρηνικές διαδηλώσεις, να ελευθερώσει τους πολιτικούς κρατούμενους και να σταματήσει τις αδικαιολόγητες συλλήψεις, να επιτρέψει στους παρατηρητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να έχουν πρόσβαση σε πόλεις όπως η Νταράα και να ξεκινήσει ένα σοβαρό διάλογο για την προώθηση της δημοκρατικής μετάβασης. (…) Σε διαφορετική περίπτωση, ο πρόεδρος Assad και το καθεστώς του θα συνεχίσει να αμφισβητείται από το εσωτερικό της χώρας και να απομονώνεται από το εξωτερικό αυτής ».
Στα τέλη Απριλίου του 2011 ο Συριακός στρατός εισβάλλει με άρματα μάχης στην πόλη Νταράα για να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές. Στους επόμενους μήνες Σύριοι αντάρτες δημιούργησαν τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό και οι βιαιότητες γρήγορα εξαπλώθηκαν από τη Νταράα στη Δαμασκό και στην υπόλοιπη χώρα. Τα συμβάντα με τους ανηλίκους και τους διαδηλωτές ήταν και η τελευταία πράξη, οπότε και η χώρα οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Τα συμβάντα αυτά δεν είναι τα μόνα που οδήγησαν τον κόσμο να στραφεί ενάντια στον Σύριο πρόεδρο. Ο Assad έχει πολλές φορές κατηγορηθεί για βασανισμό και εκτέλεση πολιτικών αντιπάλων, για την οικονομική καταστροφή της χώρας, για τη μεγάλη ανεργία, διαφθορά και πολλούς πολιτικούς του χειρισμούς.

Το ζήτημα της θρησκείας

Η συριακή κυβέρνηση επέλεξε να μη δίνει θρησκευτικό στίγμα στην πολιτική της, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η θρησκεία είναι βαθιά χαραγμένη στη συνείδηση του συριακού λαού. Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει υποχωρήσεις ώστε να διατηρήσει την ισχύ της, οι οποίες είχαν άμεση επίδραση στο status quo της προεδρίας (όπου ο πρόεδρος επιβάλλεται να είναι μουσουλμάνος, σύμφωνα με το συριακό Σύνταγμα του 1973), στους νόμους της Συρίας (οι οποίοι είναι βασισμένοι στον Ισλαμικό Νόμο) και στην υποστήριξη της κυβέρνησης από θρησκευτικά ιδρύματα.
Η πλειονότητα του πληθυσμού ασπάζεται το δόγμα του σουνιτικού Ισλάμ (sunni islam muslims), αλλά στον πληθυσμό περιλαμβάνονται και πολλές ακόμα θρησκευτικές μειονοτικές ομάδες όπως Κούρδοι, Αρμένιοι, αλλά ακόμα και Έλληνες ορθόδοξοι και Εβραίοι . Αντίθετα, ο πρόεδρος Assad ασπάζεται το μειονοτικό δόγμα των αλαουίτων (Alawite), μια εκδοχή του σιιτικού ισλάμ (Shiite Islam), η οποία βρίσκεται μόνο στη Συρία και σε ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού του Λιβάνου. Ένα μεγάλο μέλος του συριακού πληθυσμού θεώρησε ότι κατά την περίοδο της κυβέρνησης της οικογένειας Assad αυτή η μειονοτική θρησκευτική ομάδα ευνοήθηκε σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Σουνίτες (Sunni Islam)

Η Συρία δεν έχει επίσημο θρήσκευμα, ωστόσο το 85% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι, το 85% των οποίων είναι σουνίτες. Το όνομα προέρχεται από την έκφραση “ahl al-sunna wa-l-jama’a” η οποία μεταφράζεται ως άνθρωποι της προφητικής παράδοσης και κοινωνίας. Το δόγμα ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει το μουσουλμανικό consensus όσον αφορά τη διδασκαλία και τα έθιμα του Προφήτη.
Αλαουίτες (Alawite Islam)
Το θρήσκευμα αυτής της μειονοτικής ομάδας, η οποία συμπεριλαμβάνει και τον πρόεδρο της Συρίας, είναι μουσουλμανικό δόγμα με στοιχεία χριστιανισμού και παγανισμού και θεωρείται από τους πιο συντηρητικούς σουνίτες ως αίρεση . Το δόγμα εμφανίστηκε πρώτη φορά στο Ιράκ του 9ου αιώνα. Ενισχύθηκε ιδιαίτερα την εποχή της γαλλικής κυριαρχίας στη Συρία, αφού πριν από αυτή οι περισσότεροι ήταν υπηρέτες σουνιτών και χριστιανών μεγαλοκτημόνων, ενώ μετά τη γαλλική κυριαρχία πήραν πολλές θέσεις στο στρατό και χάρη στην άνοδο των Assad στην εξουσία αποτελούν τη μοναδική κυβερνώσα μουσουλμανική μειονότητα στην περιοχή. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 11% του πληθυσμού της Συρίας .
Από τον εμφύλιο πόλεμο έως τον συριακό πόλεμο
Ο εμφύλιος πόλεμος εξελίχθηκε ταχύρρυθμα. Μέχρι τον Ιούνιο του 2013 Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εκτίμησε ότι 90.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στις συγκρούεις και μέχρι τον Αύγουστο του 2015 οι νεκροί είχαν φτάσει τους 250.000 . Η διαμάχη όμως, σταμάτησε πλέον να αφορά μόνο τον πρόεδρο Assad. Κι άλλοι άδραξαν την ευκαιρία να εμπλακούν στη σύρραξη για να αποκομίσουν προσωπικό όφελος.
Ήδη από την αρχή της σύγκρουσης, το Νοέμβριο του 2011 ο Αραβικός Σύνδεσμος ψήφισε την αναστολή της ιδιότητας μέλους της Συρίας κατηγορώντας την για αποτυχία εφαρμογής του σχεδίου ειρήνης και επιβάλλοντας της κυρώσεις. Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα τη Συρία να βρεθεί ευάλωτη και με την κατάσταση συνέχεια να επιδεινώνεται το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ψήφισμα για σχέδιο ειρήνης στη Συρία. Το Νοέμβριο του 2012 ο Συνασπισμός για τη Συριακή Επανάσταση ιδρύθηκε στο Ακτάρ από κοσμικές αντιπολιτευόμενες οργανώσεις και μέσα σε ένα μήνα οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Τουρκία και οι Χώρες του Κόλπου αναγνώρισαν τον συνασπισμό ως νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού.
Τον επόμενο μήνα ξεκίνησε η άνοδος των ισλαμιστών. Τα πρώτα χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2013 στη Δαμασκό, αλλά κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για τη χρήση τους. Η Συριακή κυβέρνηση επέτρεψε στον ΟΗΕ να παρέμβει στο εσωτερικό της χώρας και να καταστρέψει τα αποθέματα χημικών όπλων. Η Ουάσιγκτον ήδη είχε χαρακτηρίσει τη χρήση χημικών όπλων ως κόκκινη γραμμή, αλλά η χρήση τους δεν προκάλεσε οιαδήποτε στρατιωτικά αντίποινα. Το 2014 μια ομάδα αποσπώμενη από την al-Qaeda κάνει την εμφάνισή της στην πόλη Ράκκα και ανακηρύσσει μέρη της συριακής και ιρακινής επικράτειας ως «Χαλιφάτο» με το όνομα Islamic State of Iraq and the Levant (ISIL). Το ίδιο έτος, κουρδικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τη Ροζάβα και ανακηρύσσουν το αυτόνομο κουρδικό καθεστώς στη Βόρεια Συρία.
Στην επόμενη φάση της σύγκρουσης παρεμβαίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το Μάρτιο του 2015 δυνάμεις του Assad αρχίζουν να χάνουν έδαφος σε πολλές πόλεις. Είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ προμήθευαν τον συριακό επαναστατικό στρατό (στην πρώτη φάση του πολέμου) με φαγητό, νερό και μεταφορικά μέσα, αλλά σταδιακά ξεκίνησαν να παρέχουν εκπαίδευση, χρήματα και τεχνογνωσία στους αξιωματικούς του επαναστατικού συριακού στρατού. Μετά το 2014 είναι γνωστά τουλάχιστον δύο προγράμματα του αμερικανικού στρατού με στόχο την παροχή βοήθειας στους Σύριους επαναστάτες. Το πρώτο πρόγραμμα στόχευε στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό 15.000 πολεμιστών του συριακού επαναστατικού στρατού για να πολεμήσουν το Ισλαμικό κράτος με προϋπολογισμό 500 εκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α..
Το πρόγραμμα δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ακυρώθηκε ένα χρόνο αργότερα. Το δεύτερο πρόγραμμα με προϋπολογισμό 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων Η.Π.Α. από τη CIA στόχευε εναντίον του προέδρου Assad και ήταν πιο επιτυχημένο. Σταμάτησε με την εκλογή του προέδρου Trump στις Η.Π.Α. το 2017. Η κυβέρνηση Obama ξεκίνησε και αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον του Ισλαμικού κράτους το 2014. Οι Η.Π.Α., το Μπαχρέιν, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στόχευαν στην καταπολέμηση των ισλαμικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Συρίας. Στα τέλη του 2015 οι πρώτοι Αμερικανοί στρατιώτες αναπτύχθηκαν στη Σύρια ανασυντάσσοντας, οργανώνοντας και συμβουλεύοντας χιλιάδες Σύριους, Κούρδους και Άραβες πολεμιστές .
Η επέμβαση του ρωσικού στρατού στον συριακό εμφύλιο ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2015 έπειτα από επίσημο αίτημα της συριακής κυβέρνησης για στρατιωτική βοήθεια εναντίον επαναστατικών δυνάμεων, του Ισλαμικού Κράτους και της al-Nusra (παράρτημα της al-Qaeda στη Συρία), με τους τελευταίους δύο να αποκτούν ιδιαίτερη δύναμη πρόσφατα. Στην αρχή η παροχή βοήθειας ήταν προσωρινή, αλλά μέχρι το τέλος του 2017 έγινε μόνιμη . Η ρωσική παρέμβαση έφερε και το τέλος στη μάχη στο Χαλέπι (2012-2016). Το Χαλέπι ήταν ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά και στρατηγικά κέντρα στη Σύρια.
Η «μητέρα των μαχών» όπως χαρακτηρίστηκε, η πιο βίαια μάχη στη σύγχρονη ιστορία μεταξύ της συριακής αντιπολίτευσης (ελεύθερος συριακός στρατός μαζί με την al-Qaeda) εναντίον της συριακής κυβέρνησης έληξε  με την παρέμβαση ρωσικών αεροσκαφών που ανέλαβαν δράση και έκοψαν τη γραμμή ανεφοδιασμού της αντιπολίτευσης. Υπολογίζεται ότι 31.000 άνθρωποι πέθαναν και 33.500 κτήρια καταστράφηκαν μόνο στη συγκεκριμένη μάχη, συμπεριλαμβανομένης και της παλιάς πόλης του Χαλεπίου, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας της UNESCO. Αυτό ήταν και το σημείο που άλλαξαν τα δεδομένα στον πόλεμο της Συρίας .
Ακολούθησε η τουρκική επέμβαση στη Σύρια. Στις 24 Αυγούστου 2016 η Τουρκία δήλωσε ότι ανέλαβε δράση με βάση το δικαίωμα άμυνας όπως αυτά προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη ΟΗΕ. Η «επιχείρηση προστασίας του Ευφράτη» όπως ονομάστηκε στόχευε να θέσει υπό τουρκικό έλεγχο την περιοχή από τα τουρκικά σύνορα έως και τον ποταμό Ευφράτη. Στις 29 Μαρτίου 2017 ο τουρκικός στρατός κήρυξε την επιχείρηση ως πετυχημένη. Ο τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan δήλωσε την πρώτη μέρα της επιχείρησης ότι αυτή στρεφόταν εναντίον τόσο του Ισλαμικού Κράτους όσο και των Σύριων Κούρδων η τρομοκρατική δράση των οποίων απειλούσε την Τουρκία. Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία κατόρθωσε όχι μόνο να προστατεύσει τα νότια σύνορα της από τον πόλεμο στη Σύρια, αλλά και να πολεμήσει τους επί σειρά ετών εχθρούς της: τους Κούρδους. Η Τουρκία σε συνεργασία με τον Συριακό Εθνικό Στρατό θα καταφέρει να διεξάγει άλλη μια επιχείρηση εναντίον των Κούρδων και του συριακού δημοκρατικού στρατού το 2018  .
Το Μάρτιο του 2019 ο ISIS χάνει και το τελευταίο έδαφος που είχε υπό τον έλεγχο του στη Σύρια και στο Ιράκ. Στα τέλη του 2014, ο ISIS έφτασε στο ζενίθ της δύναμης του ελέγχοντας ένα μεγάλο μέρος του εδάφους στα δύο κράτη, επιβάλλοντας σε εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν κάτω από τον έλεγχό τους. Ο ISIS προσέλκυσε περίπου 40.000 ανθρώπους από περισσότερες από 80 χώρες για να ενταχθούν στις δυνάμεις του . Λίγους μήνες πριν την ολοκληρωτική του ήττα ξεκίνησε να χάνει έδαφος, τη μια πόλη μετά την άλλη, κυρίως από τον κουρδικό στρατό και στη μικρή πόλη της Μπαγκούζ, ο ηγέτης του ISIS σκοτώθηκε και το Χαλιφάτο επίσημα καταργήθηκε. Αυτή έμεινε γνωστή και ως η τελευταία μάχη που έδωσε ο ISIS και έχασε .
Στην επαύριον αυτής της μάχης ο τουρκικός στρατός άρχισε προετοιμασίες για να εισβάλει στην Ίντλιπ, μια περιοχή στην Σύρια που ελεγχόταν από επαναστάτες και είχε πληθυσμό περισσότερους από 3 εκατομμύρια ανθρώπους. Πριν συμβεί αυτό, ο τούρκος πρόεδρος μαζί με τον πρόεδρο της Ρωσίας Vladimir Putin συμφώνησαν στην αποστρατικοποίηση του Ίντλιπ και στη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης. Η συμφωνία περιείχε επίσης όρους όπως την αποχή στρατιωτικής δράσης στην ουδέτερη ζώνη από τις δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης και ότι ριζοσπαστικά κινήματα όπως η al-Qaeda όφειλαν να αποχωρήσουν από την ουδέτερη ζώνη. Η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ στο σύνολό της και χαρακτηρίστηκε ως ανεπιτυχής ένα έτος αργότερα. Υπήρξε μια προσπάθεια αναβίωσης της, αλλά ανεπιτυχώς .
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια σύναψης συμφωνίας διεξήχθησαν δύο επιχειρήσεις στο Ίντλιμπ από τον Ρωσικό στρατό. Η πρώτη από τις δυνάμεις της Ρωσίας, του Ιράν και της Συριακής κυβέρνησης εναντίον των επαναστατών και η μόνη διαφορά με τη δεύτερη ήταν ότι σε εκείνη μαζί με τους επαναστάτες πολέμησε και ο Τουρκικός στρατός. Στις 5 Μαρτίου 2020 η Ρωσία και η Τουρκία συμφώνησαν σε εκεχειρία στη Συρία .
Για να περιγραφεί καλύτερα η πολυπλοκότητα της σύρραξης στη Συρία παρατίθεται ο παρακάτω πίνακας αντλημένος από το BBC:
Στο πλευρό της συριακής κυβέρνησης:     Στο πλευρό των επαναστατών :
Ρωσία (παρέχει αεροπορική βοήθεια)
    Τουρκία (παρέχει όπλα, στρατό και πολιτική στήριξη)
Ιράν (παρέχει όπλα, χρηματοδότηση, στρατιωτικούς συμβούλους και ένοπλα τμήματα)     Αραβικά Κράτη του Περσικού Κόλπου (παρέχουν χρήματα και όπλα)

Χέζμπολα (οργάνωση από τον Λίβανο που παρείχε χιλιάδες πολεμιστές)
    ΗΠΑ (παρέχουν όπλα, εκπαίδευση και στρατιωτική βοήθεια σε μετριοπαθείς ομάδες)
Σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες (επιστρατευμένοι από το Ιράν, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την Υεμένη)     Ιορδανία (παρέχει λογιστική υποστήριξη και εκπαίδευση)

Η κατάσταση σήμερα

Περισσότερο από 10 χρόνια μετά ο πόλεμος μοιάζει πλέον να έχει φτάσει στο τέλος του, με καμία στρατιωτική επιχείρηση μεγάλης έκτασης να διεξάγεται ήδη από το 2020. Ωστόσο, εφόσον υπάρχουν ακόμα ενεργές ένοπλες συγκρούσεις, ακόμα και μικρότερου μεγέθους κι εφόσον δεν έχει υπογραφεί ακόμα συμφωνία λήξης του πολέμου, αλλά και οι διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία είναι ακόμα εύθραυστες, δε μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύρραξη τερματίστηκε οριστικά.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή ο πρόεδρος Bashar al-Assad με την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν κερδίζει σε στρατιωτικό επίπεδο  και αυτή τη στιγμή έχει υπό τον έλεγχο του το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Συρίας. Ένα μικρότερο μέρος ελέγχουν ο δυνάμεις του συριακού απελευθερωτικού στρατού, χωρίς όμως να διατηρούν την ισχύ που είχαν τα τελευταία χρόνια. Τέλος, άξια αναφοράς είναι η κατοχή της ανατολικής Συρίας και έως τα σύνορα με το Ιράκ (Ροζάβα) από τους Κούρδους με σταθερή και επί συναπτά έτη παρουσία στην περιοχή.
Μετά από ένα πολυετή πόλεμο, ωστόσο,  η Σύρια φαίνεται να οδηγείται σε μια τεράστια οικονομική κρίση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει τις 400.000 αν και στην πραγματικότητα το νούμερο μπορεί να είναι και πολύ μεγαλύτερο, αλλά και ο αριθμός των προσφύγων σύμφωνα με την ύπατη αρμοστεία για τους πρόσφυγες αγγίζει τα 6.600.000 άτομα, ενώ περισσότεροι από 13.400.000 άνθρωποι βρίσκονται σε ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια .
Από τη σύρραξη, εκτός από τη Σύρια επηρεάστηκαν ο Λίβανος, η Τουρκία, οι Κούρδοι, η Ιορδανία, η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Υεμένη, το Κουβέιτ, η Γαλλία και το Αφγανιστάν. Σύριοι πρόσφυγες βρίσκονται σε όλο τον πλανήτη με την μεγαλύτερη συγκέντρωση σε Λίβανο, Τουρκία, Ιορδανία, Αίγυπτος,  Αυστρία,  Σουηδία,  Γερμανία,  ΗΠΑ,  Καναδά,  Ολλανδία, αλλά και τα ελληνικά νησιά όπου δημιουργήθηκαν hot spots με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αδυνατεί να επιλύσει το προσφυγικό ζήτημα .
Χρονικό του Πολέμου
Ημερομηνία    Περιγραφή Γεγονότος
1966    O Hafez al-Assad γίνεται υπουργός αμύνης της Συρίας
2000    O Bashar al-Assad διαδέχεται τον πατέρα του
Μάρτιος 2011    15 Σύριοι ανήλικοι συλλαμβάνονται για βασανίζονται επειδή έγραψαν μια εμπνευσμένη από την αραβική άνοιξη τοιχογραφία: «Ο λαός επιθυμεί την πτώση του καθεστώτος»
Απρίλιος 2011    Ο Συριακός στρατός μεταφέρει όπλα στην Ντέραα για να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές
Νοέμβριος 2012    Ιδρύεται ο Εθνικός Συνασπισμός για τη Συριακή Επανάσταση και οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις
Μάρτιος 2015    Παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών
Σεπτέμβριος 2015    Παρέμβαση της Ρωσίας
Αύγουστος 2016    Παρέμβαση της Τουρκίας
Μάρτιος 2018     Η τελευταία μάχη του ISIS
5 Μαρτίου 2020    Η Ρωσία και η Τουρκία συμφωνούν στην εκεχειρία στη Σύρια.
Η ανάμειξη του ΟΗΕ: σχετικά ψηφίσματα, συμβάσεις και γεγονότα
Η ανάμειξη των Ηνωμένων εθνών στο ζήτημα και ιδιαίτερα του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν μεγάλη και υιοθετήθηκαν μια σειρά από ψηφίσματα, τα οποία ονομαστικά είναι τα εξής: SC 2042/2012, SC 2043/2012, SC 2118/2013, SC 2139/2014, SC 2165/2014, SC 2175/2014, SC 2191/2014, SC 2209/2015, SC 2235/2015, SC 2254/2015, SC 2258/2015, SC 2268/2016, SC 2286/2016, SC 2332/2016, SC 2336/2016, SC 2393/2017, SC 2401/2018, SC 2449/2018, SC 2504/2020, SC 2533/2020. Επίσης, άξιες αναφοράς είναι οι Δηλώσεις του Προέδρου του Συμβουλίου Ασφάλειας: 2011 (S/PRST/2011/16), 21 March 2012 (S/PRST/2012/6), 5 April 2012 (S/PRST/2012/10), 2 October 2013 (S/PRST/2013/15), 24 April 2015 (S/PRST/2015/10),17 August 2015 (S/PRST/2015/15), and 8 October 2019 (S/PRST/2019/12) .
Από τα παραπάνω αξίζει να αναφερθούμε στα έξης:
4 Οκτωβρίου 2011
Το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε ενώπιον του ένα σχέδιο ψηφίσματος για άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών και προτροπής σε όλες τις πλευρές να απέχουν από ακραίες ενέργειες, έκφρασης μεταμέλειας για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων (αμάχων) γυναικών και παιδιών. Το Ψήφισμα δεν υιοθετήθηκε με 9 ψήφους υπέρ, 4 αποχές και 2 αρνητικές ψήφους (βέτο) από τη Ρωσία και την Κίνα.
SC Resolution 2118/ 27 Σεπτεμβρίου 2013
Το Ψήφισμα υιοθετήθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο και στόχευε στην καταστροφή των χημικών όπλων στη Συρία. Πιο συγκεκριμένα, προϋπέθετε την επιβεβαίωση και την καταστροφή των αποθεμάτων χημικών όπλων στη Συρία και προσκάλεσε για συνδιάσκεψη με στόχο την ειρήνη στη Γενεύη.
SC Resolution 2249/ 20 Νοεμβρίου 2015
Το Ψήφισμα προσκάλεσε όλα τα κράτη μέλη να πάρουν όλα τα απαραίτητα μέτρα εναντίον της τρομοκρατίας του ISIS, να αποτρέψουν πράξεις τρομοκρατίας από τον ISIS και άλλες οργανώσεις υπό την αιγίδα της al-Qaeda.
SC Resolution 2254/ 18 Δεκεμβρίου 2015
Το Ψήφισμα υιοθετήθηκε ομόφωνα και στόχευε στην πολιτική σταθερότητα στη Σύρια.
Το προσφυγικό ζήτημα
Δε θα ήταν υπερβολικό αν χαρακτηριζόταν οι συνθήκες στις οποίες ζουν οι Σύριοι αυτή τη στιγμή ως απάνθρωπες. Όσοι δεν κατάφεραν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν την συριακή επικράτεια την τελευταία δεκαετία ζουν αυτή τη στιγμή στις στάχτες της παλιάς τους ζωής. Η κατάσταση και για τους Σύριους πρόσφυγες ως επί το πλείστο δεν είναι πολύ καλύτερη, αφού λόγω του μεγάλου αριθμού τους και την αδράνεια των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών οι περισσότεροι ζουν ακόμα σε μονάδες φιλοξενίας μεταναστών και hot spots τα οποία δεν διαθέτουν τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης.  
Ταυτόχρονα, η δυνατότητα επαναπατρισμού των προσφύγων επίσης δεν αποτελεί την ιδανική λύση. Ο πόλεμος στη Σύρια μπορεί αυτή τη στιγμή να έχει εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό, αλλά υπάρχουν ακόμα συγκρούσεις μικρότερης έντασης σε όλη τη Συριακή επικράτεια. Επιπρόσθετα, οι υποδομές της χώρας δεν είναι ικανές να υποδεχτούν μια μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα που αναζητά να επιστρέψει στους φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής της, αλλά και να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες που αποκόμισαν αυτοί οι άνθρωποι από την τελευταία δεκαετία (ιατρική περίθαλψη, ψυχολογική υποστήριξη, κοινωνική επανένταξη κτλ.).
Για όλους τους παραπάνω λόγους, θα πρέπει να θεωρήσουμε το προσφυγικό ζήτημα της Συρίας ως ένα από τα κυριότερα ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο κόσμο, το οποίο αν συνδυαστεί με την οικονομική κρίση που προβλέπεται ότι θα αντιμετωπίσει η Συρία την επαύριον ενός τόσο καταστροφικού πολέμου, χρήζει άμεσης δράσης από την παγκόσμια κοινότητα .
Η επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Ζήτημα
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει και στη στάση που υιοθέτησε ο δυτικός τύπος καθ’ όλη τη διάρκεια του ζητήματος. Η κάλυψη των ΜΜΕ καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική σε τόσο ευαίσθητα ζητήματα, ενώ οι επιλογές αναμεταδόσεων συγκεκριμένου περιεχομένου μπορεί να μεταβάλλει εύκολα την κοινή γνώμη γύρω από το ζήτημα, αλλά και να ενδυναμώσει ή αποδυναμώσει μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Ξεκινώντας από το ζήτημα της Συρίας ευρύτερα, τα δυτικά ΜΜΕ υπήρξαν ιδιαίτερα δραστήρια, ιδιαίτερα στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και στη μετάβαση από τον εμφύλιο πόλεμο στις στρατιωτικές επεμβάσεις ξένων δυνάμεων σε αυτόν. Άλλωστε, ο πόλεμος στη Σύρια αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα κορυφαία ειδησεογραφικά ζητήματα. Ως δικαιολογητικός λόγος τίθεται μάλλον ο αιφνιδιασμός του δυτικού κόσμου ως προς την εξέλιξη του πολέμου, αφού η Δύση δεν ήταν προετοιμασμένη για την έξαρση ενός πολέμου στις παρυφές της. Επιπρόσθετα, το μέγεθος του πολέμου, η βιαιότητα των συγκρούσεων, αλλά και η πληθώρα των εμπλεκόμενων δυνάμεων είχαν ως αποτέλεσμα το ενδιαφέρον για την ενημέρωση του κόσμου ως προς τα τεκταινόμενα. Όσο έντονο υπήρξε το ενδιαφέρον για τις διπλωματικές πολιτικές των κρατών και για το πολεμικό ρεπορτάζ, αντίθετα οι ανακοινώσεις, μέτρα, ψηφίσματα και δράσεις των Ηνωμένων Εθνών, είτε αυτά προέρχονταν από τη Γενική Συνέλευση (UNGA) είτε από το Συμβούλιο Ασφαλείας (SC) δεν έχαιραν τόσο εκτεταμένης συζήτησης στα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη του ζητήματος μαζί με την παράλληλη επικράτηση της ενημέρωσης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοήθησε στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας ως προς το ζήτημα.
Μια ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει στο Ισλαμικό Κράτος και τη σχέση του με τα ΜΜΕ. Οι πράξεις του ISIS είναι ευρέως γνωστές σε όλους τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν την εξελίξεις στη δεκαετία του 2010 και ιδιαίτερα από την ανακήρυξη του σε «Χαλιφάτο» το 2014. Η πρακτική που ακολούθησε το «Χαλιφάτο» ιδιαίτερα στη διοίκηση, αλλά και στους αντιφρονούντες ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Η βία, οι εκτελέσεις σε ζωντανή μετάδοση, αλλά και οι απειλές και προειδοποιήσεις για δολοφονίες σε γνωστά πρόσωπα της δυτικής (πολιτικής κυρίως) σκηνής ήταν καθημερινότητα. Ο αιματηρός χαρακτήρας των πράξεων τους έφτανε κάθε μέρα ως κορυφαίο θέμα σε όλα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ενώ πολλά από αυτά συμπεριλάμβαναν και τα ίδια τα βίντεο από τις εκτελέσεις που έδινε ο ISIS θολώνοντας μόνο τα επίμαχα σημεία. Τίθεται ακόμα το ζήτημα κατά πόσο η εκτεταμένη μετάδοση αυτών των γεγονότων, σε συνδυασμό με μια ακατάσχετη κινδυνολογία που δημιουργούσε ένα κλίμα διαρκούς απειλής για την κοινωνία, εξυπηρετούσε την ελευθεροτυπία ή διάφορα πολιτικά συμφέροντα. Σίγουρα πάντως τα δελτία ειδήσεων με τις εικόνες που μας έρχονταν από εκείνη την εποχή έχουν χαραχτεί στις συνειδήσεις όλων.
Συμπεράσματα - Προσωπικές Απόψεις Γράφοντος
Το ζήτημα της Συρίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο πολύ συζητημένα ζητήματα του 21ου αιώνα. Έχει απασχολήσει τόσο την κοινή γνώμη, αλλά και επιστήμονες διαφόρων κλάδων από διεθνολόγους και πολιτικούς αναλυτές, έως και οικονομολόγους. Το ζήτημα είναι σύνθετο και γι’ αυτό πρέπει κάθε του πτυχή να τύχει ξεχωριστής ανάλυσης.
Ως πρώτο θέμα πρέπει να τεθεί η διακυβέρνηση των αραβικών κρατών. Το πολιτικό καθεστώς στα περισσότερα αραβικά κράτη και σε πολλές γενικότερα χώρες της Μέσης Ανατολής ξεκίνησε να απασχολεί την κοινή γνώμη ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κατάσταση οξύνθηκε ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής ισχύος και των μέσων επιβολής που άσκησε το Ισραήλ για να επικρατήσει, με την κατοχή των Παλαιστινιακών εδαφών να παραμένει ακόμα ένα άλυτο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι διεκδικήσεις των Παλαιστίνιων έδωσαν φωνή και στους λαούς των αραβικών χωρών, οι οποίοι είτε ατομικά, είτε συλλογικά με το ευρύτερο κίνημα της Αραβικής Άνοιξης διεκδίκησαν καλύτερες συνθήκες ζωής. Η Συρία δεν ξέφυγε από τον κανόνα αφού αυτό το έντονο συναίσθημα που οδήγησε σε μαζικές κινητοποιήσεις ήταν τόσο ισχυρό, ώστε να ξεφύγει των δυνατοτήτων των δυνάμεων καταστολής του συριακού καθεστώτος.
Εν συνεχεία σημαντική είναι η ξεχωριστή αναφορά στις δυνάμεις του ISIS. Το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος με την εμπλοκή του στο ζήτημα της Συρίας κι εκμεταλλευόμενο την ασταθή πολιτική και στρατιωτική κατάσταση που επικρατούσε κατάφερε να κερδίσει δύναμη και έδαφος και για πολλά χρόνια να εγκαθιδρυθεί στην ανατολική Συρία. Το έδαφος που διατήρησε υπό τον έλεγχο του και χρησιμοποίησε ως επικράτεια του φαινόμενου ως «Χαλιφάτου» είχε εκατομμύρια κατοίκους, τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ που έζησαν επί συναπτά έτη υπό την σκληρή επιβολή του ιερού ισλαμικού νόμου και είδαν συνανθρώπους τους να βασανίζονται και να εκτελούνται από το καθεστώς. Η αντιμετώπιση των δυτικών δυνάμεων (όσων παρενέβησαν στο ζήτημα) από άλλους χαρακτηρίστηκε ως θετική και από άλλους επικρίθηκε, πάντως σε κάθε περίπτωση η δράση όλων των δυνάμεων κατά του ISIS και η ενιαία στάση της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά και του ΟΗΕ ως προς το ζήτημα αποδεικνύει την ενότητα έναντι της άκρατης βίας και του αυταρχισμού και δίνει ελπίδα για μια διεθνή κοινωνία ενωμένη απέναντι στον βίαιο θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία.
Επιπρόσθετα, μετά από έναν τόσο καταστροφικό πόλεμο επιβάλλεται να στραφεί το ενδιαφέρον μας και στο προσφυγικό ζήτημα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια πολυετής και αιματηρή σύρραξη έχει δημιουργήσει τεράστια κύματα προσφύγων, οι οποίοι προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν άφησαν πίσω όλα τους τα υπάρχοντα και αναζήτησαν μια καινούρια ζωή, κατά κύριο λόγο, στις χώρες της Δύσης. Αρκετοί από αυτούς, λόγω οικονομικής δυνατότητας, των ιδιαίτερων δεξιοτήτων τους ή και απλώς λόγω της επίμονης τους προσπάθειας και των συγκυριών έχουν ήδη καταφέρει να αποκατασταθούν σε μια άλλη χώρα, να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, αφήνοντας πίσω τις απάνθρωπες στιγμές που έζησαν. Αυτή, όμως, δεν είναι η πραγματικότητα για την μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων που, όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν, συνωστίζονται στα διάφορα κέντρα που έχουν δημιουργηθεί, χωρίς να υπάρχει κάποιο πλάνο για την κοινωνική τους ένταξη ή την εργασιακή τους αποκατάσταση, μέσα σε άθλιες συνθήκες και με μια διαρκή αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να υπάρξει κάποιο πρόγραμμα κοινωνικής τους αποκατάστασης, για τα παιδιά ένταξης τους σε σχολεία με ταυτόχρονη υποστήριξη στις ιδιαιτερότητες που μπορεί να παρουσιάζουν (διαφορετική γλώσσα ομιλίας, δυσανάλογο μαθησιακό επίπεδο σε σχέση με την ηλικία τους, ψυχικά τραύματα) ώστε να αποκτήσουν ίσες ευκαιρίες με τους νέους της χώρας στην οποία εγκαθίστανται, για όσους μπορούν να εργαστούν να βρεθούν κατάλληλες δουλειές σύμφωνα με τις ιδιαίτερες δεξιότητες τους και γενικότερα να αφομοιωθούν στην κοινωνία που πλέον εντάσσονται.
Παρεμφερές με τα παραπάνω είναι και το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταπατώνται στις εμπόλεμες ζώνες από την αρχή του πολέμου. Εκτός από τους πρόσφυγες, εκατομμύρια άνθρωποι παρέμειναν στη Συρία, έζησαν όλες τις φάσεις του πολέμου όντας παρόντες και ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες και βλέποντας γνωστούς, φίλους και συγγένειες τους να πεθαίνουν. Εάν θεωρηθεί ότι ο πόλεμος οδηγείται προς το τέλος του και η Σύρια προχωρά σε μια φάση ανοικοδόμησης, πρέπει ένα κύριο μέλημα όλων να είναι η παροχή σε όλους αυτούς τους ανθρώπους η ποιότητα ζωής που αξίζει σε κάθε άνθρωπο, μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωπος.
Το σημαντικότερο συμπέρασμα αυτής της μελέτης δε μπορεί να είναι άλλο από την ίδια την κρίση εξαιτίας των στρατιωτικών επεμβάσεων στην εμφύλια σύρραξη στη Συρία. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Σύρια που ξεκίνησε ως μια λαϊκή προσπάθεια μεταβολής του πολιτικού status quo εξελίχθηκε σε έναν αιματηρό πόλεμο. Ωστόσο, το μέγεθος, αλλά και η διάρκεια των μαχών δε θα ήταν η ίδια αν ξένες δυνάμεις δεν είχαν παρέμβει στο ζήτημα. Πρώτα η παρέμβαση των ΗΠΑ, αλλά και αργότερα παρεμβάσεις ισχυρών στρατιωτικά δυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Τουρκία αύξησαν τη δυναμική των μαχών, γέμισαν τη συριακή επικράτεια με πολεμικό εξοπλισμό και μαχητές και «όπλισαν» πολλά κινήματα και τρομοκρατικές οργανώσεις για να εμπλακούν στο ζήτημα. Στο συγκεκριμένο σημείο της ανάλυσης και από καθαρή σκοπιά γενικότερων συμπερασμάτων ως προς την έκβαση του πολέμου οι στρατιωτικές επεμβάσεις αναβάθμισαν τον πόλεμο και όξυναν την κατάσταση αντί να την επισπεύσουν. Οι απόψεις που θέλουν τον πόλεμο στη Σύρια να είχε μικρότερη διάρκεια, λιγότερα θύματα και καταστροφές και γενικότερα να μην επέφερε τόσο καταστροφικά αποτελέσματα εάν δεν είχαν παρέμβει ξένες δυνάμεις βρίσκουν τον γράφοντα σύμφωνο.

Εν κατακλείδι, με την παράθεση όλων των παραπάνω είναι σίγουρο ότι μέχρι το οριστικό τέλος του πολέμου δε μπορούν να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις πάνω στα ζητήματα που τον αφορούν. Μπορούν όμως να προβληματίσουν την κοινή γνώμη, να διατυπωθούν απόψεις και να ξεκινήσει η Σύρια να χτίζεται πάνω στις στάχτες της. Το ερώτημα όμως παραμένει: θα τελειώσει ποτέ ο πόλεμος;
«Στρατιωτικές επεμβάσεις σε εμφύλιες συρράξεις: η περίπτωση της Λιβύης»
Ιστορική Αναδρομή: Από την ξένη κατοχή προς την ανεξαρτησία
Επιχειρώντας μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν της Λιβύης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η ύπαρξη ξένων δυνάμεων στο έδαφος της δεν είναι φαινόμενο που εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 21ο αιώνα. Από τους πρώτους αιώνες ακόμη, η Λιβύη γνώρισε πολλούς κατακτητές, όπως τους Ρωμαίους. Ήδη από τον 16ο αιώνα, συνιστούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας αυτόνομο σύστημα διακυβέρνησης (1711-1835) στην περιοχή  , όπως αντίστοιχα είχαν και η Οθωμανική Αλγερία με την Τυνησία . Από την Οθωμανική κατοχή, σχεδόν τέσσερις αιώνες αργότερα, προστίθεται ένα νέο ενδιαφερόμενο κράτος που επιθυμεί να εμπλακεί με τις υποθέσεις της Β. Αφρικής. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τη γειτονική Ιταλία, η οποία πραγματοποίησε εισβολή το 1911. Η Ιταλία εκμεταλλεύτηκε το ασταθές κλίμα που επικρατούσε , προκειμένου να καταφέρει την δημιουργία μίας αποικίας στην περιοχή.
Τα δεδομένα αλλάζουν για τη Λιβύη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Σύμμαχοι επιτίθενται στην περιοχή, με σκοπό την απομάκρυνση των δυνάμεων του Άξονα - το οποίο και επιτυγχάνουν. Με τη λήξη του πολέμου, η Λιβύη απαρτίζεται από τρεις επαρχίες: την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή υπό βρετανική έλεγχο και το Φεζάν υπό γαλλικό έλεγχο .  Από αυτό το σημείο και μετά, η διαδικασία ανεξαρτησίας της Λιβύης αρχίζει επισήμως την πορεία της. Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, τον Νοέμβριο του 1949 αποφασίζει πως καταληκτικό σημείο για την απόκτηση της ανεξαρτησία της Λιβύης θα είναι η 1η Ιανουαρίου του 1951 . Πράγματι, στις 24 Δεκεμβρίου του 1950 η Λιβύη γίνεται ανεξάρτητη, με το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας, υπό τον βασιλιά Idris I.
Με την ανακάλυψη των πετρελαιοπηγών το 1956, τα οικονομικά δεδομένα άλλαξαν άρδην. Πλέον, η ανεξαρτησία του κράτους συμπληρώθηκε και από μία ανεξαρτησία οικονομικού χαρακτήρα, καθώς η χώρα σε πρότερο στάδιο στηριζόταν σε ξένη βοήθεια και εισαγωγές , προκειμένου να διατηρήσει την οικονομία της. Η κυβέρνηση, έχοντας τον έλεγχο της οικονομίας, στήριζε τις κινήσεις της στα τεράστια αποθέματα πετρελαίου. Ο βασιλιάς Idris I διατηρούσε ισχυρή επιρροή, τόσο στην πολιτική σκηνή, η οποία απαρτιζόταν από ένα ολιγαρχικό σχήμα, όσο και στον στρατό . Όμως, την 1η Σεπτεμβρίου του 1969, πραγματοποιήθηκε αναίμακτο πραξικόπημα  με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Muammar al-Gaddafi, όσο ο βασιλιάς βρισκόταν εκτός χώρας. Η νέα μορφή διακυβέρνησης της Λιβύης διατήρησε τα έντονα θρησκευτικά στοιχεία ισλαμικού χαρακτήρα, θέτοντας παράλληλα στο επίκεντρο την ιδέα του παν-αραβισμού και του αραβικού εθνικισμού .
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Gaddafi ξεκίνησε να δημιουργεί ρήγμα μεταξύ της Λιβύης και της Δύσης, απομακρύνοντας τις αμερικανικές και βρετανικές στρατιωτικές βάσεις που βρίσκονταν στη χώρα. Ο Gaddafi προσπάθησε να προσεταιριστεί γειτονικές χώρες, όμως όταν οι τελευταίες επεδίωξαν να εγκαθιδρύσουν ένα φιλικό κλίμα με το κράτος του Ισραήλ, η Λιβύη επέλεξε να απομονωθεί. Ο Gaddafi, παρέδωσε τυπικά τα ηνία της εξουσίας το 1979, αλλά παρέμεινε de facto ηγέτης μέχρι και το 2011 , οπότε και εκδηλώθηκε το κίνημα της Αραβικής Άνοιξης.
Η Αραβική Άνοιξη: όταν ο ασκός του Αιόλου άνοιξε στον Αραβικό Κόσμο
Παρότι έχει επικριθεί έντονα ως όρος, η Αραβική Άνοιξη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως, κυρίως από τα δυτικά μέσα και τους μελετητές, με σκοπό να περιγραφεί το κύμα διαμαρτυριών που συντάραξε τον Αραβικό Κόσμο, έχοντας ως βασικό σύνθημα «Ο λαός θέλει να πέσει το καθεστώς» . Οι διαμαρτυρίες αυτές αποτέλεσαν μια έκδηλη προσπάθεια δημοκρατικής ανοικοδόμησης των κρατών της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής. Βέβαια, η ιστορική εξέλιξη φαίνεται να οδηγεί στο συμπέρασμα πως εν τέλει, η «Αραβική Άνοιξη» κατέληξε ένας «Αραβικός Χειμώνας», στον οποίο δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος και σε πολλές περιπτώσεις, τμήματα του Αραβικού Κόσμου αφέθηκαν στο χάος και την παρακμή. Τι συνέβη όμως στην περίπτωση της Λιβύης;
Όταν το 2011 πραγματοποιήθηκαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις , οι οποίες καλούσαν τον Gaddafi να αφήσει την εξουσία, η κυβέρνηση αντέδρασε πολύ βίαια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κατάσταση στην Λιβύη να προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, η οποία καταδίκασε το καθεστώς για τις πρακτικές του κατά των πολιτών. Τα πραγματικά προβλήματα για το Λιβυκό καθεστώς ξεκίνησαν όταν τμήματα των ενόπλων δυνάμεων σταμάτησαν να υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Σταδιακά οι διαδηλωτές μετατράπηκαν σε μια ένοπλη εξέγερση, καθώς προμηθεύτηκαν όπλα από το στρατό. Έτσι, οι αρχικές διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο.
Οι επαναστάτες κατόρθωσαν να καταλάβουν τμήματα της Λιβύης, κυρίως στην περιοχή της Κυρηναϊκής . Για να αντιμετωπίσει την επανάσταση, το καθεστώς χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, και αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά του πληθυσμού. Η τεταμένη κατάσταση και η κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση της Δύσης στη Λιβύη.
Τα Ψηφίσματα 1970 και 1973: η Δυτική Επέμβαση
«Το Συμβούλιο Ασφαλείας θα αποφαίνεται αν υπάρχει απειλή για την ειρήνη, διατάραξη της ειρήνης ή επιθετική ενέργεια και θα κάνει συστάσεις ή θα αποφασίζει ποια μέτρα θα λαμβάνονται σύμφωνα με τα Άρθρα 41 και 42, για να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια.»
-Άρθρο 39 του Χάρτη Ηνωμένων Εθνών
Στις 26 Φεβρουαρίου του 2011, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το Ψήφισμα 1970, προκειμένου να επιβάλλει μη-στρατιωτικές κυρώσεις στο καθεστώς Gaddafi για τη χρήση βίας εναντίον των πολιτών. Το Κεφάλαιο VII αποτέλεσε το νομικό έρεισμα των κυρωτικών μέτρων οικονομικού χαρακτήρα που επιβλήθηκαν, συγκεκριμένα το άρθρο 41 Χάρτη ΟΗΕ . Το Συμβούλιο Ασφαλείας αρχικά, απαίτησε να σταματήσει η βία, να εκπληρωθούν τα νόμιμα αιτήματα του πληθυσμού. Επίσης αποφάσισε την επιβολή ενός “arms embargo”, τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων σε άτομα του καθεστώτος και ταξιδιωτική απαγόρευση . Εν συνεχεία, υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας το Ψήφισμα 1973 (17 Μαρτίου 2011), το οποίο ήταν το πιο καθοριστικό για την κατάσταση στη Λιβύη και την εμπλοκή του δυτικού κόσμου. Στο Ψήφισμα, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβανόταν η επίκληση της «ευθύνης προστασίας» της κυβέρνησης της Λιβύης και η ανάγκη προστασίας των αμάχων, η άμεση κατάπαυση του πυρός, η ανάγκη η κυβέρνηση της Λιβύης να συνδράμει στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και η εγκαθίδρυση μία Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων («No Fly Zone»). Η Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων συνιστά περιοχή όπου στρατιωτικά αεροπλάνα δεν επιτρέπονται να πετάξουν κατά τη διάρκεια μιας σύρραξης . Η Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων επιβλήθηκε με σκοπό να καταστήσει αναποτελεσματική την αεροπορία του Gaddafi και συγκεκριμένα τα αμυντικά συστήματα. Προς διατήρηση της Ζώνης, μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (North Atlantic Treaty Organization) εκκίνησαν την επιχείρηση Unified Protector, η οποία αποτέλεσε την πρώτη φορά που το ΝΑΤΟ βρισκόταν σε ένοπλη σύγκρουση με μία αραβική χώρα . Στις 31 Μαρτίου 2011 άρχισε η επιχείρηση. Η κίνηση αυτή ερμηνεύτηκε από την πλευρά του Gaddafi ως μια επιθετική πράξη και ορκίστηκε να συνεχίσει να μάχεται σε δύο μέτωπα: τόσο έναντι των διεθνών δυνάμεων όσο και έναντι των επαναστατών. Η επιχείρηση έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2011, μετά τη σύσταση του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου από τους επαναστάτες.
Ορισμένοι ερευνητές θεώρησαν πως η επιχείρηση υπερέβη την εντολή του Ψηφίσματος 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας και πως η νομιμότητα της κρίνεται αμφίβολη. Επιπλέον, αμφισβητήθηκε το κατά πόσο η εμπλοκή της Δύσης ήταν «πόλεμος επιλογής» ή «πόλεμος αναγκαιότητας», με ποικίλα προβλήματα στον τομέα της οργάνωσης, ελλείψει ξεκάθαρων στόχων . Εκτός αυτού, η εφαρμογή του Ψηφίσματος 1973, σύμφωνα με τους επικριτές της επέμβασης, υπερέβη σημαντικά τον αρχικό στόχο, με σκοπό την αλλαγή του καθεστώτος και δευτερευόντως την προστασία αμάχων. Αντιθέτως, άλλοι υποστηρίζουν ένθερμα πως η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία, βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την προστασία αμάχων, έχοντας δυνατό νομικό-πολιτικό στήριγμα για την διεξαγωγή του. Σύμφωνα με το Ψήφισμα 1973, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να «λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των αμάχων». Επίσης, το γεγονός πως το Κατάρ, η Ιορδανία, το Μαρόκο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συνέδραμαν το ΝΑΤΟ στην προσπάθεια του, ενώ ταυτόχρονα οι Η.Π.Α. δεν ανέλαβαν ηγετικό ρόλο, πρόσθεσε στην εν γένει νομιμοποίηση της επέμβασης .  Για να ερευνηθεί το κατά πόσο η επέμβαση είχε νομικό υπόβαθρο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δόγμα της ευθύνης προστασίας (Responsibility to Protect).
Το δόγμα της Ευθύνης για Προστασία
«Συμπεριφερθείτε ωσάν μία ακόμη Ρουάντα επρόκειτο να συμβεί »
-Kofi Annan, 14 Σεπτεμβρίου 2005
Η ευθύνη προστασίας αφορά μία δέσμευση πολιτικού περιεχομένου από τη μεριά των κρατών-μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για καταπολέμηση των χειρότερων μορφών βίας , σε συνάρτηση με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την υφήλιο. Την ευθύνη αυτή έχουν πρώτα τα ίδια τα κράτη για τον πληθυσμό που διαβιεί στο έδαφος τους, και σε περίπτωση που αυτά δεν κατορθώσουν να διασφαλίσουν την προστασία του πληθυσμού, η διεθνής κοινότητα καλείται να συνδράμει το έργο . Η προστασία των πολιτών αφορά συγκεκριμένα για εγκλήματα που αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερα βάναυσα. Σε αυτά δεν συγκαταλέγονται συμβάντα όπως οι ατομικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα πραξικοπήματα ή ζητήματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή, παρά την προσπάθεια διεύρυνσης του πεδίου αναφοράς.
Ήδη από το 1999, ο (πρώην) Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Kofi Annan, έθεσε το εξής ερώτημα: «Εάν, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις είναι μία όντως απαράδεκτη και καίρια αμφισβήτηση στην κρατική κυριαρχία, πως θα πρέπει να απαντήσουμε σε μία Ρουάντα ή Σρεμπρένιτσα – σε κραυγαλέες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προσβάλλουν κάθε πτυχή της κοινής μας ανθρωπιάς;»    Με τις αναμνήσεις της Ρουάντα και της Σρεμπρένιτσα ακόμα νωπές, η διεθνής κοινότητα ήρθε και πάλι στο εξής ερώτημα: μη επέμβαση ή προστασία των πολιτών; Το 2005, στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών, υιοθετήθηκε το τελικό έγγραφο («World Summit Outcome» A/RES/60/1), όπου η ευθύνη προστασίας επιβεβαιώθηκε ως υποχρέωση των κρατών μελών, συγκεκριμένα στις παραγράφους 138 και 139 . Το δόγμα της Ευθύνης  Προστασίας προτάθηκε αρχικά από τη Διεθνή Επιτροπή για την Επέμβαση και την Κρατική Κυριαρχία (International Commission on Intervention and State Sovereignty – ICISS) , η οποία ήταν πρωτοβουλία της καναδικής κυβέρνησης, το 2001, προκειμένου να επιλυθεί το ως άνω δίλημμα, ανάμεσα στην κρατική κυριαρχία και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αρχή της Ευθύνης Προστασίας στηρίζεται σε 3 βασικούς πυλώνες:
 (i) το κράτος φέρει την αρχική ευθύνη να προστατεύει τον πληθυσμό του από γενοκτονίες, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εθνοκαθάρσεις·
(ii) η διεθνής κοινότητα οφείλει να συνδράμει τα κράτη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την προστασία των πληθυσμών τους·     
(iii) όταν ένα κράτος αρνείται προδήλως να προστατέψει τον πληθυσμό του ή είναι όντως το ίδιο ο δράστης αυτών των εγκλημάτων, η διεθνής κοινότητα έχει την ευθύνη ανάληψης συλλογικής δράσης .
Στην έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής, βασικό επιχείρημα του δόγματος του «Responsibility to Protect», ήταν πως η εθνική κυριαρχία έχει ως παρακολούθημα και βασική ευθύνη την προστασία του πληθυσμού του κράτους. Η προστασία του πληθυσμού ως έννοια και ως υποχρέωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κυριαρχία, με την ευθύνη του ΣΑ, υπό το άρθρο 24 του Χάρτη ΟΗΕ, νομικές υποχρεώσεις βάσει διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, διεθνών συμβάσεων και εθνικής νομοθεσίας, την πρακτική περιφερειακών οργανισμών και του ίδιου του Συμβουλίου Ασφαλείας ΟΗΕ .
Περαιτέρω, η Ευθύνη για Προστασία αναλύεται: α) στην ευθύνη για πρόληψη (responsibility to prevent), β) στην ευθύνη για αντίδραση (responsibility to react) και γ) στην ευθύνη για ανοικοδόμηση (responsibility to rebuild). Η αλυσιδωτή πορεία εκκινεί από την παραδοχή πως σημαντική είναι η προληπτική διαδικασία καταστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, και συνεχίζει με την υποχρέωση των κυρωτικών μέτρων σε, ακόμη και στρατιωτικού χαρακτήρα, σε περίπτωση της πραγμάτωσης του κινδύνου παραβίασης δικαιωμάτων.
Τέλος, η ευθύνη ανοικοδόμησης αφορά συγκεκριμένα τα μέτρα στρατιωτικού χαρακτήρα, καθώς αυτά κρίνονται ως τα πιο επίφοβα για τη δημιουργία ασταθούς κλίματος στο τέλος της επέμβασης. Γι’ αυτό και η στρατιωτική επέμβαση θεωρείται το έσχατο μέσο, σε κάθε περίπτωση. Εμφανώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι το μοναδικό όργανο που νομιμοποιείται να εγκρίνει τέτοιου είδους μέτρα, καθώς το Συμβούλιο είναι αυτό που διαθέτει το μονοπώλιο της χρήσης βίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Αν το Συμβούλιο Ασφαλείας αδυνατεί να ενεργοποιήσει τους αναγκαίους μηχανισμούς αντιμετώπισης, επαφίεται στη Γενική Συνέλευση ΟΗΕ, υπό τη διαδικασία «Ενωμένοι για την Ειρήνη», να δράσει ανάλογα. Φαίνεται, λοιπόν, πως η Ευθύνη Προστασίας, ως θεωρητικό μόρφωμα, δεν επιδιώκει να υπερκεράσει την κρατική κυριαρχία, απλώς προσδίδει στην τελευταία την χροιά της ευθύνης προστασίας του λαού, η οποία όταν δεν τηρείται, δημιουργείται παράλληλη ευθύνη σε τρίτους δρώντες προς επέμβαση. Όμως, η Ευθύνη για Προστασία δεν παρέχει δικαίωμα μονομερούς ανθρωπιστικής επέμβασης, σύμφωνα με το Τελικό Κείμενο της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης Κορυφής του 2005 και το Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας 1674 (2006) .
Υπό το πρίσμα της ανθρωπιστικής επέμβασης
Ο όρος ανθρωπιστική επέμβαση έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου να αιτιολογηθεί «η χρήση βίας εναντίον ενός κράτος, με σκοπό την προστασία των πολιτών του από κατάφωρες παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα του δικαιώματος στη ζωή ». Ενώ πριν από τη δεκαετία του 1990, η ανθρωπιστική επέμβαση δεν γινόταν αποδεκτή στο εθιμικό δίκαιο ως νόμιμη χρήση βίας, σταδιακά ορισμένα κράτη άρχισαν να την αποδέχονται. Το μεγάλο ζήτημα που αναφύεται σχετικά με την μονομερή ανθρωπιστική επέμβαση αφορά την έλλειψη σαφήνειας και συνέπειας από τα κράτη που την υποστηρίζουν. Το βέβαιο είναι πως η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση δε συνιστά νόμιμη χρήση βίας, αντιθέτως, έρχεται σε αντίθεση με την απαγόρευση χρήση βίας στο διεθνές πλαίσιο  (άρθρο 2, παράγραφος 4 του Χάρτη). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της Λιβύης, το Ψήφισμα 1973 του 2011, εξουσιοδότησε τη χρήση βίας, επομένως δεν αποτέλεσε μία μονομερή επέμβαση, η οποία θα ήταν ανεπίτρεπτη στο διεθνές δίκαιο.
Αποτίμηση της Επέμβασης στην Λιβύη
Παρά την αμφισβήτηση της νομιμότητας της, η επέμβαση στη Λιβύη δεν συνιστούσε μία μονομερή επέμβαση του δυτικού κόσμου. Ήταν μία συντονισμένη προσπάθεια προστασίας των πολιτών, υπό την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω του οποίου μπορεί να ασκηθεί νομίμως η χρήση βίας, καθώς είναι επιφορτισμένο για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Επιπλέον, το Ψήφισμα 1973 (2011), το οποίο επέτρεπε τη χρήση στρατιωτικών μέτρων, ήταν απόρροια της μη συμμόρφωσης του λιβυκού καθεστώτος στο Ψήφισμα 1970, το οποίο προέβλεπε ηπιότερα μέτρα προς αντιμετώπιση της καταστάσεως. Άλλωστε, η χρήση των συγκεκριμένων μέτρων στρατιωτικού χαρακτήρα κρίθηκαν αναγκαία για την επιβολή της Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων (No Fly Zone).
Η επιχείρηση Unified Protector επικρίθηκε έντονα και υποστηρίχθηκε πως υπερέβη το πλαίσιο εφαρμογής του Ψηφίσματος 1973, εφόσον εκ του αποτελέσματος, πέρα από την προστασία του Λιβυκού λαού, ανετράπη το καθεστώς Gaddafi . Θεωρήθηκε πως η Νατοϊκή επέμβαση έδρασε καταλυτικά στην αλλαγή του καθεστώτος, το οποίο συνιστούσε επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους. Οι υποστηρικτές της επέμβασης αντιτάσσουν στο συγκεκριμένο επιχείρημα, πως η αλλαγή του καθεστώτος αποτελούσε μία γενικότερη επιθυμία του Λιβυκού λαού, με θρυαλλίδα τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης. Η επέμβαση της Δύσης, ναι μεν συνέδραμε στην αποδυνάμωση των στρατιωτικών δυνάμεων του Gaddafi, αλλά με σκοπό την προστασία του πληθυσμού και όχι την ανατροπή της κυβέρνησης, η οποία ήδη άρχισε να χάνει την εμπιστοσύνη του λαού από τις βίαιες αντιδράσεις της στις διαδηλώσεις .
Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η άποψη που θεώρησε την επέμβαση, ως μία αποτυχημένη προσπάθεια, η οποία συνοδεύτηκε από περισσότερα αρνητικά, παρά θετικά αποτελέσματα. Αρχικά, η επέμβαση είχε ως στόχο την προστασία των πολιτών, το οποίο σημαίνει πως είχε την υποχρέωση να μεριμνήσει για την προστασία όλων των πολιτών, οι οποίοι βρίσκονταν στο Λιβυκό έδαφος. Όμως, αναδύθηκαν περιστατικά στην επιφάνεια κακομεταχείρισης και βασανισμών, πληθυσμού που είχε σκούρο δέρμα, καθώς για τους επαναστάτες, ταυτίζονταν  με τον Gaddafi . Εκτός αυτού, επικρίθηκε έντονα ο βομβαρδισμός της πόλης Sirte, από όπου προερχόταν ο Gaddafi, καθώς ο τοπικός πληθυσμός δεν δεχόταν επιθέσεις από το καθεστώς και υποστήριζε ένθερμα την κυβέρνηση.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Λιβύη
Μετά την πτώση του καθεστώτος, η κατάσταση στη Λιβύη παρέμεινε ασταθής. Η μεταβατική κυβέρνηση, τον Ιούλιο του 2012, παρέδωσε την εξουσία στο General National Congress. Το GNC αντιμετώπισε ποικίλα προβλήματα, όπως τη διάδοση του Ισλαμικού Κράτους . Δύο χρόνια αργότερα, προκειμένου να αποδυναμωθούν ισλαμικές ένοπλες ομάδες, ξεκίνησε η επιχείρηση Dignity. Καθώς και οι δύο ομάδες κατείχαν τμήματα της Λιβύης, ξέσπασε εμφύλιος για ακόμη μία φορά. Στην μετά τον Gaddafi εποχή δημιουργήθηκε ένα κενό εξουσίας, το οποίο διάφορες ομάδες προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να γεμίσουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτική αστάθεια, Τον Απρίλιο του 2019, ο στρατάρχης Haftar εξαπέλυσε επίθεση προς την Τρίπολη, όπου εδρεύει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση . Τον Οκτώβριο του 2020 συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός.
Στρατιωτικές Επεμβάσεις σε Εμφύλιες Συρράξεις: η περίπτωση της Υεμένης
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη έχει χαρακτηριστεί από την παγκόσμια κοινότητα ως μια εκ των πιο αιματηρών ανθρωπιστικών κρίσεων που γνώρισε ποτέ ο σύγχρονος κόσμος. Ο Asher Orkaby  εξηγεί πως η τωρινή διαμάχη έχει ως πηγή τον τρόπο που η Υεμένη συστάθηκε ως κράτος, πώς αντιμετωπίστηκε υπό την Βρετανική κυριαρχία, τον ρόλο της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και την θέση της σήμερα, ως το επίκεντρο της διαμάχης ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Χαρτογράφηση της Υεμένης
Η Υεμένη βρίσκεται σε ένα απόμακρο σημείο του κόσμου, συνορεύοντας με τη Σαουδική Αραβία στο Βορρά και το Ομάν στο Νότο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της περιβάλλεται από θάλασσα . Εκκινώντας μια πρώιμη ιστορική αναδρομή, καθίσταται αντιληπτό πως η Υεμένη αποτελεί κράτος το οποίο δεχόταν πολλές εξωτερικές επιρροές. Η περιοχή που περιλαμβάνει σήμερα το κράτος της Υεμένης, ήταν παραδοσιακά διαχωρισμένη σε δύο επιμέρους τμήματα, ένα στον Βορρά και ένα στον Νότο. Η κάποτε Βόρεια Υεμένη αποτελούσε μέρος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 19ου αλλά και τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ η Νότια Υεμένη βρέθηκε υπό βρετανική επιρροή το έτος 1839, όταν βρετανικά στρατεύματα κατέλαβαν το λιμάνι του Άντεν . Την διαίρεση του κράτους της Υεμένης σε δύο τμήματα υπό διαφορετική κυριαρχία, επικύρωσε η συνθήκη μεταξύ των Βρετανών και των Οθωμανών το 1904. Το έτος 1918 και μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , η Βόρεια Υεμένη αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος ενώ η Νότια Υεμένη εξακολούθησε να βρίσκεται υπό βρετανική κυριαρχία, έως το 1968, χρονολογία την οποία η Βρετανία αποχώρησε από την περιοχή. Παρά την μερική απελευθέρωση της περιοχής, το αυτοκρατορικό παρελθόν στο έδαφος της Υεμένης αποτέλεσε σημείο τομής, με τις συνέπειές του να εμφανίζονται στο προσκήνιο και να είναι ορατές μέχρι και σήμερα.
Πολιτικές αναταραχές ανά τους αιώνες
Η εποχή του Ισλάμ στην Υεμένη, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τον έβδομο αιώνα μ.Χ., αποτελεί ορόσημο για τη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή, με μια πληθώρα σημαντικών γεγονότων να λαμβάνουν χώρα τη δεδομένη χρονική περίοδο. Η δύναμη με την οποία εξαπλώθηκε το Ισλάμ, από τη Μέκκα  και τη Μεδίνα , διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στον ραγδαίο και ενδελεχή προσηλυτισμό που ακολούθησε στο Ισλάμ. Για τους επόμενους περίπου τρεις αιώνες, στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής βρισκόταν μια σειρά Μουσουλμάνων Χαλίφηδων. Από τους Ομαγιάδες, οι οποίοι κυβέρνησαν στη Δαμασκό, η ηγεσία πέρασε στους Αββασίδες Χαλίφηδες ενώ αργότερα, τον ένατο αιώνα μ.Χ. μια τοπική δυναστεία, διαφορετική από τις προαναφερθείσες, έδωσε τέλος στην κυριαρχία τόσο των Αββασίδων όσο και του αραβικού χαλιφάτου. Η Υεμένη αναδιαρθρώθηκε και της δόθηκε τότε η ευκαιρία να αναπτύξει μια δική της μορφή του αραβο-ισλαμικού πολιτισμού .  
Περίπου τον 10ο αιώνα μ.Χ., εγκαθιδρύθηκε στην περιοχή το σιιτικό θεοκρατικό καθεστώς των Ζαιντί (Zaydi), διαμορφώνοντας έναν διαχρονικό και στενό δεσμό των πόλεων και των φυλών στα βόρεια ορεινά μέρη της χώρας.
Τον 16ο  αιώνα, μια ομάδα Πορτογάλων εμπόρων κατέλαβαν την περιοχή της Αραβίας σε συνδυασμό με τους δρόμους του εμπορίου στην Ερυθρά θάλασσα, που βρισκόταν ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Ινδία. Έπειτα από την προσάρτηση του νησιού Σοκότρα στον Ινδικό Ωκεανό, ακολούθησε μια αποτυχημένη προσπάθειά τους να προσαρτήσουν και το λιμάνι του Άντεν στην Υεμένη. Την ίδια χρονική περίοδο, οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι προσπάθησαν και αυτοί με τη σειρά τους να καταλάβουν την εξουσία στην Υεμένη. Με επιτυχία πήραν στην κατοχή τους τη Σαναά αλλά δεν κατόρθωσαν να προσαρτήσουν το Άντεν.
Το έτος 1517 ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέλαβε την Αίγυπτο και λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 1538 έθεσε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος της Υεμένης. Οι Οθωμανοί κυριαρχήσαν για περίπου έναν αιώνα, όταν ύστερα από μια μακρά περίοδο αιματηρών αγώνων εκδιώχθηκαν από την περιοχή και την ηγεσία ανέλαβε το καθεστώς των Ζαιντί, ενισχύοντας την εθνική ταυτότητα της Υεμένης.
Ο χωρισμός της Υεμένης σε δύο επιμέρους κράτη ξεκίνησε με την κατάληψη του λιμανιού του Άντεν από τη Βρετανία το έτος 1839 και της εκ νέου κατάληψης του βόρειου τμήματος της Υεμένης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως προαναφέρθηκε και παραπάνω. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, οι δύο κυρίαρχοι της περιοχής επέκτειναν την εξουσία και τον έλεγχό τους στα εδάφη της Υεμένης. Μεταβαίνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα, οι δύο δυνάμεις χάραξαν συνοριακές γραμμές ανάμεσα στα εδάφη τους, οι οποίες ονομάστηκαν αντίστοιχα Βόρεια και Νότια Υεμένη. Τα συγκεκριμένα σύνορα διατηρήθηκαν ανέπαφα για το μεγαλύτερο μισό του 20ου αιώνα. Στο βόρειο τμήμα της Υεμένης και έπειτα από πολλές εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα, το 1911 οι Οθωμανοί παραχώρησαν στον Ιμάμη της περιοχής την εξουσία στο μεγαλύτερο τμήμα της και εγκαθιδρύθηκε επίσημα το θεοκρατικό καθεστώς των Ζαιντί, το οποίο κατέστη γνωστό ως το «βασίλειο των Μουταγουακιλιτών» . Λίγα χρόνια αργότερα, η ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και η αντί-Οθωμανική εξέγερση των Αράβων, στον οποίο έλαβαν μέρος και κάτοικοι της Υεμένης, ανάγκασε τους Οθωμανούς να αποχωρήσουν οριστικά από την περιοχή το 1918 . Για τα επόμενα 44 χρόνια, η Βόρεια Υεμένη κυβερνήθηκε από δύο ισχυρούς ιμάμηδες.
Η κοινωνία της Βόρειας Υεμένης άλλαξε. Απομονώθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο και ανέπτυξε τον ισλαμικό πολιτισμό, την εποχή που ο υπόλοιπος κόσμος έτρεχε με ταχείς ρυθμούς με σκοπό τον πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Ως απόρροια της συγκεκριμένης πρακτικής ήταν η γένεση του εθνικιστικού κινήματος της ελεύθερης Υεμένης στα μέσα της δεκαετίας του 1940, μια αποτυχημένη προσπάθεια έναρξης μιας επανάστασης το έτος 1948 με θύμα τον Ιμάμη Γιαχία, έναν εκ των δύο ηγετών της Υεμένης, ένα μη επιτυχές πραξικόπημα το έτος 1955 κατά του δεύτερου ηγέτη της Υεμένης και γιο του Ιμάμη Γιαχία, Ιμάμ Αχμάντ, με το αποκορύφωμα να είναι η επανάσταση του 1962 που επέφερε την καθαίρεση του Ιμάμη από την ομάδα των εθνικιστών αξιωματικών. Η ηγεσία της, πλέον, Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης ήταν γεγονός, με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ αλ-Σαλάλ.
Παράλληλα, το νότιο τμήμα της Υεμένης ανέπτυξε ένα αντιαποικιακό κίνημα εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας, με απώτερο στόχο την οριστική εκδίωξή της από την περιοχή. Η τελική αποχώρηση της Βρετανίας από τη Νότια Υεμένη έλαβε χώρα το 1968, οπότε ανέλαβαν την κυριαρχία κομμουνιστικές δυνάμεις με τους συμμάχους τους, διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης το ίδιο έτος. Για αρκετά χρόνια, το νότιο τμήμα είχε σοσιαλιστική κυβέρνηση, με τη στήριξη της Ε.Σ.Σ.Δ. Η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός χάσματος ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα της χώρας, ιδίως στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι «Δυτικές Δυνάμεις» και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προσέγγισαν την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν οδήγησε σε ρήξη των δύο χωρών, εντούτοις υπήρξε και μια περίοδος ειρηνικής συνύπαρξής τους .
Το έτος 1990 σήμανε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ταυτοχρόνως τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ, γεγονός που συνέβαλε καταλυτικά στην ενοποίηση της Υεμένης, αφού το νότιο τμήμα της βρισκόταν υπό μέγιστη οικονομική και εμπορική εξάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση. Την ενοποίηση ακολούθησαν εκλογές, η διεξαγωγή των οποίων ανέδειξε ως Πρόεδρο της χώρας τον Α. Saleh το έτος 1993. Παρά την αποτυχία ενός εμφυλίου πολέμου ένα χρόνο αργότερα, με υποκινητές το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Υεμένης και του πρώην κράτους της Νότιας Υεμένης, ο Saleh παρέμεινε στην εξουσία και προχώρησε διωγμούς εναντίον των κατοίκων του νότου, των κομμουνιστών αλλά και του ευρύτερου κόσμου της Αριστεράς της Υεμένης.
Η άνοδος του κινήματος των Huthi
Οι Huthi είναι μια εξέχουσα οικογένεια από τα βορειότερα υψίπεδα της Υεμένης με επικεφαλής τον αποθανόντα πατριάρχη της οικογένειας έναν αξιοσέβαστο θρησκευτικό ηγέτη και Σαγίντ , Hussein al-Houthi  .
Οι Huthi ή αλλιώς «Υποστηρικτές του Θεού», ξεκίνησαν ως ένα πρόγραμμα θρησκευτικής αναγέννησης κατά τη δεκαετία του 1990 (o προσηλυτισμός από τη Σαουδική Αραβία απείλησε να υπονομεύσει την παραδοσιακή θρησκευτική αίρεση των Ζαιντί  που είναι μοναδική στο έδαφος της Υεμένης, την οποία ασπάζεται και ασκεί περίπου το 40% του πληθυσμού της χώρας).
Υπό την ηγεσία του Hussein al-Houthi, οι Ζαιντί διαμόρφωσαν ένα πολιτικό κόμμα , το οποίο πέτυχε ελάχιστα απτά αποτελέσματα, πριν μεταμορφωθούν σε ένα λαϊκίστικό μέτωπο έξω από τα όρια της εθνικής κυβέρνησης της Υεμένης.
Το σύνθημα του Hussein: «θάνατος στην Αμερική, θάνατος στο Ισραήλ, κατάρα στους Εβραίους, νίκη στο Ισλάμ» εξαπλώθηκε εν μια νυκτί στα τζαμιά και τα θρησκευτικά σχολεία των Ζαιντί, τονίζοντας έντονα τη σχέση μεταξύ του μισητού καθεστώτος του προέδρου της Υεμένης, Ali Abdullah Saleh, και των αυξανόμενων αντιαμερικανικών συναισθημάτων που εξαπλώνονταν σταδιακά σε όλη την Μέση Ανατολή .
Η θρησκευτική αντιπολιτευτική στάση που διατηρούσαν οι Ζαιντί απέναντι στην δημοκρατία της Υεμένης, λήφθηκε υπόψη σαν απειλή στο πολίτευμα του Saleh και τελικά οδήγησε σε μια εκτεταμένη σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών της οικογένειας Huthi και των δυνάμεων που είχαν ως επικεφαλής τον Αλ-Αχμάρ, παιδικό φίλο του Saleh και σαλαφιστή κατά πίστη.  
Παράλληλα, ο Saleh έδωσε την υποστήριξή του στον «Πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που υποκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως και στην εισβολή τους στο Ιράκ το έτος 2003. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη οργή στους υποστηρικτές του κινήματος, με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι ο Saleh ενθαρρύνει την δυτική κυριαρχία, η οποία προηγουμένως απειλούσε τα έθιμα, τις παραδόσεις και γενικότερα τον τρόπο ζωής και διαβίωσής τους.
Το έτος 2004 και έπειτα από έξι διαμάχες, ο Saleh εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον θρησκευτικό ηγέτη Al-Huthi, με αποτέλεσμα λίγους μόλις μήνες αργότερα να σκοτωθεί από δυνάμεις της Υεμένης . Οι υποστηρικτές του τον μετέτρεψαν σε μάρτυρα των Ζαιντί για θρησκευτικούς λόγους, χαρίζοντας μεταθανάτια το οικογενειακό του όνομα στο κίνημα. Την ηγεσία του κινήματος των Huthi ανέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα ο πατέρας του και αργότερα ο αδελφός του Abdul Malik.
Το χρονικό της εισβολής των Σαουδαραβών στην Υεμένη
Η επιρροή της Αραβικής Άνοιξης
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2010 έλαβε χώρα η έκρηξη της «Αραβικής Άνοιξης». Οι εκτεταμένες συνέπειές της δεν ήταν ακόμη ορατές σε διεθνές επίπεδο και στις κυβερνήσεις της τότε εποχής. Μια σειρά γεγονότων, όπως η αύξηση των εμφυλίων συγκρούσεων στα κράτη του αραβικού κόσμου καθώς και η ανατροπή δικτατορικών κυβερνήσεων, αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλούς ερευνητές και μελετητές να αναζητήσουν τα βαθύτερα αίτια των διενέξεων και να δώσουν μια λύση στους λαούς του αραβικού κόσμου που υπέφεραν από τις τραγικές συνέπειες των συνεχών συγκρούσεων .
Η αυγή της Αραβικής Άνοιξης στην Τυνησία και την Αίγυπτο δεν άργησε να μετατοπιστεί και στην Υεμένη. Ήδη από τις 29 Δεκεμβρίου 2010 ξεκίνησε μια σειρά διαδηλώσεων και εξεγέρσεων των κατοίκων της χώρας, όταν το «Γενικό Λαϊκό Συνέδριο» που βρισκόταν στην εξουσία, εξέφρασε την επιθυμία του να παραμείνει ο A. Saleh ισόβια στο αξίωμα του Προέδρου. Μέχρι και τις αρχές του έτους 2011, οι εξεγέρσεις γενικεύθηκαν σε όλο το έδαφος της Υεμένης, με κύριο και πρωταρχικό αίτημά τους την αποχώρηση του Saleh, καθώς και πολλών συγγενών του από την εξουσία.
Όταν μια απογοητευμένη γενιά νέων ανθρώπων βγήκε στους δρόμους και διαμαρτυρήθηκε για τον νεποτισμό, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας που μάστιζαν την χώρα, την διαφθορά αλλά και για τις δημόσιες υποδομές, που ελάχιστα επωφελήθηκαν από τα κρατικά έσοδα χάρη στην παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου, η έκβαση ήταν η εκτεταμένη αστυνομική βία και η αιματοχυσία, με δεκάδες διαδηλωτές να σκοτώνονται, ενώ οι πολίτες της χώρας που αντιστάθηκαν, δέχθηκαν επιθέσεις ως αντίποινα, με αποκορύφωμα τον βομβαρδισμό της προεδρικής κατοικίας του Saleh τον Ιούνιο του 2011. O συνδυασμός των προαναφερθέντων γεγονότων οδήγησε τελικά στην παραίτηση του επί χρόνια προέδρου Saleh το ίδιο έτος .
Έπειτα από αρκετές ημέρες σκληρών και χρονοβόρων διαπραγματεύσεων, στα τέλη Νοεμβρίου 2011, ο Saleh συμφώνησε στην υπογραφή μιας διεθνούς συμφωνίας, προκειμένου να μεταβιβαστεί η εξουσία στον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Hadi, με αντάλλαγμα να κερδίσει την ασυλία του από μια μελλοντική δίωξη. Το περιεχόμενο της συμφωνίας καλούσε, επίσης, τις θρησκευτικές και πολιτικές αρχές της Υεμένης να πραγματοποιήσουν μια «Διάσκεψη Εθνικού Διαλόγου», με εκπροσώπους του λαού από όλα τα κοινωνικά στρώματα με κύριο άξονα και απώτερο στόχο την συζήτηση και την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων αναφορικά με την σύνταξη νέου Συντάγματος. Οι εκλογές διεξήχθησαν τον Φεβρουάριο του 2012 και ο Hadi ορκίστηκε επίσημα ως ο νέος πρόεδρος της Υεμένης .
Η ένοπλη σύγκρουση
Η κυβέρνηση του Hadi αντιμετώπισε ένα ευρύ κύμα κριτικής και δυσαρέσκειας λόγω των έκτακτων περικοπών στις επιδοτήσεις καυσίμων που αποφάσισε να εισάγει, ισχυριζόμενος πως ήταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση του ολοένα αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος .
Η ένοπλη σύγκρουση πυροδοτήθηκε τότε μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων, των επαναστατών Huthi και διάφορων άλλων ενόπλων ομάδων μετά την κατάρρευση του σχεδίου που αφορούσε την ρύθμιση για την κατανομή της εξουσίας, οδηγώντας στην κορύφωση της βίας και των εχθροπραξιών τον Σεπτέμβριο του 2014. Οι Huthi, σε συνεργασία με φιλικά προσκείμενες μονάδες των ενόπλων δυνάμεων κατέλαβαν τον έλεγχο της Σαναά, της πρωτεύουσας και της μεγαλύτερης πόλης της Υεμένης, αλλά και τον έλεγχο και άλλων περιοχών της χώρας, τον Σεπτέμβριο του 2014. Το γεγονός αυτό, ώθησε τον πρόεδρο Hadi, ο οποίος εκδιώχθηκε να ζητήσει από τη Σαουδική Αραβία να παρέμβει εναντίον των Huthi που υποστηριζόταν από το Ιράν.
Στα τέλη Ιανουαρίου 2015, η ένταση των συγκρούσεων αυξάνεται συνεχώς μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των φυλών. Περίπου ένα μήνα αργότερα, οι αντάρτες Huthi ανακοίνωσαν επίσημα την κατάληψη της εξουσίας, διαλύοντας το κοινοβούλιο και εγκαθιδρύοντας ένα πενταμελές προεδρικό συμβούλιο ως τη νέα μεταβατική κυβέρνηση. Στις 15 Φεβρουαρίου 2015, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εκδίδει ψήφισμα κατακεραυνώνοντας τις ενέργειες των Huthi και προτρέποντάς τους να επιστρέψουν στη διαδικασία μετάβασης της κυβέρνησης που καθιέρωσε η Διάσκεψη Εθνικού Διαλόγου .
Η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη έλαβε χώρα στις 26 Μαρτίου 2015. Η Σαουδική Αραβία ηγείτο ενός συνασπισμού εννέα χωρών από την Δυτική και Βόρεια Αφρική, ανταποκρινόμενο στην πρόσκληση του προέδρου της Υεμένης Hadi, για στρατιωτική υποστήριξη μετά την εκδίωξή του από το κίνημα των Huthi, παρά την πρόοδο που είχε σημειωθεί στην πολιτική κατάσταση της χώρας υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Εθνών εκείνη την περίοδο.
Το ζήτημα της σύρραξης στην Υεμένη υπό το πρίσμα του Διεθνούς Δικαίου
Είναι γενικά δεκτό πως το δίκαιο επιτρέπει στην νόμιμη κυβέρνηση ενός κράτους που αντιμετωπίζει ένοπλη εξέγερση να απευθύνει σε άλλα κράτη πρόσκληση για στρατιωτική συνδρομή με σκοπό την καταστολή της. Όταν οι επαναστάτες ενισχύονται υλικά από άλλα κράτη, η αποστολή στρατευμάτων μετά από αίτημα της κυβέρνησης θεωρείται νόμιμη είτε ως άσκηση συλλογικής άμυνας είτε ως «αναλογικά αντίμετρα» ανάλογα του δικαιώματος άμυνας .
Η έλλειψη νομιμότητας στην αποστολή στρατιωτικής συνδρομής μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης στο έδαφος άλλου κράτους, το οποίο βρίσκεται σε εμφύλια σύρραξη πρέπει να αναζητηθεί, όχι στην κατ’ αρχήν νομιμότητα της συναίνεσης της κυβέρνησης του κράτους, αλλά στην γνησιότητά της και στην μετέπειτα στάση του κράτους που συνδράμει στρατιωτικά. Επομένως, σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς δικαίου, η πρόσκληση ή συναίνεση για στρατιωτική συνδρομή είναι παράνομη όταν:
1)    Είναι προϊόν προηγούμενης απειλής ή χρήσης βίας από το κράτος που την παρέχει, ήτοι το κράτος που απέστειλε στρατό το έκανε με δίκη του πρωτοβουλία (όπως συνέβη στην περίπτωση του Ιράκ με την εισβολή στο Κουβέιτ το 1990). Οφείλει πρώτα να λαμβάνει χώρα η πρόσκληση και έπειτα η στρατιωτική επέμβαση.
2)    Η πρόσκληση δεν είναι σαφής, αλλά απλώς εικάζεται.
3)    Προέρχεται από φορέα που δεν είναι ή δεν ανήκει στην κυβέρνηση του κράτους. Πρέπει να έχουμε αποτελεσματική κυβέρνηση και αυτή η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρει αν είναι εκλεγμένη δημοκρατικά η όχι αλλά να ελέγχει αποτελεσματικά το κράτος. Κρίσιμη είναι η στιγμή την οποία ξεσπά η εξέγερση ώστε να ελεγχθεί αν εκπροσωπεί το κράτος, σε συνδυασμό με την διεθνή αναγνώρισή της από άλλα κράτη. Αν είναι δημοκρατικά εκλεγμένη η κυβέρνηση, έχει την αναγνώριση και στο εσωτερικό του κράτους. Αν η κυβέρνηση του κράτους που διατυπώνει πρόσκληση για στρατιωτική συνδρομή δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί στην εσωτερική αυτοδιάθεση ως νομιμοποιητική βάση και δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, δεν πρέπει να γίνει καθόλου επέμβαση ή θα πρέπει να ζητηθεί νομιμοποίηση σε άλλη βάση, δηλαδή σε εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ. Ο φορέας που έχει τον αποτελεσματικό έλεγχο, κατά την κρατούσα άποψη στην πρακτική των κρατών είναι σημαντικότερος από αυτόν που έχει τη νομιμοποίηση.
Σύμφωνα με το κλασικό διεθνές δίκαιο επιτρέπεται οποιαδήποτε συνδρομή στην κυβέρνηση ενός κράτους αλλά όχι στους επαναστάτες. Ο κανόνας αυτός ισχύει μέχρι σήμερα όπως έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ.  
Γενικά, όταν ένα κράτος αντιμετωπίζει έναν εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή μια σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, η οποία συνήθως είναι μια ένοπλη αντιπολίτευση, η βία την οποία  χρησιμοποιεί για να την καταστείλει δεν είναι αντικείμενο του Άρθρου 2 παρ. 4 του Χάρτη ΟΗΕ, διότι η καταστολή ενός τέτοιου κινήματος επιτυγχάνεται με βία στο εσωτερικού του κράτους και όχι με βία στις διεθνείς σχέσεις. Επομένως όταν η πρόσκληση απευθύνεται προς ένα άλλο κράτος το οποίο ανταποκρίνεται θετικά, η βία εξακολουθεί να είναι στις εσωτερικές σχέσεις και αυτό γιατί η αποστολή στρατευμάτων του άλλου κράτους καλύπτεται  από την συναίνεση της κυβέρνησης που απευθύνει την πρόσκληση.
Έχει υποστηριχθεί ευρέως πως εάν η ένοπλη αντιπολίτευση ενισχύεται με οπλισμό ή εκπαίδευση ή πληροφορίες από αλλά κράτη, αυτή η υλική ενίσχυση θα αποτελεί χρήση βίας. Η μεταφορά και παράδοση στρατιωτικού εξοπλισμού από τρίτα κράτη, η χρηματοδότηση, οι χρηματικές δωρεές αλλά και άλλοι παράγοντες έχουν μεγάλη επίδραση στους εμφυλίους πολέμους . Στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, είναι γνωστό πως οι Huthi για συναπτά έτη χρηματοδοτούνταν από το Ιράν.
Οι κανόνες διεθνούς δικαίου
Το διεθνές εθιμικό δίκαιο απαγορεύει την ανάμειξη κρατών στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους. Ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.7 ορίζει ρητά πως καμία διάταξη του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών δε δίνει το δικαίωμα στον ΟΗΕ να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, παρά μόνο σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες προβλέπεται η λήψη εξαναγκαστικών μέτρων με βάση το Κεφάλαιο VII.
Παρόλο που η εθνική κυριαρχία και η μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών συνιστά ένα από τα θεμέλια του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, σε πολλές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί τρίτα κράτη να εμπλέκονται στρατιωτικά σε ένα εμφύλιο πόλεμο (βλ. η εισβολής του Βιετνάμ στην Καμπότζη το 1979).
Οι αποφάσεις κυβερνήσεων να επέμβουν στρατιωτικά σε εμφύλια σύρραξη μιας άλλης χώρας, όπως η απόφαση των ΗΠΑ να εμπλακούν στο Βιετνάμ, έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις τόσο μεταξύ των πολιτικών όσο και μεταξύ των απλών πολιτών. Η σύγκρουση του Βιετνάμ αποτέλεσε παράδειγμα τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής της χώρας, αποδεικνύοντας ότι πρέπει να αποφευχθούν στο μέλλον ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις.
Ας ερευνήσουμε, λοιπόν, τα σημαντικά εκείνα κριτήρια, κατά τον Καθηγητή του πανεπιστημίου του Stanford James D. Fearon, σύμφωνα με τα οποία αποφασίζεται από ένα κράτος η επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους, ή αντιθέτως αποφεύγεται μια τέτοιου είδους ενέργεια σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Η πρώτη διάσταση που λαμβάνεται υπόψη είναι αυτός καθ’ αυτός ο εμφύλιος πόλεμος. Ανά τους αιώνες έχουν δοθεί ορισμοί με απώτερο στόχο την οριοθέτηση της έννοιας του εμφυλίου πολέμου, από τον Θουκυδίδη μέχρι και την σύγχρονη εποχή. Ο James Fearon ορίζει τον εμφύλιο πόλεμο ως εξής: «μια βίαιη σύγκρουση μέσα σε μια χώρα, μια μάχη μεταξύ οργανωμένων ομάδων που επιδιώκουν να καταλάβουν την εξουσία στο κέντρο του κράτους ή σε μια περιοχή ή επιδιώκουν να μεταβάλλουν την δημόσια πολιτική, βασιζόμενες σε βαθιές κοινωνικές, εθνικές και πολιτικές αντιφάσεις, οι οποίες ξεκίνησαν σε τοπικό επίπεδο και μετέπειτα εξελίχθηκαν σε εθνικό ζήτημα» .
Η δεύτερη διάσταση συνίσταται στην δυνατότητα αλλά και την επιθυμία του τρίτου κράτους να παρέμβει στον εμφύλιο πόλεμο. Η ευκαιρία αυτή συχνά προσδιορίζεται ως γεωγραφική εγγύτητα και οικονομική δυνατότητα συμμετοχής σε μια σύρραξη. Συνεπώς, συνάγεται προδήλως πως η εξωτερικές επεμβάσεις γίνονται κατά κανόνα από μεγάλες δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, ή ακόμη και από γειτονικά κράτη που έχουν συμφέροντα από την εμπλοκή. Τα γειτονικά αυτά κράτη, στην πλειονότητα των περιπτώσεων που έχουν απασχολήσει το διεθνές δίκαιο διαθέτουν εντονότερο ενδιαφέρον για την σύγκρουση καθώς είναι πιθανότερο να επηρεαστούν από την έκβαση και τις συνέπειές της.
Η τρίτη διάσταση κινείται γύρω από τα κίνητρα που διαθέτει ένα κράτος για την παρέμβασή του σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Συνήθως, το κίνητρο των κρατών είναι μακρά ιστορία εχθρότητας ανάμεσα στα κράτη, τα οποία τείνουν στην υποστήριξη αντιπάλων πλευρών σε μια σύγκρουση. Ωστόσο, η ποικιλία των κινήτρων είναι ευρεία, με αυτά να εναλλάσσονται από οικονομικά, σε στρατηγικά ή ακόμη και πολιτικά. Για παράδειγμα, οι πιθανότητες παρέμβασης ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους αυξάνονται όταν το κράτος που πλήττεται από εμφύλιο έχει μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και το κράτος το οποίο πραγματοποιεί την στρατιωτική επέμβαση έχει μεγάλη ανάγκη για πετρέλαιο.
Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν
Η στρατιωτική επιχείρηση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη του 2015 υποστηρίχθηκε ενεργά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού, ανεφοδιασμού, εναέριας αρωγής αλλά και πληροφορίες για στόχευση. Παράλληλα, το Ιράν ενίσχυε τους Huthi, μετατρέποντας την Υεμένη σε «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» (proxy war) μεταξύ περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων.
Η Σαουδική Αραβία κατέστησε σαφές πως θεωρεί την σύγκρουση στο έδαφος της Υεμένης ως μία επέκταση του ανταγωνισμού της με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Η Ιρανική οπτική γωνία έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις της Σαουδικής Αραβίας για την κρίση στην Υεμένη, με τους Σαουδάραβες ιθύνοντες να υποστηρίζουν σθεναρά πως η εξαγορά των Huthi από το Ιράν συνιστά μια διατάραξη της ομαλότητας και έναν σφετερισμό της εξουσίας, δικαιολογώντας παράλληλα την στρατιωτική επέμβασή τους μετά την πρόσκληση του  προέδρου Hadi ως μια μορφή προστασίας της ίδιας της Υεμένης και του λαού της. Οι Ιρανοί υποστηρίζουν, από την αντίθετη πλευρά, πως η διατήρηση της κυβέρνησης του Hadi αποτελεί αναγκαία συνέπεια της σύγκρουσης, προβάλλοντας έντονα το επιχείρημα πως η νομιμότητα της κυβέρνησης του Hadi είναι αμφισβητήσιμη, με αποτέλεσμα η εισβολή της Σαουδικής Αραβίας να καθίσταται παράνομη και αυθαίρετη, διότι είναι αντίθετη με τους παραδοσιακούς κανόνες του διεθνούς δικαίου αναφορικά με την μη εμπλοκή τρίτων κρατών στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους .
Εντούτοις, ο Hadi παραμένει ο διεθνώς αναγνωρισμένος πρόεδρος της Υεμένης, παρόλο που κατοικεί στη Σαουδική Αραβία από το 2017. Η συναίνεσή του στις επεμβάσεις των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας στην χώρα διέθετε νομική βάση, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν μακροχρόνιες αδιευκρίνιστες ανησυχίες και αδιευκρίνιστα σημεία σχετικά με την εγκυρότητα αυτής της συναίνεσης.
Διανύοντας πολλά έτη πολέμου, φθάνουμε στο έτος 2021, όπου λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Joe Biden ανακοίνωσε σε διάγγελμά του πως «τερματίζει οποιαδήποτε αμερικανική υποστήριξη στις επιθετικές επιχειρήσεις στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένης και της πωλήσεως όπλων». Ωστόσο, έχει καταστεί σαφές, πως η υποστήριξη των ΗΠΑ συνεχίστηκε με την μορφή «αμυντικής» αρωγής, που περιλάμβανε την συντήρηση σαουδαραβικών αεροσκαφών και της παροχής άλλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού όπως και πληροφοριών. Μια μερίδα διεθνολόγων, υποστηρίζει πως η συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά συνεχή υποστήριξη (ακόμη και έμμεση) για τις επιχειρήσεις της Σαουδικής Αραβίας στο έδαφος της Υεμένης .
Η ανθρωπιστική κρίση σήμερα
O εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη μαίνεται εδώ και εννέα χρόνια, δίχως κάποια ένδειξη πως πρόκειται να δοθεί ένα τέλος στο κοντινό μέλλον. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που εξέδωσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, περισσότεροι από 24.1 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε άμεση ανάγκη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πρώτες βοήθειες, ενώ από το 2015 που σήμανε την αφετηρία του πολέμου, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια πολίτες εκτοπίστηκαν βάναυσα από τις κατοικίες τους. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με την εξέλιξη της σύρραξης, έχει υποστηριχτεί από τον ΟΗΕ πως η κρίση στην Υεμένη συνιστά μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις που κλήθηκε ο σύγχρονος κόσμος να αντιμετωπίσει, με τα θύματα να ανέρχονται στα 377.000 πλέον, μετά το πέρας εννέα σχεδόν χρόνων και με το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών να είναι παιδιά κάτω των επτά ετών . Πρόκειται για έναν πόλεμο δίχως τέλος.
Σχόλια και συνολική αποτίμηση των ένοπλων επεμβάσεων σε εμφύλιες συρράξεις
Αντικείμενο της μελέτης απετέλεσε η μελέτη των στρατιωτικών επεμβάσεων στην Μέση Ανατολή με κεντρικό άξονα τα γεγονότα σε τρία κράτη: την Συρία, την Υεμένη και την Λιβύη. Στόχος ήταν να δοθεί έμφαση σε ειδικότερα θέματα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, δίχως ωστόσο να παραλειφθούν σημαντικά ιστορικά και πολιτικά στοιχεία απαραίτητα για την πληρέστερη παρουσίαση της θεματικής.
Οι υπό έρευνα στρατιωτικές επεμβάσεις παρέχουν την αφορμή για την εξέταση θεματικών του δημοσίου διεθνούς δικαίου, όπως αυτών της επέμβασης κράτους κατόπιν πρόσκλησης της κυβέρνησης, αλλά και της εξουσιοδότησης στρατιωτικής επέμβασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας όταν συντρέχει κίνδυνος ανθρωπιστικής κρίσης.
Επέμβαση μετά από πρόσκληση κυβέρνησης κράτους
Ιστορικά, στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80 με τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, η επέμβαση μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης ενός κράτους αντιμετωπιζόταν με κάποιον σκεπτικισμό λόγω της εμφάνισης του δόγματος περί «αρνητικής ισότητας» (negative equality principle). Το τελευταίο υπαγόρευε την αποφυγή της εμπλοκής των υπερδυνάμεων στις υποθέσεις τρίτων κρατών υπό τον φόβο της κλιμάκωσης ενός πυρηνικού πολέμου. Αμφισβητείται ωστόσο αν το εν λόγω δόγμα αποτέλεσε ποτέ εθιμικό δίκαιο παρά την ύπαρξη σχετικών κρατικών πρακτικών . Συγκεκριμένα, παριστάμενος στο 16ο  συνέδριο των χωρών της Αφρικής και της Γαλλίας ο πρόεδρος Μιτεράν δήλωσε πως η χώρα του δέχεται να παρέμβει μόνο σε περίπτωση εξωτερικής απειλής της ανεξαρτησίας και όχι σε περίπτωση εσωτερικής διαμάχης . Στον αντίποδα, πιο αμφιλεγόμενη διαχρονικά παρουσιάζεται η στάση της Μ. Βρετανίας απέναντι στην αρχή της μη επέμβασης, καθότι πάγια και με συνέπεια δέχεται την ανθρωπιστική επέμβαση ως θεμιτή εξαίρεση στην εν λόγω αρχή .
Αποκρυσταλλωμένη άποψη επί του χαρακτηρισμού της μη επέμβασης σε υποθέσεις τρίτων κρατών ως εθιμικού κανόνα ή μη παρέσχε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ . Το Δικαστήριο τοποθετήθηκε επί της νομιμότητας της επέμβασης σε τρίτο κράτος αποφαινόμενο πως η αρχή της μη επέμβασης απηχεί μεν το πρώτον εθιμικό δίκαιο, επέμβαση δε συγχωρείται μόνο αν η πρόσκληση εκφραστεί μόνον από την κυβέρνηση ενός κράτους αλλά όχι από μια ένοπλη αντιπολίτευση. Στην ουσία η κρίση του δικαστηρίου απηχεί δύο προηγούμενα, μεγάλης σημασίας, ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πρώτον, με το μη δεσμευτικό Ψήφισμα 3314 (1974) η Γενική Συνέλευση διατυπώνοντας τον ορισμό της επίθεσης έθεσε -εξ’ αντιδιαστολής- εκτός των ορίων της απαγόρευσης χρήσης βίας κάθε επέμβαση κατόπιν πρόσκλησης που δεν παρεκκλίνει της συναφθείσας συμφωνίας . Δύο χρόνια αργότερα, σε ψήφισμά  του σχετικά με το αίτημα της Αγκόλα για αποζημιώσεις έναντι της Νοτίου Αφρικής εξαιτίας καταστροφών που προκάλεσαν οι δυνάμεις εισβολής της τελευταίας σε υποδομές και αγαθά, το Συμβούλιο Ασφαλείας αναγνώρισε το εγγενές δικαίωμα κάθε κράτους για υποβολή αιτήματος συνδρομής προς άλλα κράτη.
Όσον αφορά τον φορέα του δικαιώματος υποβολής πρόσκλησης για στρατιωτική συνδρομή, στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ χαρακτηριστικά αναφέρεται πως «δύσκολα θα έμενε κάτι από την αρχή της μη παρέμβασης αν γινόταν δεκτή και σε περίπτωση πρόσκλησης από ομάδες της αντιπολίτευσης». Το ως άνω νομολογιακό προηγούμενο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό για την κρίση επί της νομιμότητας της πρόσκλησης που απηύθυνε η Συριακή αντιπολίτευση, αλλά και η Ρωσική μειονότητα στην Κριμαία το 2014. Αντλώντας από την ίδια απόφαση  συγγραφείς ανάγουν και τον σκοπό της στρατιωτικής επέμβασης σε αυτοτελές κριτήριο για την εκτίμηση της νομιμότητάς της  ͘ορμώμενοι από την φρασεολογία του δικαστηρίου ερμηνεύουν πως από την χρήση του όρου «allowable» αντί του «allowed» συνάγεται πως η πρόσκληση αυτή καθ’ αυτή, ενδεχομένως να μην αρκεί για την θεμελίωση του νόμιμου της επέμβασης. Προς επίρρωση της ως άνω άποψης, στο τρίτο άρθρο του Ψηφίσματος του Ινστιτούτου Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου δεν γίνεται δεκτή η στρατιωτική επέμβαση κατόπιν πρόσκλησης όταν η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική στήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Φανερά στο άρθρο αυτό εμφιλοχωρεί ένα ουσιαστικό κριτήριο νομιμότητας της επέμβασης.
Επομένως, είναι εμφανές πως το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο κατά κανόνα επιτρέπει την πρόσκληση σε άλλο κράτος για στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση χρήσης βίας από μη κυβερνητικό φορέα  εντός της επικράτειας του αιτούντος κράτους.  Προϋπόθεση του νομότυπου είναι η ύπαρξη γνήσιας συναίνεσης  του κράτους που απευθύνει την πρόσκληση. Στο 20ο από τα Άρθρα για την Ευθύνη των Κρατών από Διεθνώς Άδικες Ενέργειες (ARSIWA)  προβλέπεται μάλιστα η άρση του άδικου χαρακτήρα της ενέργειας που τελέστηκε εντός των ορίων της δοθείσας από το υποβοηθούμενο κράτος συναίνεσης. Συνεπάγεται πως δεν νοείται αποστολή πρόσκλησης στρατιωτικής συνδρομής από μη κρατικό φορέα. Σχετικά με την τελευταία προϋπόθεση αμφισβητείται, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, αν η αντιπολίτευση θα μπορούσε να απευθύνει συμβατή με το διεθνές δίκαιο πρόσκληση για στρατιωτική συνδρομή. Η απάντηση περιπλέκεται αν συνυπολογιστούν παράγοντες όπως η υποστήριξη της αντιπολιτευτικής ομάδας από την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά και το θεμελιώδες δικαίωμα εσωτερικής αυτοδιάθεσης και επιλογής πολιτεύματος ή μορφής διακυβέρνησης. Τέλος επισημαίνεται πως η πρόσκληση είναι ελεύθερα ανακλητή ανά πάσα στιγμή .
Στρατιωτική επέμβαση μετά από πρόσκληση εν καιρώ εμφυλίου πολέμου
Καθολικά αποδεκτός ορισμός του «τί εστί εμφύλιος πόλεμος» δεν απαντάται στο διεθνές δίκαιο. Αν χρησιμοποιήσουμε εντούτοις τον δοσμένο από το Ινστιτούτο Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου ορισμό, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως η κατάσταση στην Συρία συνιστά εμφύλιο, διότι «ξεπερνά τα όρια μιας μη ένοπλης αναταραχής- εξέγερσης» . Το θετικό δίκαιο δεν προσφέρει απάντηση για το επιτρεπτό της παρέμβασης όσον αφορά την ειδικότερη αυτή συνθήκη. Καθοριστική είναι και στην περίπτωση αυτή η νομολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Congo v. Uganda, όπου, αποφαινόμενο πως η ανάκληση της πρόσκλησης της κυβέρνησης αυτόματα αναιρεί την νομιμότητα της επέμβασης, μοιάζει να αποδέχεται την επέμβαση ως νόμιμη καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα διαρκούντος του εμφυλίου πολέμου. Εξ’ αντιδιαστολής μπορεί να συναχθεί πως η επέμβαση εν καιρώ εμφυλίου δεν απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Άλλωστε, οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Ρωσίας στην Συρία, της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και της Γαλλίας στο Μάλι κατόπιν κυβερνητικών αιτημάτων έλαβαν χώρα εν μέσω εμφύλιων συρράξεων.
Οι στρατιωτικές επεμβάσεις στην Συρία και την Υεμένη
Η παρουσίαση του ως άνω θεωρητικού νομικού πλαισίου κρίνεται λυσιτελής για την πληρέστερη εμβάθυνση στις υπό έρευνα στρατιωτικές επεμβάσεις στην Συρία και την Υεμένη κατόπιν πρόσκλησης από την κυβέρνηση.
Κατ’ αρχάς, στην Υεμένη, η κυβέρνηση του Hadi το 2015 απεύθυνε έκκληση στην Σαουδική Αραβία για στρατιωτική συνδρομή ενάντια στις εξεγέρσεις των Huthi. Οι τελευταίοι είναι αντάρτες προερχόμενοι από σιιτική μουσουλμανική μειονότητα, ισχυρή στα βόρεια σύνορα της Υεμένης με την Σαουδική Αραβία. Υπάρχει φημολογία σχετικά με παρεχόμενη προς τους Huthi στρατιωτική συνδρομή από το Ιράν, σιιτικό κράτος  και αντίπαλο δέος της Σαουδικής Αραβίας, ενώ η κυβέρνηση Hadi έχει κατηγορήσει και την Hezbollah, λιβανέζικη οργάνωση και σύμμαχο του Ιράν για εμπλοκή στην υπόθεση.  Αναφέρεται πως στην Σαουδική Αραβία επικράτησε η αντίληψη πως οι Huthi αποτελούν μάλλον μιας μορφής αντιπρόσωπο (proxy) του Ιράν, παρά μια τοπική οργάνωση. Οι εξεγέρσεις των Huthi ήταν συχνές  ͘από το 2004 έως το 2010 οπότε οι τελευταίοι έρχονταν σε σύγκρουση με την κυβέρνηση, αλλά και με την Σαουδική Αραβία στα σύνορα. Οι συνθήκες αυτές λοιπόν οδήγησαν στην προαναφερθείσα πρόσκληση για επέμβαση το 2015.
Η Σαουδική Αραβία με την σειρά της σχημάτισε μια συμμαχία σουνιτικών κρατών, έναν αραβικό συνασπισμό (Μπαχρέιν, Αίγυπτος, Ιορδανία, Κουβέιτ, Μαρόκο, Κατάρ, Σουδάν, ΗΑΕ, Ερυθραία, αργότερα και Πακιστάν). Η στρατιωτική συνδρομή  παρασχέθηκε από αέρος με σκοπό την στήριξη της κυβέρνησης του Hadi. Θα ήταν μάλλον δυσχερής η υποστήριξη της άποψης πως η εξέγερση των Huthi υποστηρίχθηκε από την πλειοψηφία του λαού της Υεμένης, παραδοχή που θα έθετε ζητήματα νομιμότητας της πρόσκλησης της κυβέρνησης Hadi δεδομένου πως οι Σιίτες μειοψηφούν . Επομένως, η εν λόγω πρόσκληση για επέμβαση κρίνεται καθ’ όλα νομότυπη εξ’ επόψεως διεθνούς δικαίου υπό το πρίσμα των κριτηρίων των προηγούμενων παραγράφων.
Με εστίαση στην Συρία, η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, επίσης, βασίστηκε σε πρόσκληση της Συριακής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους, ενός μη κρατικού φορέα. Ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας στον ΟΗΕ ενημέρωσε τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας πως κατόπιν αιτήματος του προέδρου της Συρίας Al-Assad για στρατιωτική συνδρομή με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατικής οργάνωσης του ΙΚ και άλλων οργανώσεων που δρουν στο συριακό έδαφος, η Ρωσία άρχισε να εξαπολύει αεροπορικές και πυραυλικές επιθέσεις για να πλήξει στόχους τρομοκρατών. Κατά την επέμβαση της Ρωσίας τηρήθηκαν μεν όλες οι τυπικές προϋποθέσεις, εντούτοις, έχει τεθεί ζήτημα νομιμότητας της ως άνω πρόσκλησης του Al- Assad στην βάση πως η κυβέρνηση του τελευταίου δεν ασκεί τον αποτελεσματικό έλεγχο, ούτε χαίρει της στήριξης της πλειοψηφίας του συριακού λαού έχοντας απωλέσει συνεπώς την νόμιμη εξουσία της . Η άποψη αυτή αναγνωρίζει την αντιπολίτευση (National Syrian Coalition) ως νόμιμη εκπρόσωπο του Συριακού λαού θεωρώντας παράνομη την πρόσκληση που αποτέλεσε την νομική βάση για την επέμβαση της Ρωσίας.
Η σχέση της στρατιωτικής επέμβασης μετά από πρόσκληση με τον κανόνα του Άρθρου 2.4 Χάρτη ΟΗΕ
Κατ’ αρχάς η στρατιωτική επέμβαση περιλαμβάνει αναμφίβολα την χρήση βίας, η οποία απαγορεύεται στο Άρθρο 2 παρ.4 του Χάρτη ΟΗΕ. Ωστόσο, έχει προβληθεί το επιχείρημα πως η επέμβαση κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου, ακριβώς επειδή το Άρθρο 2 (4) του Χάρτη αναφέρεται στην απαγόρευση της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις  ͘αντιθέτως, σύμφωνα με την εν λόγω άποψη, στην περίπτωση της συνδρομής κατόπιν πρόσκλησης της κυβέρνησης δεν υφίσταται διένεξη μεταξύ δύο κρατών. Κατά λογική ακολουθία, δεν παρατηρείται χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις, παρά συνεργασία δύο κυβερνήσεων για την αποκατάσταση της τάξης στο εσωτερικό του ενός κράτους. Βέβαια, το ερώτημα περί του ποια υπόθεση «άπτεται του εσωτερικού» ενός κράτους αποτελεί δυναμικό ζήτημα που διαρκώς εξελίσσεται, όπως σημείωσε το Διαρκές Δικαστήριο στην Γνωμοδότησή του Nationality Decrees issued in Tunis and Morocco το 1923.  Στην τελευταία αναγνωρίστηκε σχετικότητα της αποκλειστικής εσωτερικής δικαιοδοσίας ενός κράτους σε συνάρτηση πάντα με τις διεθνείς εξελίξεις.
Οι νομικές βάσεις επίκλησης των επεμβαινόντων κρατών
Γενικά παρατηρείται το φαινόμενο τα επεμβαίνοντα κράτη να επικαλούνται περισσότερες ταυτοχρόνως νομικές βάσεις για την αιτιολογία των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικά, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία επικαλέστηκαν στο διάστημα των τελευταίων ετών την συλλογική άμυνα, αλλά και την πρόσκληση από την κυβέρνηση – εν προκειμένω της Συρίας- για να δικαιολογήσουν την δράση τους. Ομοίως, σε επίκληση αμφότερων των ως άνω νομικών βάσεων προέβη και ο αραβικός συνασπισμός με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία κατά την επέμβαση στην Υεμένη .  Κατά κανόνα νομικά ορθότερη θα πρέπει να κριθεί η επίκληση της νομότυπης πρόσκλησης από την κυβέρνηση και όχι της συλλογικής άμυνας δεδομένου πως η τελευταία θα ετίθετο σε εφαρμογή στην ειδική περίπτωση που η ήδη υπάρχουσα συνδρομή ενός τρίτου κράτους προς την ένοπλη αντιπολίτευση θα συνιστούσε ένοπλη επίθεση. Ακόμα, άλλη περίπτωση νομιμοποίησης της στρατιωτικής επέμβασης κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης στην βάση της άσκησης συλλογικής άμυνας ή αντίμετρου ανάλογου του δικαιώματος άμυνας αποτελεί η ενίσχυση ομάδων στασιαστών από τρίτο κράτος .
Η εξακρίβωση της νομικής βάσης για την στρατιωτική επέμβαση καθίσταται δυσχερέστερη όσον αφορά τις αεροπορικές επιδρομές της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ κατά τα έτη 2017, 2018. Οι  αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ το 2017 σε αεροπορική βάση του Συριακού στρατού αιτιολογήθηκαν στο πλαίσιο της αποτροπής του κινδύνου της εκ νέου χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώτος Assad. Η επίθεση αυτή δεν εκδηλώθηκε ως άσκηση του δικαιώματος άμυνας, εφόσον άλλωστε η χρήση χημικών από την κυβέρνηση στράφηκε κατά του πληθυσμού στο εσωτερικό, αλλά ούτε ως άμυνα σε επικείμενη επίθεση, παρά μάλλον αποτέλεσε μέτρο αποτροπής της χρήσης χημικών όπλων, το οποίο πλησιάζει την μορφή των αντιποίνων. Ακόμα και στην βάση της καταπολέμησης ανθρωπιστικής κρίσης ή σε αυτή του εξαναγκασμού ενός κράτους στην συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο, δεν χωρεί εξαίρεση από τον κανόνα της μη χρήσης βίας. Το 2018 η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία εξαπέλυσαν αεροπορικές επιθέσεις για την καταστροφή βάσεων του συριακού στρατού, από όπου γινόταν χρήση χημικών. Οι ΗΠΑ και η  Γαλλία παρέλειψαν να αναφέρουν νομική βάση και αρκέστηκαν απλώς στο να κάνουν μνεία για την αποτροπή της χρήσης χημικών όπλων. Μόνο η Βρετανία θεμελίωσε την επίθεση στην νομική βάση της επέμβασης για την αποφυγή ανθρωπιστικής καταστροφής.
Η Μ. Βρετανία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που με νομική επιχειρηματολογία υποστηρίζει από το 1999 την νομιμότητα της μονομερούς επέμβασης προς αποφυγή ανθρωπιστικής καταστροφής, παρά την έλλειψη ερείσματος στον Χάρτη ΟΗΕ. Αναφορικά με την συριακή κρίση, η κυβέρνησή της είχε εξαγγείλει, ήδη από το 2013, πως τυχόν αδράνεια του Συμβουλίου Ασφαλείας θα επέτρεπε την μονομερή στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Νομικό έρεισμά της αποτέλεσε το δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης ενόψει του κινδύνου από την χρήση χημικών όπλων . Προς επίρρωση της νομικής της επιχειρηματολογίας η Βρετανία συστηματοποίησε στην συνέχεια τους αναγκαίους όρους για την νομιμότητα τέτοιου είδους επεμβάσεων . Συνοπτικά, πρέπει να συντρέχει σωρευτικά: α) παγκοσμίως παραδεδεγμένη και αποδεδειγμένη ανθρωπιστική κρίση ευρείας κλίμακας που απαιτεί άμεσα μέτρα, β) πραγματική απουσία έτερης εναλλακτικής αντί της καταφυγής σε χρήση βίας και γ) τήρηση της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ μέσου και επιδιωκόμενου σκοπού. Εντούτοις, η θεωρία αυτή έχει δεχτεί έντονες επικρίσεις, οι οποίες έγκεινται κυρίως στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου μέσω της νομιμοποίησης μιας επέμβασης χωρίς την αιγίδα του ΟΗΕ.
Περιπτωσιολογικό ενδιαφέρον σχετικό με την νομιμοποίηση της επέμβασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παρουσιάζουν δύο ψηφίσματά του: το 2056 για το Μάλι και το 2249/2015 για την Συρία. Με το πρώτο το ΣΑ νομιμοποίησε την εμπλοκή της Αφρικανικής Ένωσης για την αποκατάσταση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, η οποία διασαλευόταν από την δράση ανταρτών, δίχως όμως αναφορά σε στρατιωτική επέμβαση, ενώ στο δεύτερο το ΣΑ έκανε λόγο για «κάλεσμα» και όχι «εξουσιοδότηση» στα μέλη του ΟΗΕ για την λήψη των απαραίτητων μέτρων ιδίως με βάση τις διατάξεις του Χάρτη και του ανθρωπιστικού δικαίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατικής δράσης του Ισλαμικού Κράτους και της AL Nasra Front (ANF).
Η στρατιωτική επέμβαση στην Λιβύη με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας
Οι τραγικές διεθνείς εξελίξεις και η αλλαγή κατεύθυνσης με το Ψήφισμα SC 1973/2011
Ο πόλεμος στην Βοσνία και η γενοκτονία στη Ρουάντα (1994) συγκλόνισαν την διεθνή κοινότητα και αποτέλεσαν τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες την ανάγκασαν να προβεί σε μια μεταστροφή αναφορικά με την αντίληψη περί κρατικής κυριαρχίας ͘διότι η μη επέμβαση στις ως άνω δύο περιπτώσεις είχε ως συνέπεια σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις. Ως εκ τούτου, το δόγμα πως ένα κράτος είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τα εσωτερικά του ζητήματα και τον τρόπο διακυβέρνησης άρχισε να υποχωρεί δίδοντας την θέση του σε έναν επαναπροσδιορισμό της έννοιας της κυριαρχίας (sovereignty) ως της ευθύνης, μεταξύ άλλων, ενός κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των προσώπων στο έδαφός του. Εκφράστηκε η άποψη πως τα κράτη ενέχουν όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές υποχρεώσεις απέναντι στην διεθνή κοινότητα, όπως λόγου χάρη η παράλειψη πρόκλησης γενοκτονιών και ανθρωπιστικών κρίσεων. Αυτή η αλλαγή πλεύσης της διεθνούς κοινότητας αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στο έργο της ad hoc Διεθνούς Επιτροπής Παρέμβασης και Κρατικής Κυριαρχίας  (International Commission on Intervention and State Sovereignty). Η Επιτροπή αναθεώρησε την αντίληψη περί εδαφικής ακεραιότητας μεταπηδώντας από την αρχή της μη επέμβασης και της αυτονομίας στο εσωτερικό στην υποχρέωση αποτροπής εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Οι εργασίες της τελευταίας στάθηκαν ως προοίμιο για την υιοθέτηση της «Ευθύνης Προστασίας» (Responsibility to Protect) στο πλαίσιο του Ψηφίσματος της Συνόδου Κορυφής της Γενικής Συνέλευσης ΟΗΕ το 2005.
Με τον πόλεμο μεταξύ της κυβέρνησης Gaddafi και της αντιπολίτευσης να μαίνεται, η προστασία των αμάχων πληθυσμών από βομβαρδισμούς και η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας βρέθηκαν στην κορυφή των μελημάτων της διεθνούς κοινότητας. Το Ψήφισμα 1973 (2011) προέβλεπε την εξουσιοδότηση από το Συμβουλίου Ασφαλείας στα κράτη μέλη της λήψης των απαραίτητων μέτρων με σκοπό την προστασία των αμάχων πολιτών καθώς και των πόλεων που κατοικούνταν από αμάχους και βρίσκονταν υπό την απειλή επιθέσεων . Επίσης επιβλήθηκε απαγόρευση πτήσεων, προσγείωσης, υπέρπτησης, απογείωσης σε κάθε λιβυκό αεροσκάφος. Η εξουσιοδότηση προέβλεπε επίσης συνεργασία και ενημέρωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, παρέχοντας παράλληλα ευρύτατες εξουσίες στο ΝΑΤΟ. Αναντίρρητα, με το ψήφισμα η διεθνής κοινότητα έβλεπε την εφαρμογή του responsibility to protect να γίνεται πράξη στο διεθνές δίκαιο, αλλά και αποδείκνυε πως ένα τόσο κρίσιμο ψήφισμα μπορούσε να εκδοθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας χωρίς την άσκηση βέτο από κάποιο από τα 5 μόνιμα μέλη. Η ΣΑ 1973/2011 συνιστά την πρώτη εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για χρήση βίας  για ανθρωπιστικούς λόγους προς αποτροπή ειδεχθών εγκλημάτων. Η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία απείχαν. Μάλιστα, η Βραζιλία και η Ινδία εξέφρασαν επιφύλαξη για την αναγκαιότητα τόσο δραστικών μέτρων και έχει καταγραφεί πως κατά την σύσκεψη του ΣΑ η Βραζιλία επιθυμούσε την εξάντληση των διαπραγματευτικών μέσων, ενώ η Γαλλία  και η Βρετανία αρχικά υποστήριζαν μόνο την απαγόρευση υπερπτήσεων. Ωστόσο, με την εμπειρία της Ρουάντα και της Σρεμπρένιτσα να παραμένει ακόμα πολύ νωπή ο φόβος για την τέλεση ωμοτήτων στη Λιβύη ώθησε τα μέλη του Συμβουλίου στο να επιδείξουν άμεσα αντανακλαστικά. Σε αυτό εξάλλου αποδίδεται η λήψη μιας απόφασης για τόσο δραστικά μέτρα χωρίς την αρνησικυρία κανενός μόνιμου μέλους. Αξίζει να σημειωθεί πως καθοριστική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση είχαν οι ΗΠΑ επιμένοντας στην εξουσιοδότηση της χρήσης βίας.
Την εφαρμογή του Ψηφίσματος ακολούθησε η έντονη κριτική στηριζόμενη στην υπέρβαση της εξουσιοδότησης αλλά και στην εισαγωγή ενός αρνητικού προηγούμενου (precedent) αναφορικά με την αντιμετώπιση αντίστοιχων μελλοντικών κρίσεων . Ειδικότερα, εκφράστηκε κριτική για την παραχώρηση εκτεταμένων αρμοδιοτήτων στο ΝΑΤΟ κατά την εφαρμογή του responsibility to protect. Το τελευταίο ανέλαβε την ηγεσία της επιχείρησης μερικές εβδομάδες μετά την έκδοση της εξουσιοδότησης. Μάλιστα αναφέρεται πως μέλη του ΝΑΤΟ όπως η Γαλλία και η Ιταλία απέστειλαν ειδικούς συμβούλους στις τάξεις των ανταρτών και πως η εν γένει στάση των μεγάλων δυνάμεων κατέτεινε στην αλλαγή του καθεστώτος στην χώρα καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης. Στον αντίποδα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σε έκθεσή του δημοσίευσε πως το ΝΑΤΟ είχε διεξάγει τις επιχειρήσεις με μεγάλη ακρίβεια αποφεύγοντας απώλειες αμάχων πολιτών, οι οποίες ήταν μικρές (60 άνθρωποι). Αντίθετα απέδωσε τόσο στο καθεστώς Gaddafi, όσο και στους αντάρτες την τέλεση εγκλημάτων πολέμου.
Πράγματι, οι παραπάνω αιτιάσεις της διεθνούς κοινότητας συνοδεύτηκαν από μια αντίδραση της Κίνας και της Ρωσίας στην εφαρμογή αντίστοιχα δραστικών μέτρων στην κρίση της Συρίας. Παρά το γεγονός πως η ανθρωπιστική κρίση της Συρίας θεωρήθηκε ισάξιας βαρύτητας, δεν δόθηκε ουδέποτε εξουσιοδότηση χρήσης βίας εξαιτίας της παράλυσης του Συμβουλίου Ασφαλείας οφειλόμενης στην άσκηση βέτο από την Ρωσία και την Κίνα.

Επίλογος

Ανακεφαλαιώνοντας, οι εμφύλιοι πόλεμοι που αναλύθηκαν ως άνω, συνιστούσαν απόρροια του πολιτικού αδιεξόδου που υπήρξε στο έδαφος της Συρίας, της Λιβύης και της Υεμένης. Σε συνδυασμό με την παρέμβαση των ξένων δυνάμεων, εξέλιξη αναπόφευκτη αν λάβουμε υπόψη την έντονη βία και τις συγκρούσεις που επικρατούσαν στο εσωτερικό των κρατών αυτών πριν ακόμη την ξένη επέμβαση, οι έκρυθμες καταστάσεις επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κατάσταση τους. Οι βιαιοπραγίες κατέληξαν σε ευρεία σύγκρουση, με τις συνέπειές της να γίνονται ορατές και στον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος υπέστη ως επί το πλείστον τα δεινά των πολέμων.
Η προστατευτική λειτουργία του  διεθνούς δικαίου κατέστη σαφής σε όλες τις συρράξεις, στις οποίες είτε μειώθηκε η έκτασή τους, είτε τέλειωσαν οριστικά. Κατά την διάρκεια των ως άνω εμφυλίων πολέμων εξελίχθηκε σημαντικά άλλωστε και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, το οποίο παραμένει υπό συνεχή, δυναμική διάπλαση.  Ωστόσο, από όσα προκύπτουν  στην παρούσα μελέτη, και στις τρεις περιπτώσεις υπήρξαν παραβιάσεις από άποψη διεθνούς δικαίου.
Όμως, αυτού του είδους οι παρεκκλίσεις δεν επηρεάζουν τη συνεχιζόμενη ισχύ και σημασία του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Την αξία του αποδεικνύει άλλωστε η πρακτική όλων των εμπλεκόμενων στις υπό εξέταση εμφύλιες συρράξεις τρίτων δυνάμεων, ανεξαρτήτως στρατιωτικής ισχύος ή πολιτικού εκτοπίσματος, να δικαιολογούν τις επεμβάσεις τους -άλλοτε πειστικά και άλλοτε λιγότερο- σε συγκεκριμένους διεθνείς δικαιϊκούς κανόνες και νομολογιακά κεκτημένα.  Σίγουρα κανείς δε μπορεί να προβλέψει την τελική έκβαση αυτών των συρράξεων, όμως η ύπαρξη ενός κανονιστικού πλαισίου από το διεθνές δίκαιο δείχνει το δρόμο για την διατήρηση της ειρήνης και ασφάλειας στο διεθνές πλαίσιο.
The cause of larger freedom can only be advanced if nations work together; and the United Nations can only help if it is remoulded as an effective instrument of their common purpose
-    Kofi Annan, πρώην Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών